Ανάλυση και σύνθεση του προτεινόμενου πλαισίου διαδικασιών λήψης αποφάσεων (Μάρτιος 2014, για Απρίλη)

Αναρχική Συλλογικότητα για την Μαχητική Προλεταριακή Ανασυγκρότηση
προς τις συμμετέχουσες συλλογικότητες
στις διαδικασίες συγκρότησης Αναρχικής Πολιτικής Οργάνωσης

Για την προσυνεδριακή συνάντηση του Απρίλη 2014

Θέμα «ΔΟΜΗ» – «Τρόποι λήψης απόφασης»
Ανάλυση και σύνθεση του προτεινόμενου πλαισίου διαδικασιών:

-Ομοφωνία, συναίνεση, εκλογική απόφαση. Σχέση με διαδικασία σύνθεσης. Αναγκαίες η αποφασιστικότητα κι η ενότητα αλληλένδετα. Το κατεπείγον χωρίς κοινή δέσμευση τρέφει τον σεχταρισμό.

Κάθε άνθρωπος, ακόμα κι ο πιο υποτακτικός, έχει μια άποψη για τον κόσμο ευρύτερη από τα διακείμενα της καθημερινότητάς του. Όλοι έχουν ανάγκη από ένα συνεκτικό νόημα και όλοι προσπαθούν να κατοχυρώσουν αυτήν την ελευθερία. Αναγνωρίζουμε αυτήν την δυναμική ως κίνητρο και θεμέλιο του αγώνα για την αναρχία. Η πολιτική αντιπαράθεση δείχνει την ζωντάνια του ταξικού αγώνα. Η αναρχική θεώρηση κατανοεί τις αντιφάσεις της υποκειμενικότητας, όμως αντιλαμβάνεται ότι το νόημα χάνει την συνεκτική αξία του όταν δεν επιβεβαιώνεται στον κοινωνικό βίο. Η πάλη για την ταξική ενότητα προς την κοινωνική αυτονομία, παρότι εμπεριέχει αναπόδραστα συγκρούσεις ιδεών απαιτεί σύμφωνες αποφάσεις. Η συλλογική σύνθεση εξαντικειμενικεύει την συνεκτικότητα του όποιου νοήματος.
Ο προλεταριακός αγώνας είναι εκ’φύσεως αλληλέγγυος. Όταν ένας επιμέρους αγώνας των εκμεταλλευόμενων δεν είναι αλληλέγγυος, δεν συγκροτεί το προλεταριάτο ως ταξικό-πολιτικό-κοινωνικό υποκείμενο. Ο πολιτικάντικος σεχταρισμός εκφράζει την αστική ματαιοδοξία. Για τους επαναστάτες προλετάριους η ενότητα στη δράση είναι ένας αυθόρμητος κι ευνόητος κανόνας. Η σχετικοκρατία εκφράζει τον σεχταρισμό.


Η πρόταση για ενότητα στην δράση δεν ταυτίζεται με τον πρακτικισμό. Διότι η ενότητα είναι αποτέλεσμα συλλογικά επεξεργασμένων και δοκιμασμένων απόψεων και η δράση αποκτά μια αντικειμενική επιβεβαίωση μόνο στην διάρκεια του χρόνου, άρα με την οργάνωσή της.
Η έννοιες «ομοφωνία» και «συναίνεση» έχουν μια κοινή βάση, αλλά και μια σημαντική διαφορά. Η συναίνεση εμπεριέχει μια ελάχιστη ομοφωνία, την αποδοχή μιας απόφασης. Η ομοφωνία ως απόλυτη συμφωνία είναι κάτι παραπάνω από συναίνεση σε μια απόφαση (απόλυτη ομοψηφία), είναι ταύτιση στο νόημα. Η απόλυτη ομοφωνία αποτελεί μια άγονη ουτοπία, όμως, οι διεργασίες εξαγωγής συλλογικού νοήματος μέσα στον αντικρατικό αγώνα αποτελούν τον αρμό του ελευθεριακού κινήματος. Οι δημοκράτες ταυτίζουν την γενική συναίνεση με την ομοφωνία, για να καταγγείλουν την πρώτη ως ουτοπική, διότι δεν αντιλαμβάνονται την σύνθεση που θεμελιώνει την συναινετική μέθοδο του αυτοοργανωμένου κινήματος. Η αστική διευθυντική αντίληψη έχει συμφέρον να μην αναγνωρίζει την συλλογικότητα ως βάση συνοχής και δεν έχει την εμπειρία και τη νοηματική δομή για να την κατανοήσει.
Καμία μέθοδος απόφασης δεν αποκλείει εξορισμού μια διεργασία σύνθεσης. Ωστόσο, η ψηφοφορία νοηματοδοτείται πάντα από μια διάσταση επείγοντος, οπότε οριοθετεί χρονικά τον συνθετικό διάλογο.
Η πλειοψηφική απόφαση είναι μια εκβιαστική συναίνεση, εκτός αν η ψηφοφορία είναι αποτέλεσμα γενικής συναίνεσης (το προτείνουμε ως ενδεχόμενο και το εξηγούμε παρακάτω). Ως μέθοδος ανήκει στην προϊστορία της κοινότητας, στην αυτοδιαχείριση του αστικού ανταγωνισμού. Η ψηφοφορία προϋποθέτει έναν ανταγωνισμό κινήτρων ή συμφερόντων ή κι ένα συνακόλουθο χάσμα συνεννόησης. Οι μεγάλες πλειοψηφίες των συγκεντρωτικών κομμάτων είναι το φιλελεύθερο προκάλυμα της κατεπιβολή συναίνεσης. Η δημοκρατική ενότητα υπό την πλειοψηφία είναι τεχνητή. Τα κόμματα, δεξιά κι αριστερά, μαστίζονται από τον φραξιονισμό. Η δημοκρατία είναι μέθοδος διαχείρισης του φραξιονισμού. Να σπάσουμε την εξουσιαστική πλάνη ότι ψηφοφορία σημαίνει δύναμη.
Οι συνθετικές-συναινετικές διαδικασίες εξασφαλίζουν με τον βέλτιστο τρόπο την ενότητα στην δράση. Η διάχυση της συνθετικής-συναινετικής μεθόδου στις διεργασίες αντιστασιακής συλλογικοποίησης είναι η αντικειμενική απόδειξη της ριζοσπαστικότητάς της και είναι το ήδη εδραιωμένο μέλλον της συλλογικής κοινωνικής ευφυϊας. Η πλειοψηφική εξαγωγή ενότητας είναι συναίνεση με ελλειπή συνοχή. Η συνοχή απαιτεί σεβασμό στα υποκείμενα και την βραδύτητα με την οποία εξελίσσεται η βάση.
Το ερώτημα για το πως μπορούν να συναποφασίζουν χιλιάδες άνθρωποι είναι πλασματικό και προκαταλαμβάνει την απάντηση. Διότι αφαιρεί τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της μαζικής κοινότητας, κατασκευάζοντας μια συνθήκη ξένη προς το αυτοοργανωμένο κίνημα, την παραδοχή ότι το πλήθος είναι ένα σύνολο ατόμων χωρίς συλλογικές βάσεις. Κι έτσι συγκαλύπτεται το σημαντικό πρόβλημα της δημοκρατίας των ατόμων, το οποίο δεν είναι πως αποφασίζει το πλήθος, αλλά αν και πως συζητά και συνθέτει. Ενώ πραγματικά, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της συνθετικής αυτοοργάνωσης όχι μόνο δεν εμποδίζουν τη μαζικότητα, αλλά αντιθέτως, της δίνουν ισχύ και σταθερότητα.
Η μετάθεση της πολιτικής σύνθεσης σε μια ποσωτική σχέση εξωθεί στην υποκατάσταση της πολιτικής ζύμωσης από την παρασκηνιακή μικροπολιτική. Η κυριαρχία του κατεπείγοντος θεσπίζει τον καταιγιστικό πόλεμο φατριών. (Η κλασματοποίηση του παιχνιδιού ισχύος οδηγεί στον ολοκληρωτισμό).
Απ’την άλλη, η ενδεικτική ψηφοφορία και η παράλληλη, αλλά ασύνδετη εφαρμογή των διαφορετικών προτάσεων κάτω από κοινά σύμβολα αποτελεί μέθοδο ήττας, αφού αρνείται την ικανότητα ή την αναγκαιότητα της σύνθεσης, σχίζει την ενότητα και διαμοιράζει τους κοινούς πόρους. Η αποδοχή κάθε κατεπείγοντος χωρίς κοινή δέσμευση, δηλαδή χωρίς καμία ενότητα, αποτελεί αυτοκαταστροφικό σεχταρισμό. Η απεριόριστη αξιοποίηση του κοινού πεδίου χωρίς κοινή έγκριση ταυτίζει την αυτονομία των πολιτικών ομάδων με την αυθαιρεσία και τον κατακερματισμό. Η ενότητα πρϋποθέτει την κοινή έγκριση. Και η συναίνεση δεν αποκλείει τη δοκιμασία διαφορετικών προτάσεων.
Κατανοούμε ότι σ’ένα νέο ευρύ συλλογικό εγχείρημα μεταφέρουμε ποικίλες αντιθέσεις, πλασματικές και πραγματικές. Επιχειρούμε να συνοργανωθούμε διότι επείγει η κοινή συμβολή μας στην ταξική σύγκρουση, γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει μαγικό ραβδί για την άμεση εξαγωγή απόλυτων συμφωνιών. Ωστόσο, τα δομικά προσχώματα που εγείρει η μέθοδος της πλειοψηφικής απόφασης απέναντι στον συνθετικό διάλογο και στην αγωνιστική ενότητα, καθιστούν απαραίτητη την λήψη μέτρων για την ενδεχόμενη χρήση της.

-Αποφασιστική βάση, η γενική συναίνεση κατόπιν σύνθεσης (μέγιστη εφικτή ομοφωνία).

«… Η λήψη αποφάσεων μέσα από ένα ξεκάθαρο, συμφωνημένο και αποτελεσματικό τρόπο (διαδικασία) … προϋποθέτει τη ζύμωση, ως απαραίτητο στοιχείο μιας οριζόντιας διαδικασίας», όπως ομοφωνήσαμε οι συστατικές συλλογικότητες της ΑΠΟ στην 1η Δεσμευτική. «Επιθυμητή είναι η επίτευξη ομοφωνίας η οποία προκύπτει μέσω πολιτικής ζύμωσης και σύνθεσης των διαφορετικών απόψεων».
Κάθε πρόταση που κατατίθεται σε όργανο της ΑΠΟ πρέπει να περνάει από διαδικασία διαλόγου και συνδιαμόρφωσης. Οι αποφάσεις που λαμβάνουν διαρκή ισχύ μέσα στην οργάνωση πρέπει απαραίτητα να αποτελούν προϊόν συναίνεσης.
Η πλειοψηφική απόφαση, η οποία επίσης πρέπει και μπορεί ν’ακολουθεί μια διαδικασία ζύμωσης, μπορεί να είναι μόνο ένα συμβατικό εργαλείο για ειδικές περιστάσεις, με αυξημένη συλλογική ευθύνη.

-Το κρίσιμο σημείο της μετάβασης στην εξαιρετική κατάσταση.

Η ψηφοφορία αποτελεί μια κρίσιμη παύση της συνθετικής διεργασίας. Ο τρόπος απόφασης για μετάβαση στην εξαιρετική κατάσταση, η διάρκεια ισχύος της και τα όρια των ασύμφωνων πρωτοβουλιών που προκύπτουν από την αδρανοποίηση της απαίτησης συναίνεσης, καθορίζουν όχι μόνο το ποιός έχει τον αποφασιστικό έλεγχο στην φάση αποσυνοχής, αλλά και στην συνέχεια. Οι καταστάσεις εξαίρεσης, δηλαδή οι δραστηριότητες δίχως συναίνεση μέσα στην ΑΠΟ, πρέπει να περιορίζονται από αυστηρά συλλογικά πλαίσια, για να μην ανοίγουν χώρο στην ανάπτυξη σχισμάτων και στην εγκατάσταση ηγεμονιών. Έτσι, κρίνουμε ως ασφαλείς την περιστασιακή χρήση του εξαιρετικού εργαλείου της ψηφοφορίας μόνο κατόπιν άμεσης συναίνεσης ή πρωτοβουλιακά με οριοθετημένη ισχύ, όπως εξηγούμε στις επόμενες παραγράφους.

-Hung Jury. Συναινετική αναγνώριση της μη συναίνεσης και πέρασμα σε εκλογική διαδικασία για απόφαση.

Ο όρος Hung Jury προέρχεται από το δικαστικό σύστημα των ηπα, που παρότι είναι άγρια ταξικό και ρατσιστικό στην εφαρμοφή του, είναι πολύ κοινωνιστικό στους τύπους του. Hung Jury σημαίνει γενική συναίνεση των ενόρκων στην μη συμφωνία (παραδοχή της οριστικής ασυμφωνίας) και παραπομπή της υπόθεσης σε άλλο διακαστήριο και αποτελεί την μόνη περίπτωση μη κατάληξης σε συναινετική απόφαση όταν πρόκειται για σοβαρά αδικήματα. Εμείς χρησιμοποιούμε τον όρο με την έννοια της συναίνεσης στην μη συναίνεση, δηλαδή της κοινής παραδοχής της οριστικής ασυμφωνίας, ώστε να γίνει μετάβαση σε άλλη διαδικασία (προσωρινή μετάθεση ή ψηφοφορία). Μια πλειοψηφική απόφαση μετά από Hung Jury έχει πραγματικά την κοινή συναίνεση.
Το Hung Jury αποτελεί δυνατότητα της συλλογικότητας η οποία δεν την μειώνει, ούτε αναιρεί καμία άλλη δυνατότητα. Αντιθέτως, δίνει ευκαμψία. H αλλαγή διαδικασίας (πχ μετάβαση σε ψηφοφορία ή σε χρονική μετάθεση) μετά από Hung Jury πρέπει να είναι διαρκής δυνατότητα σε όλα τα όργανα.
Για ζητήματα Καταστατικού πρέπει να είναι απαραίτητη η Απόλυτη Ομοψηφία (γενική συναίνεση) για το Hung Jury και την μετάβαση σε ψηφοφορία.

-Οι Επείγουσες προτάσεις και ο προσωρινός χαρακτήρας τους.

Εκτός από την περίπτωση του Hung Jury προβλέπουμε την λήψη αποφάσεων μέσω ψηφοφορίας σε συνθήκες Επείγοντος.
Οι Επέιγουσες προτάσεις περνάνε προς επεξεργασία στις πολιτικές συλλογικότητες και συζητιούνται προς συνδιαμόρφωση στην επόμενη συνέλευση του οργάνου στο οποίο έχουν κατατεθεί. Η απόφαση για τις Επείγουσες προτάσεις λαμβάνεται με ψηφοφορία κατά την λήξη της επόμενης συνέλευσης του οργάνου αν δεν έχει εκδηλωθεί ήδη μια κοινή συναίνεση για άμεση μετάβαση σε ψηφοφορία (Hung Jury).
Οι Νέες προτάσεις που εισάγονται ως Επείγουσες σε οποιαδήποτε βαθμίδα πρέπει απαραίτητα ν’αναφέρονται σε ήδη ληφθείσες αποφάσεις του Συνεδρίου ή υπόλογων προς το Συνέδριο οργάνων και όταν καταλήγουν σε αποφάσεις να έχουν ισχύ μέχρι την χωροχρονικά προσδιορισμένη εφαρμογή τους και μόνο. Για την μονιμοποίηση μιας Επείγουσας απόφασης απαιτείται να εισαχθεί ή να επανεισαχθεί μια πρόταση με χαρακτηριστικά Μη Επείγοντος. Το προτεινόμενο πλαίσιο προβλέπει την ταχύα απόκριση στις μεταβαλλόμενες συνθήκες του αγώνα, δίχως ανοχή στον δημοκρατικό πραξικοπηματισμό.
Θέμα που συζητιέται και δεν έχει καταλήξει μπορεί να επανέλθει ως Επείγον σε επόμενη συνέλευση με μια ή διαφορετικέςπροτάσεις. Ακόμα κι αν κάποιος σαμποτάρει την σύνθεση, η άποψή του θα βρεθεί σε μειονεκτική θέση απέναντι σ’εκείνες που συντίθενται. Κρίνουμε απρόσφορο ν’αποκλείσουμε την επανεισαγωγή ενός ανοιχτού θέματος ως Επείγοντος. Η ζύμωση και η συναίνεση είναι προς το συμφέρον του συνόλου και ο χρόνος συνθετικού διαλόγου που προηγείται κάθε απόφασης δίνει δυνατότητα διαμόρφωσης περισσότερων και συνθετικότερων προτάσεων επιπλέον εκείνης που κατατίθεται πρώτη. Σε κάθε περίπτωση οι Νέες προτάσεις που κατατίθενται και ψηφίζονται ως Επείγουσες μπορούν να έχουν μόνο προσωρινή ισχύ.

-Καταστατικό, γενική συναίνεση και ψηφοφορία.

Οι ορίζουσες αποφάσεις είναι πάντα περιορίζουσες. Χρειαζόμαστε ανοιχτές θεωρητικές αποφάνσεις εξαγώμενες από τον συνθετικό διάλογο και μεθοδολογικές και πρακτικές αποφάσεις δεσμευτικές πάνω στο συγκεκριμένο. Η απόφανση με ψηφοφορία αποτελεί παραλογισμό. Η πλειοψηφία μπορεί να κατοχυρώσει μια επιλογή, αλλά ποτέ μια άποψη. Οι ΑΡΧΕΣ και οι ΘΕΣΕΙΣ δεν μπορούν να έχουν χαρακτήρα Επείγοντος. Οι ΣΤΟΧΟΙ και η ΔΟΜΗ κατά περίπτωση. Προτάσεις για τους ΣΤΟΧΟΥΣ και την ΔΟΜΗ μπορούν να κατατίθενται ως Επείγουσες εφόσον αναφέρονται σε ήδη ληφθείσες αποφάσεις συνεδρίου για τα ίδια θέματα. Άρα, όλες οι Καταστατικές συμφωνίες εδράζονται στην γενική συναίνεση. Η ψηφοφορία ως διαδικασία αποτελεσματικότητας βρίσκει νόημα μόνο στην περίπτωση του κατεπείγοντος ή μιας οικονομίας χρόνου εκεί που όλοι συμφωνούν στην δευτερεύουσα σημασία των διαφωνιών (μετάβαση σε ψηφοφορία μετά από Hung Jury).
Όμως, ακόμα και για τις ΑΡΧΕΣ δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα ο αποκλεισμός της ψηφοφορίας αφού έχει συμφωνηθεί Hung Jury. Όπως και για τις ΘΕΣΕΙΣ, η δυνατότητα πρέπει να είναι ανοιχτή, καθώς η διαφωνία μπορεί να αφορά μια διατύπωση πχ, αλλά μόνο κατόπιν γενικής συναίνεσης.
Στοιχεία ΤΑΚΤΙΚΗΣ και ΔΟΜΗΣ (περιστασιακά όργανα και διαδικασίες) μπορούν να περνάνε στην αρμοδιότητα υπόλογων οργάνων.

-Προτάσεις, αποφάσεις και βαθμίδες συλλογικοποίησης.

«Όριο Βαθμίδας» σημαίνει μεταφορά μιας πρότασης στο αμέσως συλλογικότερο αρμόδιο όργανο.
Το Όριο Βαθμίδας μπορεί να προβληθεί από τον οποιονδήποτε για οποιαδήποτε Μη Επείγουσα πρόταση πριν την τοποθέτηση κοινά συμφωνημένου χρονικού ορίου στον διάλογο (εκκίνηση διαλόγου) ή οποιαδήποτε στιγμή αν δεν έχει συμφωνηθεί χρονικό όριο.
Το Όριο Βαθμίδας διασφαλίζει την συλλογικότερη κρίση (όταν υπάρχει έλλειμα εμπιστοσύνης). Το Όριο Βαθμίδας διασφαλίζει την μη απώλεια της πρότασης λόγω κολλησιεργείας (όταν ο διάλογος γίνεται ατέρμονος) ή λόγω αντικειμενικού χρονικού ορίου. Το Όριο Βαθμίδας διασφαλίζει την απρόσκοπτη λειτουργία ενός οργάνου (όταν κάποιοι κρίνουν το ζήτημα περιττό ή όταν δαπανάται για την πραγμάτευσή του δυσανάλογος χρόνος προς την σημασία του).
Η προβολή Ορίου Βαθμίδας δεν ισοδυναμεί με συναίνεση σε Hung Jury (η αλλαγή βαθμίδας δεν σημαίνει κατάληξη του διαλόγου).
Όλα τα ζητήματα μπορούν να μεταφερθούν μέχρι το Συνέδριο ή το Γενικό Πολιτικό Συμβούλιο (με προηγηθείσα απόφαση Συνεδρίου). Η συγκεκριμένη δυνατότητα αποτελεί εγγύηση για τις συλλογικότητες που στέκονται επιφυλακτικά απέναντι στην απόδοση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων στα επιμέρους εκτελεστικά όργανα της ΑΠΟ.
«Οριστική Βαθμίδα» σημαίνει ότι ένα ζήτημα μπορεί να καταλήξει στο αρχείο με ψηφοφορία κατόπιν σχετικής πρότασης, εφόσον δεν υπάρχει χρονικό όριο στον διάλογο (Επείγοντα ή Μη Επείγοντα θέματα). Η πρόταση αρχειοθέτησης είναι ισχυρότερη από την μη συναίνεση στην τοποθέτηση χρονικού ορίου κι από την μη συναίνεση σε Hung Jury, αφού αρκεί μια σχετική πλειοψηφία για την επικύρωσή της. Έτσι μπορεί να εξοικονομηθεί χρόνος, διατηρώντας ανοιχτές προς κοινή επεξεργασία μόνο τις Νέες προτάσεις για τις οποίες εκδηλώνεται μια πλειοψηφική διάθεση κατάληξης σε συναίνεση δίχως χρονικό όριο διαλόγου.
Το Συνέδριο μπορεί να ορίζει ζητήματα με Οριστική Βαθμίδα μόνο το ίδιο ή το Γενικό Πολιτικό Συμβούλιο.
Αν μια πρόταση έχει καταλήξει στην Οριστική Βαθμίδα σε μη απόφαση και στο αρχείο, μπορεί να επανεισαχθεί μόνο στο Συνέδριο με τις προβλεπόμενες διαδικασίες διαμόρφωσης της ατζέντας.

– [ν] (απαίτηση γενικής συναίνεση), [ν-1] (η διαφωνία του ενός κρίνεται μη ικανή), [2] (η συμφωνία των δυο κρίνεται ικανή). Μεταξύ του συνόλου και της μονάδας, η ελάχιστη συλλογικοποίηση ως διαδικαστικό κριτήριο.

Με [ν] συμβολίζουμε το σύνολο των εκπροσωπούμενων συλλογικοτήτων σ’ένα όργανο και εννοούμε την προϋπόθεση Απόλυτης Ομοψηφίας (γενική συναίνεση).
Με [ν-1] συμβολίζουμε το σύνολο πλην ενός και εννοούμε την προϋπόθεση Απόλυτης Πλειοψηφίας. Σε κάποια σημεία χρησιμοποιούμε τον όρο «κοινή συναίνεση» αναφερόμενοι στο [ν-1], διότι παρότι διακρίνεται από την γενική συναίνεση, αναγνωρίζουμε στο [ν-1] την μορφή της συναίνεσης χωρίς μεμονωμένο Βέτο).
Με [2] συμβολίζουμε την συναίνεση ενός ακόμα σε μια πρόταση που κατέθεσε άλλος και εννοούμε την επάρκεια της Ελάχιστης Συναίνεσης σε μια διαδικαστική πρόταση.
Χρησιμοποιούμε αυτούς τους όρους σε αποφάσεις επί της διαδικασίας (επικύρωση Ορίου Βαθμίδας και Hung Jury) και στην περίπτωση της τοποθέτησης αποφασιστικού χρονικού ορίου.
Η απαίτηση της Απόλυτης Πλειοψηφίας [ν-1], την οποία προτείνουμε για την άμεση μετάβαση σε ψηφοφορία (Hung Jury) σημαίνει ότι το Βέτο των δυο ([2]) στην μετάβαση από τον συνθετικό διάλογο στην ψηφοφορία, δηλαδή, ένα Βέτο της ελάχιστης συλλογικότητας απέναντι στην άρνηση του διαλόγου, ακόμα κι αν η δεύτερη έχει μια μεγάλη πλειοψηφία ([ν-2]), διασφαλίζει την συνέχεια της ζύμωσης μέχρι την μέγιστη εφικτή συναίνεση.
Η επάρκεια μιας Απόλυτης Πλειοψηφίας [ν-1] (συναίνεση χωρίς μεμονωμένο Βέτο) κι όχι απαραίτητα της Απόλυτης Ομοψηφίας (γενική συναίνεση) για την επικύρωση του Hung Jury εκφράζει την προϋπόθεση της διάθεσης δυο τουλάχιστον μερών για την διεξαγωγή διαλόγου. Ο [-1] δεν μπορεί και δεν δικαιολογείται να επιχειρήσει να επιβάλει τον διάλογο. Ωστόσο, πρέπει να μπορεί να ζητήσει περαιτέρω εξηγήσεις (αφού μπορεί να είναι αναποφάσιστος) ή να καταθέσει επιπλέον επιχειρήματα (αφού ακόμα κι αν έχει την πεποίθηση ότι τάσσεται με την άποψη που πλειοψηφεί, είτε αυτή είναι υπέρ είτε κατά μιας πρότασης, είναι εύλογο και θεμιτό να επιδιώκει την μέγιστη συναίνεση), οπότε, μπορεί να ζητήσει έναν ακόμα κύκλο τοποθετήσεων, ξεκινώντας από τον ίδιο. Επιπρόσθετα, να μπορεί να ζητήσει μια επιπλέον ψηφοφορία για το Hung Jury (αφού αν έχει την πεποίθηση ότι τάσσεται με την μειοψηφούσα άποψη πρέπει να έχει την δυνατότητα να καταθέσει ένα ακόμα επιχείρημα με ισχύ υπέρ της συνέχισης της ζύμωσης).
Η επάρκεια μιας Απόλυτης Πλειοψηφίας [ν-1] για την μετάβαση σε ψηφοφορία καταργεί πρακτικά το μεμονωμένο Βέτο για την λήψη απόφασης, η οποία όμως καταγράφεται ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας και όχι συναίνεσης.
Για να συμφωνηθεί ένα χρονικό όριο για την πραγμάτευση μιας Μη Επείγουσας πρότασης (με σκοπό την εξοικονόμηση συλλογικού χρόνου) αρκεί η Απόλυτη Πλειοψηφία [ν-1], για τους ίδιους λόγους που ισχύουν στην περίπτωση μιας πρότασης για Hung Jury. Αν δεν υπάρξει γενική συναίνεση πριν την λήξη του χρόνου ή ψηφοφορία μετά από Hung Jury που εγκρίθηκε με Απόλυτη Πλειοψηφία [ν-1] , η συνδιαμορφωμένη πρόταση εγκρίνεται με [ν-1] , αλλοιώς μπαίνει στο αρχείο. Το [ν-1] για την τοποθέτηση χρονικού ορίου και για την κατάληξη σε απόφαση μετά το πέρας του αποκλείει το Βέτο του ελαχίστου ακριβώς εκεί που δεν μπορεί να διασφαλίσει την συνέχεια του διαλόγου.
Η επάρκεια των δυο ([2]), την οποία προτείνουμε για την εφαρμογή Ορίου Βαθμίδας σημαίνει ότι για να μπορεί να συζητηθεί μια Μη Επείγουσα πρόταση σ’ένα όργανο απαιτείται η συναίνεση της Απόλυτης Πλειοψηφίας. Η ανεπάρκεια του μεμονωμένου Βέτο για την μετάθεση μιας πρότασης σε συλλογικότερο όργανο σημαίνει την μη αποδοχή της εξατομικευμένης άρνησης του διαλόγου στο συγκεκριμένο όργανο.
Ο αποκλεισμός του μεμονωμένου Βέτο επί των διαδικασιών διασφαλίζει την συλλογικότερη κρίση και γενικότερα προάγει τις συλλογικές διεργασίες.

-Διαδικασίες ψηφοφοριών:

Μετάβαση σε νέα ψηφοφορία με την επόμενη κλίμακα επάρκειας αν το πλειοψηφικό κλάσμα είναι μικρότερο από το απαιτούμενο.
Πλειοψηφικές κλίμακες 3/4 > 2/3 > {(ν-1)/2}+1 (μονός αριθμός συλλογικοτήτων) ή {ν/2}+1 (ζυγός αριθμός συλλογικοτήτων) με μια επανάληψη σε περίπτωση ισοψηφίας.
Σε περίπτωση μη αποτελέσματος στον τρίτο κύκλο ψηφοφορίας με πολλαπλές προτάσεις εισάγονται σε νέο κύκλο οι δυο πλειοψηφούσες προτάσεις. Τότε, σε περίπτωση ισοψηφίας γίνεται μια επανάληψη.
Σε περίπτωση ισοψηφίας στην τελική ψηφοφορία κρίσης επί μιας πρότασης (ΝΑΙ/ΟΧΙ) το αποτέλεσμα θεωρείται ως μη απόφαση.
Σε περίπτωση ισοψηφίας στην τελική ψηφοφορία επιλογής μεταξύ δυο προτάσων (Α/Β) το αποτέλεσμα θεωρείται ως μη απόφαση, εκτός αν δωθεί τελικά μια επιπλέον ψήφος ανοχής για την εφαρμογή της μιας πρότασης ή από μια επιπλέον για κάθε πρόταση.
Το «Λευκό» (άρνηση επί πολλαπλών προτάσεων) πρέπει να προβλέπεται και να καταμετράται. Η μη έγκριση μιας ή πολλών προτάσεων πρέπει να μην θεωρείται ουδετερότητα, διότι μια πρόταση που δεν επιτυγχάνει επαρκή συναίνεση δεν μπορεί να κρίνεται καταστατικά προτιμότερη από την συνέχιση της σχετικής δραστηριότητας με τους ήδη κεκτημένους συλλογικούς τρόπους.
Με το περιγραφόμενο πλαίσιο εμπερικλύεται η δυνατότητα επανεκτίμησης της δυναμικής της κάθε πρότασης από τους συμμετέχοντες. Οι κλιμακωτές ψηφοφορίες αποτελούν δοκιμασία στήριξης προς ενίσχυση του αποτελέσματος, αντί να αρκούνται προκαταβολικά σε οριακές πλειοψηφίες.

-Αναλογική εκπροσώπηση των συλλογικοτήτων με βάση τον αριθμό μελών;

Θέλουμε ισότητα των συλλογικοτήτων ή των ατόμων; Ιδανικά θα λέγαμε και τα δυο, αλλά θα ήταν μια απάντηση ανεδαφική και ταυτόχρονα παραπλανητικά απλουστευτική. Χρειάζεται να αποσαφηνίσουμε πρώτα σε ποιές ισότητες αναφερόμαστε. Αγωνιζόμαστε για την ισότιμη πρόσβαση όλων των ανθρώπων σε όλους τους διαθέσιμους πόρους, σε όλες τις υπαρκτές δυνατότητες της ανθρωπότητας. Αγωνιζόμαστε χτίζοντας τόπους συλλογικής ισονομίας, όπως οι ανοιχτές κοινωνικές συνελεύσεις στις οποίες υπερασπιζόμαστε την ισηγορία και δεν αναγνωρίζουμε καμία αποφασιστική ισχύ στα πολιτικά σχήματα. Όμως, συγκροτούμε και πολιτικές συλλογικότητες, που χαρακτηρίζονται δευτερευόντος από την συνεκτικότητα του ταξικού-κοινωνικού στοιχείου και πρωτίστως από την συνεκτικότητα της πολιτικής αντίληψης-δράσης. Στην πολιτκή συνοργάνωση συντίθενται απόψεις που δοκιμάζονται στον αγώνα. Στοχεύουμε στην μαζική ανάπυξη των αυτοοργανωμένων κινημάτων προς την κοινωνική επανάσταση και γι’αυτό επιχειρούμε να χτίσουμε μια δομή συλλογικού προσανατολισμού, κατανοώντας την βραδύτητα της πολιτικής ζύμωσης. Έχουμε ήδη αναγνωρίσει ότι οι συλλογικότητες αποτελούν την βάση του κοινού δυναμικού και δημιουργούν δυνατότητες που δεν μπορούν να έχουν τα μεμονωμένα άτομα. Αν θέλουμε μαζικό κίνημα με γερούς αρμούς χρειάζεται να ενισχύσουμε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της πολιτικής συλλογικοποίησης. Κατοχυρώνοντας την ισονομία των πολιτικών συλλογικοτήτων δίνουμε αξία στην πολιτική ζύμωση.
Το πραγματικό ερώτημα είναι ποιά μορφή στράτευσης θα δυναμώσει την πολιτική οργάνωση; Προκρίνουμε την ταχύα αύξηση των μελών ή την χρονοβόρα συγκρότηση μέσα από την συλλογική πραγμάτευση και την κοινή εμπειρία; Δεν πρόκειται για κατευθύνσεις ανταγωνιστικές, αλλά κάθε εργαλείο φέρνει ετεροβαρή αποτελέσματα. Η πλειοψηφική μέθοδος αποτελεί έτσι κι αλλοιώς ένα ανάχωμα στην πολιτική σύνθεση, όπως εξηγήσαμε παραπάνω. Η αναλογική εκπροσώπηση δίνει πολιτική επιβεβαίωση και πρακτικό κίνητρο στην εισδοχή μελών με ελάχιστη κοινή τριβή κι ελάχιστες δεσμεύσεις. Στο συλλογικό επίπεδο της ΑΠΟ οι απόψεις και η δραστηριότητα των συστατικών συλλογικοτήτων κρίνονται αμοιβαία, αλλά δεν γίνεται να κριθούν τα άτομα. Κι αν δώσουμε αποφασιστική ισχύ στην ποσωτική δύναμη των συλλογικοτήτων, θα αναπτύξουμε μια τάση αποδυνάμωσης της πρωτοβουλίας και της αυτοσυγκρότησης των ατόμων, δίνοντας αντιθέτως χώρο στον άγονο συγκεντρωτισμό των ελάχιστων κριτηρίων. Εκτιμούμε συντροφικά κάθε πολιτική πρόθεση ενίσχυσης του αναρχικού κινήματος. Απαιτείται όμως να συμφωνήσουμε στις κατάλληλες διαδικασίες, για να μην κληθούμε αργότερα απ’τις συνθήκες να κρίνουμε προθέσεις. Διότι, το να κρίνουμε προθέσεις μπορεί να παράξει μόνο αποσυνοχή.
Αντίστοιχα, αν το δούμε από μια στενή οπτική, η προτεινόμενη ισοτιμία των συλλογικοτήτων ευνοεί την δημιουργία θηγατρικών ομάδων. Κοιτώντας συνολικά όμως, αντιλαμβανόμαστε ότι ευνοείται η δημιουργία νέων ομάδων, δηλαδή, δίνεται κίνητρο για την ανάπτυξη της πολιτικής πρωτοβουλίας και για την συγκρότηση από το βασικότερο επίπεδο συλλογικοποίησης. Άλλωστε, το ενδεχόμενο διάσπασης υπαρκτών συλλογικοτήτων για ν’αυξήσουν την αποφασιστική ισχύ τους μέσα στην ΑΠΟ είναι μάλλον απίθανο και η αυτοοργάνωση νέων ομάδων με πολιτική εγγύτητα προς ήδη υπάρχουσες κι ίσως με κοινές συνθετικές διαδικασίες είναι μια δοκιμασία προς την σωστή κατεύθυνση, χωρίς τους κινδύνους της ατομοκεντρικής μαζικοποίησης.

-Αναθεωρητικές διαδικασίες. Ευθύνη, οριστικότητα και έκτακτο.

Η έγκαιρη κατάθεση μιας Αναθεωρητικής πρότασης που έχει αντικειμενικό χρονικό όριο αποτελεί ευθύνη του προτείνοντος.
Αν η Αναθεωρητική πρόταση αφορά προηγούμενη απόφαση του ίδιου οργάνου, ακόμα κι αν η τελευταία έχει ληφθεί με ψηφοφορία (λόγω Hung Jury ή λόγω Επείγοντος), η νέα απόφαση μπορεί να ληφθεί με ψηφοφορία μόνο μέσω Hung Jury. Μέτρο αποτροπής εισαγωγής αλλεπάλληλων ψηφοφοριών και του παρεπόμενου ψηφοθηρικού τακτικισμού.
Αναθεωρητική πρόταση αλλαγής προηγούμενης απόφασης οργάνου μπορεί να κατατεθεί από τις συμμετέχουσες συλλογικότητες στο συγκεκριμένο όργανο, μόνο σ’αυτό το όργανο. Η Αναθεωρητική πρόταση μπορεί να μεταφερθεί στο αμέσως συλλογικότερο όργανο μόνο με προβολή κι επικύρωση Ορίου Βαθμίδας. Ωστόσο, μπορεί να προβληθεί Όριο Βαθμίδας κι από εκείνον που κατέθεσε μια Αναθεωρητική πρόταση αν θέλει να συζητηθεί σε συλλογικότερο όργανο, αφού σ’αυτήν την περίπτωση δεν αναγνωρίζεται διαδικαστικά ένα αντικειμενικό χρονικό όριο.
Μπορεί να κατατεθεί Αναθεωρητική πρόταση από συλλογικότητα που δεν συμμετέχει στο όργανο που έχει λάβει την απόφαση, στο αμέσως συλλογικότερο όργανο στο οποίο συμμετέχει. Όταν η Αναθεωρητική πρόταση που πρωτοεισάγεται αφορά απόφαση υπόλογου οργάνου, τότε εμπίπτει στην κατηγορία της Επείγουσας πρότασης. Όριο λήξης είναι το τέλος της επόμενης συνεδρίασης μετά την κατάθεσή της. Πρόκειται για μέτρο αποτροπής μιας τυπικά γενικής συναίνεσης σε μια συλλογική βαθμίδα, αλλά ενδεχομένως μειοψηφικής σε συλλογικότερες βαθμίδες.
Αναθεωρητική πρόταση που κατατίθεται στο Γενικό Συμβούλιο ή στο Συνέδριο (άμεσα ή μεταφερόμενη με προβολές Ορίων Βαθμίδας) για να κριθεί οριστικά, περνάει από ψηφοφορία αν δεν επιτευχθεί γενική συναίνεση (Απόλυτη Ομοψηφία) μέχρι την τελευταία συνέλευση πριν την επόμενη εφαρμογή ή μέχρι ένα συναινετικά συμφωνημένο χρονικό όριο ή με την προβολή Hung Jury από την Απόλυτη Πλειοψηφία [ν-1], δηλαδή, γίνεται Επείγουσα όπως η Αναθεωρητική πρόταση που κατατίθεται σ’ένα συμβούλιο και αφορά απόφαση υπόλογου οργάνου.
Αναθεωρητική πρόταση που μετατίθεται σε συλλογικότερο όργανο δεν γίνεται Επείγουσα πριν φτάσει στην Οριστική Βαθμίδα του (Γενικό Συμβούλιο ή Συνέδριο-Συνδιάσκεψη). Έτσι, κάθε απόφαση οργάνου υπόλογου στο Γενικό Συμβούλιο η οποία μεταφέρεται βαθμιδόν, μπορεί να κριθεί με ψηφοφορία μόνο στο Γενικό Συμβούλιο ή στο Συνέδριο αν δεν έχει προηγηθεί Hung Jury. Δηλαδή, η Αναθεωρητική πρόταση που κατατίθεται μέσα στο όργανο που έχει λάβει την προηγούμενη απόφαση μπορεί να ψηφιστεί (εκτός από την περίπτωση Hung Jury) μόνο όταν φτάσει στο Γενικό Συμβούλιο ή στο Συνέδριο, ενώ όταν πρωτοεισάγεται σε συλλογικότερο όργανο καταλήγει σε ψηφοφορία μέσα στον προβλεπόμενο χρόνο. Η διαφορά Αναθεωρητικής διαδικασίας για πρόταση που πρωτοσεισάγεται στο αυτό όργανο ή σε συλλογικότερα όργανα αποτυπώνει την διαφορά ευθύνης. Εκείνοι που έχουν συναινέσει σε μια απόφαση και συμμετέχουν σε μια δραστηριότητα έχουν αμεσότερη ευθύνη και γι’αυτό απαιτείται περισσότερη ζύμωση και μεγαλύτερος βαθμός συναίνεσης για την κατοχύρωση των Αναθεωρητικών προτάσεών τους. Παρότι αν μια συλλογικότητα έχει την συναίνεση όσων συνεργαζόμενων συλλογικοτήτων απαιτούνται για να εφαρμοστεί Όριο Βαθμίδας ([2]) μπορεί να μεταφέρει μια πρόταση μέχρι το Γενικό Συμβούλιο, η βαθμιδόν διαδικασία διασφαλίζει την οριζοντιότητα (συλλογική ενημερότητα και ζύμωση).
Σε κάθε διαδικασία ψηφοφορίας για αλλαγή προηγούμενης απόφασης, οι Νέες προτάσεις και η καταγεγραμμένη απόφαση πρέπει να αντιμετωπίζονται ισότιμα. Δηλαδή, ψηφίζουμε άμεσα επί του περιεχομένου κι όχι επί της αλλαγής γενικά.
Όλα τα παραπάνω ισχύουν και για Αναθεωρητικές προτάσεις επί αναθεωρητικών αποφάσεων, αφού δεν γίνεται τέτοια τυπική διάκριση των αποφάσεων.
Ένσταση ως προς το ανεπίτρεπτο (ασυμφωνία μιας απόφασης σε σχέση με συλλογικότερες αποφάσεις) μπορεί να προβάλει οποιοσδήποτε μόνο αμέσως μετά την κατάθεση μιας πρότασης και έχει χαρακτήρα Ορίου Βαθμίδας αν έχει την συναίνεση ενός ακόμα. Μετά την λήψη μιας απόφασης μπορεί η ένσταση να κατατεθεί άμεσα στο Γενικό Πολιτικό Συμβούλιο και τότε έχει χαρακτήρα Επείγοντος. Ενστάσεις επί αποφάσεων του Γενικού Συμβουλίου μπορούν να κατατίθενται στο ίδιο όργανο ή στο Συνέδριο και στις Συνδιασκέψεις σύμφωνα με τις καταστατικές διαδικασίες διαμόρφωσης ατζέντας.
Παρενθετικά, οποιοδήποτε μέλος της ΑΠΟ πρέπει να έχει την δυνατότητα να παρακολουθήσει την συνέλευση οποιουδήποτε οργάνου, ακόμα και μιας συλλογικότητας που αναλαμβάνει ένα έργο για την ΑΠΟ.

-Χρονικό όριο και βέτο στον διάλογο. Προϋπόθεση γενικής συναίνεσης και βέτο.

Γενικά, το χρονικό όριο στον διάλογο θεσπίζει έμμεσα το Βέτο επί του διαλόγου (πχ κάποιος μουλαρώνει κι αρνείται να συνδιαμορφώσει, γνωρίζοντας ότι η συζήτηση έχει σημείο λήξης), εκτός αν είναι προϊόν συναίνεσης. Η τοποθέτηση χρονικού ορίου με κοινή συναίνεση αποτελεί δυνατότητα της συλλογικότητας η οποία δεν την μειώνει, ούτε αναιρεί καμία άλλη δυνατότητα. Αντιθέτως, εξοικονομεί χρόνο και δυνάμεις. H λήξη μιας διαδικασίας εντός ενός από κοινού συμφωνημένου χρονικού ορίου πρέπει να είναι διαρκής δυνατότητα σε όλα τα όργανα.
Η αποτροπή της υπονόμευσης του διαλόγου εν’αναμονή μιας ψηφοφορίας (περίπτωση Επείγοντος) αποτελεί ένα σοβαρό ζήτημα. Η αποδυνάμωση του αποτελέσματος της ψηφοφορίας (πχ, μη δεσμευτικότητα) με κίνδυνο την ενίσχυση σεχταριστικών τάσεων αποτελεί μάλλον πρόβλημα, παρά λύση. Αντιστρόφως καταλληλότερη φαίνεται η ενίσχυση του συνθετικού διαλόγου (πχ, ενίσχυση της δεσμευτικότητας της ψηφοφορίας, όπως περιγράφεται παρακάτω).
Αντίστοιχα κι αντίστροφα, η απουσία χρονικού ορίου θεσπίζει το Βέτο επί της αλλαγής διαδικασίας ή επί της αλλαγής θέματος. Η προβολή Ορίου Βαθμίδας αποτελεί μια απάντηση, όπως αναλύθηκε παραπάνω.
Για τις Μη Επείγουσες προτάσεις ο συνδιασμός της απαίτησης κοινής συναίνεσης για την τοποθέτηση χρονικού ορίου και της δυνατότητας μετάθεσης του ζητήματος σε συλλογικότερα όργανα (προβολής Ορίου Βαθμίδας) οποιαδήποτε στιγμή αν δεν έχει συμφωνηθεί χρονικό όριο διασφαλίζει ότι κάθε θέμα συζήτησης και η διάρκειά της είναι αποτέλεσμα κοινής συναίνεσης. Στο Συνέδριο το εκάστοτε ζήτημα παραμένει ανοιχτό για όσο δεν υπάρχει κοινή συναίνεση (Απόλυτη Πλειοψηφία) για την τοποθέτηση συγκεκριμένου χρονικού ορίου, όσο δεν εκδηλώνεται μια πλειοψηφική βούληση αρχειοθέτησής του ή για μετάβαση σε ψηφοφορία, εκτός αν πρόκειται για Αναθεωρητική πρόταση, οπότε αν δεν επιτευχθεί Απόλυτη Πλειοψηφία γίνεται έτσι κι αλλοιώς ψηφοφορία πριν την λήξη του Συνεδρίου.
Η προβολή αντικειμενικού ή η ύπαρξη κανονιστικού χρονικού ορίου (διαδικασίες Επείγοντος) που τοποθετείται στην λήξη της επόμενης συνέλευσης (μετά την ενημέρωση) αποκλείει την προβολή Ορίου Βαθμίδας.

Κατηγορίες χρονικών ορίων: Συναινετικά συμφωνημένο χρονικό όριο στην αρχή της συζήτησης ενός θέματος (ώρα λήξης ή κύκλοι τοποθετήσεων). Προβλεπόμενο όριο για Επείγοντα ζητήματα, η λήξη της επόμενης συνεδρίασης μετά την ενημέρωση για την πρόταση όταν πρόκειται για Νέα πρόταση ή για πρόταση Αναθεώρησης απόφασης υπόλογου οργάνου ή για Ένσταση και πριν την επόμενη εφαρμογή μιας απόφασης όταν πρόκειται για Αναθεωρητική πρόταση που φτάνει στο Γενικό Πολιτικό Συμβούλιο ως Οριστική Βαθμίδα.

-Συνέδριο, στρατηγική και τακτική.

Η διάκριση Στρατηγικής-Τακτικής ως κριτήριο είναι παρελκυστική νοηματικά και μόνο τυπικά μπορεί να θεσπιστεί, όπως εμφανίζεται πχ στην ατζέντα της 1ης Δεσμευτικής. Η κρισιμότητα έγκειται στην υποκειμενική αντίληψη κάθε πολιτικής συλλογικότητας. Ωστόσο, μπορεί να λειτουργεί μια τυπική διάκριση. Η Ολομέλεια πχ έχει όλο τον προσυνεδριακό χρόνο για να συζητήσει Νέες προτάσεις επί των ΑΡΧΩΝ, των ΘΕΣΕΩΝ και της ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ. Έτσι, στο Συνέδριο τα μόνα ζητήματα που αντιμετωπίζονται ως Επείγοντα είναι οι Ενστάσεις και οι Αναθεωρητικές προτάσεις, που κατατίθενται άμεσα ή μεταφέρονται από το Γενικό Πολιτικό Συμβούλιο και οι Νέες προτάσεις ΤΑΚΤΙΚΗΣ ή ΔΟΜΗΣ εφόσον ανταποκρίνονται σε ήδη ληφθείσες Συνεδριακές αποφάσεις. Για παράδειγμα, η Αναθεώρηση Στρατηγικής μπορεί να έχει χαρακτήρα Επείγοντος, ενώ η διαμόρφωση Στρατηγικής για ένα νέο πεδίο, όχι. Η διαμόρφωση νέας ΤΑΚΤΙΚΗΣ για την υλοποίηση της συμφωνημένης ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ μπορεί να έχει χαρακτήρα Επείγοντος.
Προτεινόμενη διαδικασία αλλαγής Στρατηγικής: Κατάθεση πρότασης στο Γενικό Συμβούλιο για Έκτακτη Συνδιάσκεψη ή για την ατζέντα του Συνεδρίου.

-Δεσμευτικότητα, θεμελιακές δραστηριότητες κι επιτρεπτές πρωτοβουλίες. Ενίσχυση της σύνθεσης και της συστράτευσης απέναντι στον τακτικισμό και τον σεχταρισμό. Συλλογική ευθύνη, αντιστροφή της αστικής δημοκρατίας.

«Οργάνωση είναι αυτό που μας έχει όλους»

«Αφορμαλισμός, η μη δέσμευση στις αποφάσεις. Οργάνωση σημαίνει συνέχεια θεωρίας και συνέχεια δράσης»
(Σχόλια συντρόφων στις διαδικασίες σύνθεσης της 2ης δεσμευτικής)

Η απόλυτη μη δεσμευτικότητα σημαίνει δικαιώματα δίχως υποχρεώσεις. Η συμφωνία οφείλει να είναι δεσμευτική, ως όρος πολιτικής συνέπειας. Η δεσμευτικότητα της συναίνεσης αποτελεί ένα ζήτημα και η δέσμευση της μειοψηφίας ένα ακόμα ζήτημα.
Κρίνουμε πολιτικά απαραίτητη και διαδικαστικά λειτουργική μια βασική διαβάθμιση μεταξύ Θεμελιακών Δραστηριοτήτων, αφενός, για τις οποίες απαιτείται η δέσμευση των συλλογικοτήτων στην βάση της δηλωμένης διαθεσιμότητάς τους και Επιτρεπτών Πρωτοβουλιών, αφετέρου, για τις οποίες δεσμεύονται μόνο οι συλλογικότητες που έχουν συμφωνήσει (ενώ υπάρχει και η μη ενεργητική συναίνεση) ή οι συλλογικότητες που έχουν ψηφίσει θετικά σε μια διαδικασία Επείγοντος. Οι αποφάσεις των Συνεδρίων και των Συνδιασκέψεων πρέπει να διευκρινίζουν τον χαρακτήρα των αποφάσεών τους και κάθε προβλεπόμενης δραστηριότητας πάνω σε αυτήν την διάκριση. Η δεσμευτικότητα στα Θεμελιακά ενισχύει την συνθετικότητα, κατοχυρώνοντας την κοινή ευθύνη. Όλες οι προτάσεις που κατατίθενται στα συμβούλια από τις συλλογικότητες, όταν δεν απαντούν σε προηγούμενο αίτημα συμβουλίου ή σε δεσμευτική απόφαση του Συνεδρίου αποτελούν αιτήματα Επιτρεπτής Πρωτοβουλίας. Αν δεν έχει κατατεθεί έστω μια συμφωνία με την κατατιθέμενη πρόταση, παρά μόνο γενική μη ενεργητική συναίνεση, τότε δίνεται έγκριση σε μια μεμονωμένη συλλογικότητα για την ανάληψη πρωτοβουλίας μόνο στην ειδική συνθήκη των χωροχρονικών αντικειμενικών εμποδίων ως λόγου μη ικανότητας δέσμευσης κι οπότε μη συμφωνίας έστω και μιας ακόμα συλλογικότητας. Ελάχιστος πρακτικός όρος, η συνεργασία τουλάχιστον ενός ατόμου άλλης συλλογικότητας για την σύσταση μιας ομάδας εργασίας (κανόνας, οι μικτές ομάδες εργασίας).

Συμπερασματικά:

Η αυτονομία προϋποθέτει κινηματική αυτοθέσπιση, δηλαδή, συλλογική συγκεκριμενοποίηση των συνεκτικών διεργασιών του αντικρατικού αγώνα με βάση τις πολύμορφες πραγματικές ανάγκες κι όχι απαραίτητα απλότητα. Θέσπιση της ετερονομίας για χάρη της απλότητας αποτελεί βήμα προς τον ολοκληρωτισμό. Πέρα από το δίπολο αφορμαλισμού κι ολοκληρωτισμού, να οικοδομήσουμε έναν ριζοσπαστικό συλλογικό τόπο που ν’ανταποκρίνεται στην επαναστατική διάθεση μας και στην συλλογική ευφυϊα μας.
Καμία διαδικασία δεν μπορεί να εγγυηθεί ολοκληρωτικά την εξαφάνιση των πολιτικών συγκρούσεων, αφού τα πολιτικά διακυβεύματα υπέρκεινται κάθε τυπικού. Οι συλλογικές συμφωνίες οφείλουν να δυναμώνουν την πολιτική ενότητα στον αγώνα.

Αναρχική Συλλογικότητα για την Μαχητική Προλεταριακή Ανασυγκρότηση

Μάρτης 2014