Αναρχική Συλλογικότητα για τη Μαχητική Προλεταριακή Ανασυγκρότηση
Προς τις συμμετέχουσες συλλογικότητες στην ΑΠΟ
Τοποθέτηση για την συνέχεια του διαλόγου της Α’ προσυνεδριακής συνάντησης
Τα ζητήματα που είχαμε αποφασίσει να λήξουμε στην Α’ προσυνεδριακή γνωρίζαμε όλοι ότι είναι τα κρισιμότερα για την συγκρότηση της ΑΠΟ, αφενός διότι αφορούν την προοπτική των πολιτικών δεσμών μας μέσα στην ΑΠΟ κι αφετέρου διότι έχουν εκφραστεί πάνω στα συγκεκριμένα ζητήματα θέσεις που κατατίθενται διαζευκτικά. Αν κι εμείς επιχειρήσαμε και απαντήσαμε στους προβληματισμούς που είχαν καταγραφεί, με μια συνολική πρόταση η οποία εκτιμούμε ότι έδινε στις αντιθέσεις τον ακριβή δημιουργικό χώρο που τους αναλογεί, τα διαφορετικά σκεπτικά άντιπαρατέθηκαν με πολιτικές οριογραμμές, αντιληπτικά απλουστευτικές κατά κύριο λόγο. Από τον διάλογο συμπαιράναμε ότι οι αντιθέσεις ήταν οριακές, όχι επειδή οι διαφορετικές μεθοδολογικές προτάσεις δεν μπορούν να συνυπάρξουν στο ίδιο Καταστατικό, αλλά επειδή το πολιτικό υπόβαθρό τους είναι σε μεγάλο βαθμό ριζικά διάφορο. Έτσι, αποτιμούμε τον διάλογο της διήμερης και επανατοποθετούμαστε πάνω στα σχετικά ζητήματα ξεκινώντας από την μερικά κοινή κι αποσπασματική πρόταση που καταγράφηκε, αναλύοντας με ευθύτητα τα πολιτικά διακυβεύματα, την κεκτημένη προοπτική και την δυναμική των διαφορετικών προτάσεων.
Για την δέσμευση στις Θέσεις και στην Στρατηγική:
Η πρόταση πάνω στην οποία συνδιαμορφώναμε περιελάμβανε σύμφωνα με τα Πρακτικά την δεσμευτική συναίνεση για ζητήματα Θέσεων και Στρατηγικής. Η επαναφορά του διαλόγου στην διαπραγμάτευση της δεσμευτικότητας γι’ αυτά τα ζητήματα, μετατοπίζει όλο το θέμα των τρόπων λήψης αποφάσεων στο αρχικό σημείο και μάλιστα με ένα αρνητικό δεδομένο για την άποψη που υπερασπίζεται την δεσμευτικότητα: Η συγκρότηση κοινών Θέσεων και Στρατηγικής βρίσκεται στον αέρα, ενώ για την Τακτική κατοχυρώνεται η μη δέσμευση της μειοψηφίας, η οποία όπως εξηγούμε παρακάτω συνεπάγεται επιπλέον την ελαχιστοποίηση της σύνθεσης. Συγκριτικά, η αποδοχή της μη δεσμευτικής συναίνεσης για την Στρατηγική και τις Θέσεις αποτελεί απείρως μεγαλύτερη υποχώρηση προς την εσωτερική πολυδιάσπαση απ’ότι η θέσπιση της ψηφοφορίας χωρίς δέσμευση της μειοψηφίας.
Εξαυτού, μια ενδεχόμενη επιμονή στην μη δεσμευτικότητα καθίσταται ρηξιακή. Ακόμα κι αν την αποδεχόμασταν τώρα, θα οδηγούσε σε διάλυση ευθύς αμέσως μόλις οι αντιπαρατιθέμενες κατευθύνσεις δοκιμάζονταν στον δρόμο. Ο ιδεαλιστικός πλουραλισμός δεν αντέχει στον αγώνα.
Όπως είχαμε κοινοποιήσει στην πρώτη δεσμευτική, είμαστε διατεθιμένοι να υποχωρήσουμε πλήρως στην ψηφοφορία αν θεσπιστεί η δεσμευτικότητα σε κάθε περίπτωση. Γιατί αν οι προσανατολισμοί μας συγκλίνουν προς την ενότητα στην δράση, θα είμαστε ικανοί να συνθέτουμε μ’ όποιον διαδικαστικό τύπο κι αν επιλέξουμε. Αν η κινητικότητα της ΑΠΟ πρέπει ν’ αποτελεί κύριο μέλημά μας, όπως πρόταξαν αρκετές συλλογικότητες, τότε απαιτείται απ’ όλους ν’ αφήσουμε πίσω τον κατακερματισμό.
Αναγνωρίζοντας τις εμμένουσες αντιρρήσεις αρκετών συλλογικοτήτων και την εξαρχής διαφωνία μιας πλειοψηφίας απέναντι στην ψηφοφορία για ζητήματα Θέσεων και Στρατηγικής, λαμβάνουμε ως βάση ολοκλήρωσης του αποφασιστικού διαλόγου για τους τρόπους λήψης αποφάσεων την πρόταση της δεσμευτικής συναίνεσης γι’αυτά τα ζητήματα, με ή χωρίς εξαιρέσεις. Άλλωστε, τουλάχιστον οι μισές συλλογικότητες έχουν τοποθετηθεί υπέρ της δέσμευσης στις Θέσεις και την Στρατηγική.
Θέσεις και Στρατηγική εντός κι εκτός Ιδρυτικής και Καταστατικού:
Η πρόταση δεσμευτικής συναίνεσης δεν αφορά μόνο τις Καταστατικές αποφάσεις για τα συγκεκριμένα ζητήματα, αλλά και τις Θέσεις και την Στρατηγική που θα είναι αναγκαίο να διαμορφώνονται από το Συνέδριο ή ίσως κι από αρμόδιες Συνδιασκέψεις, χωρίς ν’αλλάζουν το Καταστατικό.
Επιπρόσθετα, οι Θέσεις υπεισέρχονται στην διαρκή δραστηριότητα της ΑΠΟ. Το περιεχόμενο ενός πολιτικού κειμένου δεν μπορεί να θεωρηθεί ζήτημα Τακτικής, διότι τότε θα θεσπίζαμε τον τακτικισμό. Οπότε, δεν μπορεί να κριθεί δίχως ομοφωνία ή ειδικά με προδιαγεγραμμένη ψηφοφορία, πχ ως Επείγον, ακόμα κι αν πραγματικά είναι επείγον. Όπως έχουμε ήδη εξηγήσει στην ανάλυση της συνολικής πρότασής μας, είναι παράλογο να επιλέγονται οι Θέσεις με ψηφοφορία.
Προτείνουμε την επεξεργασία των επίκαιρων κειμένων (προκυρήξεις κλπ) από το Γενικό ή τα Τοπικά Συμβούλια (ενδεχομένως από μια από τις Ομάδες Εργασίας τους ή από μια αρμόδια Ομάδα Εργασίας αν δεν προβλέψουμε επιμέρους Συμβούλια) και ομόφωνη επικύρωση ή επιστροφή με επισημάνσεις από το Γενικό Συμβούλιο (κρίση απ’όλες τις συλλογικότητες πχ μέσω φόρουμ).
Για τον ορισμό του Βέτο και την απαγόρευσή του ως απάντηση στην μη λήψη απόφασης:
Αναγνωρίζουμε μέσα από την εμπειρία μας σε οριζόντιες συλλογικές διαδικασίες ότι με την απαίτηση ομοφωνίας η σύνθεση ενίοτε προσκρούει στις παθογένειες που μεταφέρει ο “χώρος” ως κομμάτι της κατακερματισμένης κοινωνίας. Εντούτοις, με τις συνθετικές-συναινετικές διαδικασίες έχουμε προφυλάξει την αυτονομία και την πολυμορφία των υποκειμένων μέσα στις διεργασίες συνοργάνωσης. Σήμερα που επιχειρούμε να αυτοοργανωθούμε πολιτικά σε μια συνθετότερη βαθμίδα, αποτελεί ζητούμενο η εξέλιξη αυτών των κατακτήσεων μ’έναν τρόπο που να ξεπερνάει τις εγνωσμένες δυστοπίες.
Η έννοια Βέτο έχει μπει στον οργανωτικό διάλογο ως απάντηση μέσα σε μια αφήγηση που κρίνει θεμιτή, αλλά αδιέξοδη την συλλογική εμπειρία της συνθετικής-συναινετικής μεθόδου. Η ακινητοποίηση της συλλογικής δράσης μέσα από περιχαρακώσεις σίγουρα αποτελεί ένα πρόβλημα, ωστόσο, η υϊοθέτηση του κυρίαρχου αντιληπτικού σχήματος που χωρίζει το συλλογικό σώμα σε πλειοψηφίες και μειοψηφίες, αντί να λύνει το πρόβλημα δείχνει έναν δρόμο που απομακρύνεται από την σύνθεση. Η διαφωνία όχι μόνο δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή οποσδήποτε ως πρόβλημα, αλλά αντιθέτως αποτελεί έναν καταλύτη της ζύμωσης και της διαλεκτικής σύνθεσης.
Εξάλλου, η χρήση του όρου Βέτο αποκαλύπτει μια έμμεση άρνηση της συναινετικής μεθόδου, αφού αναφέρεται σ’ένα εκλογικό σύστημα. Το Βέτο εφαρμόζεται σ’ένα διπλωματκό σώμα που αποφασίζει με ψηφοφορία. Η αρνητική εισαγωγή του όρου Βέτο στην συνθετική-συναινετική διαδικασία, μέσω της απαγόρευσής του, καταργεί πρακτικά αυτήν την διαδικασία και εισάγει άτυπα την πλειοψηφική κυριαρχία μέσα στον διάλογο. Το γεγονός ότι μέχρι στιγμής δεν έχει προταθεί από κανέναν η απαγόρευση του Βέτο κατά την ψηφοφορία (όπως συμβαίνει εκεί που έχει θεσπιστεί), διότι θεωρείται γενικώς αυτονόητο, δείχνει ότι η χρήση του όρου έχει σαφώς απαξιωτικό χαρακτήρα για την συναινετική μέθοδο και την εμπειρία μας στην οριζόντια συλλογικοποίηση.
Η σύνδεση της έννοιας Βέτο γενικά με την μειοψηφία, πολύ πέρα από την άρνηση του ενός, δεν αφήνει αμφιβολίες ότι το επίμαχο σημείο στην δαιμονοποίηση της διαφωνίας δεν είναι η επίμονη άρνηση κάποιου που δεν θέλει να συνθέσει, αλλά η πρόκριση της ελάχιστης προβλεπόμενης πλειοψηφίας, που μπορεί να τελματώνει την σύνθεση όπως κι η μεμονωμένη παρακόλληση του διαλόγου. Ωστόσο, η ταύτιση της ανισοβαρούς διαφωνίας με το Βέτο δεν μπορεί να αναγνωριστεί τυπικά παρά μόνο αν θεσπιστεί η ψηφοφορία για κάθε περίπτωση. Αντιλαμβανόμαστε την αιχμή γύρω από την έννοια Βέτο, μάλλον σαν υποστηρικτική επιχειρηματολογία για την αποδοχή της ψηφοφορίας ως λύση στις διαφωνίες, παρά ως συγκεκριμένη πρόταση.
Η άρνηση σύνθεσης αποτελεί σοβαρότερο και προθύστερο πρόβλημα από την άρνηση συναίνεσης. Η άρνηση σύνθεσης αποτελεί το ουσιατικό πρόβλημα, ενώ η μη λήψη απόφασης αποτελεί το επιφαινόμενο του σε μια συνθετική διαδικασία. Στην συναινετική διαδικασία καθένας και η πλειοψηφία, μπορεί να θέτει αδιαπραγμάτευτους όρους, μπλοκάροντας την λήψη απόφασης. Η εμπλοκή προϋποθέτει δυο ανταγωνιστικές πλευρές. Η ψηφοφορία κατοχυρώνει στην πλειοψηφία το μονοπώλιο να θέτει αδιαπραγμάτευτους όρους, περιορίζοντας την σύνθεση κι ωστόσο να λαμβάνονται αποφάσεις.
Η απόφαση με την μαζικότερη αποδοχή δεν είναι εκείνη που εκφράζει μια πλειοψηφία ισχυρότερη από το σύνολο των μειοψηφιών, αλλά εκείνη που εκφράζει την συνθετικότερη πρόταση. Πρόκειται για μια δυναμική διεργασία. Ορθώς λοιπόν, ορισμένοι σύντροφοι λένε ότι η συλλογική αποφασιστικότητα αποτελεί ζήτημα κουλτούρας κι όχι κανονιστικού τυπικού. Κι εδώ να προσθέσουμε ότι η μη δέσμευση ενισχύει τον κατακερματισμό ενάντια στην συνθετικότητα.
Πάραυτα, η επίμονη άρνηση του ενός, ο [-1], εκφράζει την μηδενική σύνθεση και γι’αυτό προτείνουμε την υπερκέρασή του σε όλα τα ζητήματα εκτός Καταστατικού. Ο τρόπος απεμπλοκής από την άρνηση του ενός είναι η θέσπιση της μετάβασης σε ψηφοφορία που δεσμεύει και την μειοψηφία μετά από κοινή συναίνεση όλων πλην ενός (Hung Jury των [ν-1]) εφόσον και η συναίνεση είναι δεσμευτική. Με την θέσπιση της μετάβασης σε ψηφοφορία μετά από κοινή συναίνεση όλων πλην ενός, αν μόνο ένας δεν συναινεί η συλλογική πρόταση εγκρίνεται χωρίς ν’ απαιτείται εξαίρεση από την δεσμευτικότητα.
Στην συνέχεια θα δούμε κατά περίπτωση ότι η δυνατότητα μετάβασης σε ψηφοφορία μετά από συναίνεση όλων ή όλων πλην ενός απαντάει σε διάφορα προβλήματα επιπλέον της μεμονωμένης άρνησης και προσφέρει ένα σύνολο δυνατοτήτων στις διάφορες διαδικαστικές συνθήκες.
Για το αίτημα εξαίρεσης από την δέσμευση στις Θέσεις και την Στρατηγική:
Αν θεσπίζαμε την απαγόρευση του Βέτο στην συνθετική-συναινετική διαδικασία, η θέσπιση της εξαίρεσης από την δεσμευτικότητα στις Θέσεις και την Στρατηγική θα ήταν μια απαράδεκτη αναπαραγωγή διαλυτικών τάσεων. Η δυνατότητα για αίτηση παραμονής με τους δικούς τους όρους όποιων θα ήθελαν να μην δεσμεύονται, ακόμα κι αν δεν γίνει ποτέ αποδεκτό ένα αίτημά τους θεσπίζει μια αξιολογική επίφαση. Όποιοι θα ήθελαν να μην ομοφωνούμε στις Θέσεις και να μην δεσμευόμαστε στην Στρατηγική θα εμφανίζονταν σα να υποχρεώνονται σε έξοδο ή σε υποταγή και θα μπορούσαν να παρουσιάζουν τους υπόλοιπους σαν σχισματικούς.
Στην δεσμευτική συναίνεση χωρίς θέσπιση απαγόρευσης Βέτο η δυνατότητα αίτησης μη δεσμευτικής συναίνεσης απεμπλέκει την οργάνωση από την αδυναμία σύνθεσης, με κόστος όμως την μη δέσμευση σε ζητήματα Θέσεων και Στρατηγικής όποιων το θελήσουν, δηλαδή την θέσπιση μιας δυνατότητας παθητικής υπονόμευσης των συλλογικών προσανατολισμών ή κι ανοιχτής αντιπαράθεσης απέναντι στις θέσεις της ΑΠΟ. Επιπλέον, οι αιτούντες μη δέσμευση θα μπορούσαν να αντιστρέφουν την άρνηση συναίνεσης εμφανίζοντας ως υπεύθυνους για την μη λήψη απόφασης εκείνους που “επιβάλουν” την δεσμευτικότητα. Η Καταστατική συμφωνία που θα παρουσιάζεται ως “επιβολή” (λέξη που χρησιμοποιήθηκε στην προσυνεδριακή κατά κώρον κι επιθετικά, σε μια αξιακή διάσταση), θα φαίνεται ακόμα πιο άδικη από την προηγούμενη περίπτωση, εφόσον δεν θα έχει θεσπιστεί απαγόρευση άρνησης συναίνεσης.
Η αναφορά στην προσχηματικότητα της ελεύθερης υπακοής στο φιλελεύθερο κράτος, για να υποτιμηθεί η δεσμευτικότητα ως συλλογική αυτοθέσμιση, είναι παντελώς άστοχη από μια ελευθεριακή ταξική σκοπιά. Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία η επιβολή δεν έγγυται αφηρημένα στην ισχύ των αντιπροσώπων και στη νομιμοφροσύνη της μειοψηφίας, αλλά κατά βάση στο δεδομένο ότι πρόκειται για ανάθεση στο κράτος και λειτουργικά στο δεδομένο ότι οι ψηφοφόροι είναι οικονομικά εξαρτημένοι από το κράτος, που έτσι κι αλλιώς επιβάλλεται με την βία.
Έτσι κι αλλιώς, κάθε αποφασιστική συμφωνία εμπεριέχει μια δέσμευση. Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν δεσμευόμασται στις αποφάσεις μας, αλλά σε ποιό βαθμό θέλουμε ν’αποφασίζουμε και να δρούμε από κοινού για να δυναμώσουμε την αυτοοργανωμένη επαναστατική πάλη.
Αντιλαμβανόμαστε ότι η θέσπιση δυνατότητας εξαίρεσης από την δέσμευση στις Θέσεις και την Στρατηγική αποτελεί μια δυνατότητα που δεν αντίκειται στις συμφωνημένες Αρχές και δεν είναι αρκετή για να σπάσει την δεσμευτικότητα, αλλά πολιτικά αντιφάσκει προς τους ήδη συμφωνημένους Στόχους της ΑΠΟ για το κίνημα και την οργάνωση και θα υπονομεύσει τον συνθετικό διάλογο και την συνοχή της ΑΠΟ.
Εντάσουμε όμως την συγκεκριμένη πρόταση σε μια εκδοχή για την Τακτική (παρακάτω).
Για την σχέση Στρατηγικής και Τακτικής με βάση την συζητούμενη πρόταση:
Ας αναλύσουμε με ευθύτητα το νόημα και τις συνέπειες της συνθετικής πρότασης που συζητούσαμε. Είχαμε αφενός μια ευρύα αποδοχή της απαίτησης για δεσμευτική συναίνεση στις Θέσεις, την Στρατηγική και την Δομή και συγχρόνως μια ευρύα συμφωνία στην μη δέσμευση των διαφωνούντων στην Τακτική και την διαμόρφωσή της πλειοψηφικά σε κάθε περίπτωση. Έχουμε δηλαδή κατοχυρώσει την αφηρημένη δέσμευση σε μια συμπαγή πολιτική, στρατηγική και οργανωτική βάση και την πρωτοβουλιακότητα επί της τακτικής. Η πολιτική συνέπεια των συλλογικοτήτων θα κρίνεται από την ικανότητα διαμόρφωσης δεσμευόμενων πλειοψηφιών στις κατατιθέμενες προτάσεις ή από την συμμετοχή σε δεσμευόμενες πλειοψηφίες, αλλά και από την διαθεσιμότητα των μη δεσμευόμενων μειοψηφιών και την ικανότητα των πλειοψηφιών να εμπλέξουν στην δράση τις μειοψηφίες. Το αποτέλεσμα θα είναι η έντονη κινητικότητα και η πολυμορφία πάνω σε κοινούς άξονες, αλλά με ενδεχόμενη προβληματική εξέλιξη στην πρακτική ενότητα, δηλαδή, συντήρηση του κατακερματισμού. Ως ελλείματα διαπιστώνουμε την απουσία δέσμευσης σε όλα τα θέματα Τακτικής (επείγοντα και μη) και την απουσία απαίτησης σύνθεσης στα μη επείγοντα θέματα Τακτικής.
Κρίνουμε την πρόταση για δυνατότητα δεσμευτικής συναίνεσης πριν από μια ψηφοφορία ως αδιάφορη. Η θέσπιση της ψηφοφορίας ως συνέχεια της μη συναίνεσης καθιστά αποτρεπτικά ελέγξιμη την δεσμευτική συναίνεση. Πρακτικά, όταν ακολουθεί ψηφοφορία σε περίπτωση μη συναίνεσης, η δεσμευτικότητα ή μη της συναίνεσης θα είχε διαφορά μόνο αν υπήρχε απόλυτη ομοφωνία στην δέσμευση ή στην μη δέσμευση. Με δεσμευτικότητα στην συναίνεση, όπως καταγράφτηκε στην πρόταση του διημέρου, όποιοι θέλουν να μη δεσμευτούν οδηγούν σε ψηφοφορία με δυνατότητα παρακόλλησης της ζύμωσης, εφόσον δεν δεσμεύεται η μειοψηφία. Χωρίς δεσμευτικότητα οι υπέρμαχοι της δέσμευσης οδηγούν σε ψηφοφορία ώστε να δεσμευτεί τουλάχιστον μια πλειοψηφία. Άρα η πρόβλεψη δυνατότητας δεσμευτικής συναίνεσης πριν την προσφυγή στην ψηφοφορία στην οποία δεν δεσμεύεται η μειοψηφία, όπως είναι η πρόταση του διημέρου για την Τακτική, αποτελεί ευχολόγιο δίχως αντικειμενική στήριξη. Ενώ, αν η μειοψηφία δεσμευόταν, όπως προτείναμε (η ΑΣΜΠΑ) για τα Θεμελιακά ζητήματα, θα δινόταν κίνητρο σύνθεσης. Εκεί που με ειλημένες αποφάσεις Συνεδρίου θ’απαιτούνταν να στεκόμαστε όλοι μαζί, κανείς δεν θα είχε λόγο να ακολουθεί μια απόφαση που δεν θα τον εξέφραζε, αφού θα είχε την δυνατότητα να συνδιαμορφώσει.
Στην συνολική πρόταση που είχαμε καταθέσει προβλέπαμε Επιτρεπτές Πρωτοβουλίες σύμφωνα με Συνεδριακές αποφάσεις, που δεν θα δεσμεύουν τουλάχιστον την μειοψηφία. Αλλά όπως είπαμε στην διήμερη, θεωρούμε ως αρμό της ενότητας στον αγώνα την δέσμευση του συνόλου για τα Θεμελιακά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένου της Τακτικής κι ανεξάρτητα από τον τρόπο λήψης απόφασης, σύμφωνα με Συνεδριακές αποφάσεις. Στην εξέλιξη του διαλόγου, με δεδομένο ότι την δεσμευτικότητα στην Τακτική την προτάξαμε ένας μικρός αριθμός συλλογικοτήτων, αναγνωρίσαμε ως συνθετικότερη πρόταση για τα ζητήματα Τακτικής την ψηφοφορία με μη δέσμευση της μειοψηφίας. Στην ίδια βάση τοποθετούμαστε και τώρα.
Για την Τακτική:
Εμμένουμε ότι η πρόταση που καταθέσαμε απαντάει στο σύνολο των προβληματισμών που έχουν καταγραφεί από τις συλλογικότητες, ακριβώς επειδή συνθέτει δυνατότητες αντί να προσκολλάται σε διαζεύξεις. Στο συνθετικό αποτέλεσμα της ανάλυσής μας δεν συγχέονται οι διαφορετικές μέθοδοι, αλλά συγκεκριμενοποιούνται οι πιθανές συνθήκες σύμφωνα με τις επεκφρασμένες προτάσεις των συλλογικοτήτων και την εμπειρία μας, διαβαθμίζοντας τις επιλογές. Ωστόσο, αποτελεί πεποίθησή μας ότι καμία πρόταση δεν θα μπορούσε να συγκεράσει αντίθετα πολιτικά σκεπτικά καθαυτά. Θεωρούμε ότι η πρότασή μας απηχεί μ’ένα ανοιχτό πνεύμα την πολιτική θέση ότι σκοπός της οργάνωσης είναι η ενότητα που θεμελιώνεται στην συνθετικότητα και στην δεσμευτικότητα.
Προχωρώντας από την παρούσα συνθετική βάση διαλόγου θα επικαιροποιήσουμε ορισμένες από τις αρχικές προτάσεις μας, εκτιμώντας συγχρόνως τις εναλλακτικές που κατατέθηκαν στην διήμερη, για ν’απαντήσουμε στα εκκρεμή σημεία με τρόπο προωθητικό.
Στην ανάλυση που κοινοποιήσαμε πριν την διήμερη εξηγήσαμε ότι η θέσπιση διαδικασιών υπερπήδησης των διαφωνιών είναι βάσιμη όταν τίθενται αντικειμενικά χρονικά όρια και μόνο τότε, οπότε και θα πρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις στις οποίες ίσως να μην συμφωνεί το σύνολο των συλλογικοτήτων κι ίσως ακόμα να μην προϋποθέτουν την συμμετοχή όλων (Επιτρεπτές Πρωτοβουλίες), αλλά θα έχουν περιορισμένη ισχύ. Η διάκριση του επείγοντος έχει υποστηριχθεί κι από άλλες συλλογικότητες κι έτσι βρίσκεται ήδη μέσα στην κοινή συζήτηση. Έτσι κι αλλιώς εκκρεμεί μια κοινή απάντηση για τον τρόπο και τον χρόνο περάσματος σε ψηφοφορία, που παραμένουν απροσδιόριστα. Η πρότασή μας είναι η δυνατότητα κατάθεσης κάθε πρότασης επί της Τακτικής είτε ως Επείγον ζήτημα και λήψη απόφασης με την αντίστοιχη διαδικασία που έχουμε προτείνει επακριβώς, είτε ως Μη Επείγον και λήψη απόφασης με συναίνεση ή με ψηφοφορία που δεν δεσμεύει την μειοψηφία μετά από κοινή συναίνεση όλων ή όλων πλην ενός (Hung Jury με [ν-1]). Επισημαίνουμε ότι και στις δυο περιπτώσεις έχουμε αποδεχτεί την μη δέσμευση της μειοψηφίας.
Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις για την μετάβαση σε ψηφοφορία, εκτός του ότι διευρύνουν το πεδίο σύνθεσης περιορίζοντας την προδιαγεγραμμένη μετάβαση σε ψηφοφορία αποκλειστικά στα επείγοντα ζητήματα, για τα οποία επίσης δίνεται επαρκής χρόνος σύνθεσης, επιπλέον, προσδιορίζουν με σαφήνεια το πότε και πως αλλάζει η διαδικασία και δίνουν μεγαλύτερη ευελιξία. Οι τρεις κύκλοι τοποθετήσεων που ορίζει η μοναδική άλλη καταγεγραμμένη πρόταση μπορεί να κριθούν σε πραγματικό χρόνο είτε ως χρονοτριβή είτε ανεπαρκέστατοι. Οι τρεις κύκλοι τοποθετήσεων ενίοτε θα ήταν επαρκείς για μια διαπραγμάτευση, αλλά σίγουρα είναι μηδαμινός χρόνος για σύνθεση και συνδιαμόρφωση. Το περιθώριο μιας ολόκληρης συνεδρίασης για τα Επείγοντα, σε συνδιασμό με την δυνατότητα τοποθέτησης χρονικού ορίου (που θα μπορούσε να είναι και τρεις κύκλοι) κατόπιν κοινής συναίνεσης (με [ν-1]), την οποία εξακολουθούμε να προτείνουμε για κάθε περίπτωση και την δυνατότητα μετάβασης σε ψηφοφορία οποιαδήποτε στιγμή μετά από κοινή συναίνεση (με [ν-1]), καλύπτουν τα υπαρκτά υποθετικά σενάρια με τρόπο απλό. Ας σημειωθεί εδώ ότι η δυνατότητα του Hung Jury όταν η ψηφοφορία είναι προαποφασισμένη λειτουργεί υπέρ μιας κοινά αποδεκτής επίσπευσης παρότι οι συσχετισμοί διαγνώσκονται κατά την διάρκεια του διαλόγου. Αποτελεί ρύθμιση ευνοούσα τον διάλογο σε σύγκριση με την πρόταση τριων κύκλων, αλλά και πιο ανοιχτή στην επιλογή της στιγμής της ψηφοφορίας.
Αν θεσπιστούν οι όροι του Επείγοντος για την ψηφοφορία και τα μη επείγοντα ζητήματα Τακτικής περάσουν στην δεσμευτική ή κι ορισμένα στην μη δεσμευτική συναίνεση (Επιτρεπτές Πρωτοβουλίες) με θέσπιση της τελευταίας ή με πρόβλεψη κατά περίσταση ομόφωνης εξαίρεσης από την δεσμευτικότητα, θα στηριχθεί η ενότητα στην δράση χωρίς να περιοριστεί η κινητικότητα (Επείγοντα) και θα ενισχυθεί η οργανωτική πλαστικότητα (μη δεσμευτική συναίνεση για τις Επιτρεπτές Πρωτοβουλίες με δυνατότητα Hung Jury και εγγυημένη δέσμευση της πλειοψηφίας όταν δεν υπάρχει ομόφωνη έγκριση πρωτοβουλιακής δέσμευσης, στην μια εκδοχή, ή δεσμευτική συναίνεση με δυνατότητα ομόφωνης εξαίρεσης μέρους των συλλογικοτήτων, στην άλλη εκδοχή). Με την πρώτη εκδοχή, παράγεται μια ασύμμετρη επιλογή μεταξύ μη δεσμευτικής συναίνεσης και δεσμευτικής ψήφου για την πλειοψηφία στα μη δεσμευτικά Επείγοντα (Επιτρεπτές Πρωτοβουλίες). Προκειμένου να μην αποτραπεί η μη δέσμευση της πλειοψηφίας μπορεί να εκφραστεί άρνηση συναίνεσης από κάποιον που προτίθεται να εγκρίνει μια πρόταση κι οπότε αυτή να εγκριθεί με ψηφοφορία μόνο αν η πλειοψηφία είναι διατεθιμένη να δεσμευτεί, όπως θα συμβαίνει αν αφήσουμε όλα τα ζητήματα Τακτικής στην ψηφοφορία. Αλλά η συγκεκριμένη εκδοχή προσφέρει επιπλέον την δυνατότητα να παίρνονται ενισχυτικές ή δευτερεύουσες πρωτοβουλίες από μικρά μέρη της ΑΠΟ με ομόφωνη απόφαση.
Με το Hung Jury στην μη δεσμευτική συναίνεση αρκεί ένας για να συναρτήσει μια ενδεχόμενη απόφαση με την δέσμευση μιας πλειοψηφίας εκ’των συναινούντων, ακριβώς όπως συμβαίνει και στην εκδοχή που δεν προβλέπει μη δεσμευτικά ζητήματα, αλλά θεσπίζει την περιστασιακή εξαίρεση. Οπότε, το Hung Jury δίνει την δυνατότητα δεσμευτικής ή μη συναίνεσης σε ορισμένα θέματα (από τις Επιτρεπτές Πρωτοβουλίες) με προταιρεότητα στην δεσμευτικότητα των συμφωνούντων, αφού για την μη δεσμευτική απόφαση απαιτείται ομοφωνία, ενώ για την δεσμευτική απαιτείται συμφωνία όλων ή όλων πλην ενός [ν-1] στην δεσμευτικότητα και πλειοψηφική στην πρόταση.
Μια πρόταση πλησιέστερη στην καταγεγραμμένη από το διήμερο, απλούστερη στην διατύπωση, αλλά μάλλον απαιτητικότερη στην εφαρμογή της μέσα στις Συνεδριακές αποφάσεις, θα ήταν η υπαγωγή στην δεσμευτική συναίνεση μόνο των Θεμελιακών Μη Επειγόντων ζητημάτων.
Συνοπτικά, προτείνουμε τρεις εναλλακτικές εκδοχές της πρότασης για την Τακτική:
1. Διάκριση Επειγόντων-Μη Επειγόντων και Θεμελιακών δραστηριοτήτων-Επιτρεπτών Πρωτοβουλιών (η αρχική πρότασή μας, αλλά με μη δέσμευση της μειοψηφίας σε κάθε περίπτωση ψηφοφορίας για ζητήματα Τακτικής).
2. Διάκριση Επειγόντων-Μη Επειγόντων και δυνατότητα μη δεσμευτικής συναίνεσης με ομόφωνη εξαίρεση.
3. Διάκριση μόνο των Θεμελιακών Μη Επειγόντων ζητημάτων.
Και στις τρεις περιπτώσεις θεσπίζεται μια διάκριση Επείγοντος. Στην πρώτη και στην τρίτη θεσπίζεται επιπλέον μια διάκριση Θεμελιακών δραστηριοτήτων, που δεν έχει συζητηθεί στην ΑΠΟ μέχρι τώρα. Η τρίτη πρόταση είναι απλούστερη από την πρώτη, αλλά δεν αφήνει την δυνατότητα της μη δεσμευτικής συναίνεσης, δηλαδή, την έγκριση πρωτοβουλιών για την οργάνωση για τις οποίες μπορεί να αρκεί μια μικρή συμμετοχή. Η μεταφορά των Μη Επειγόντων Θεμελιακών στην δεσμευτική συναίνεση χωρίς θέσπιση Μη Επειγόντων Επιτρεπτών Πρωτοβουλιών (πεδίο μη δεσμευτικής συναίνεσης) προϋποθέτει μια μονόπλευρη υποχώρηση των υπέρμαχων της μη δεσμευτικής πρωτοβουλίας. Ενώ η πρώτη πρόταση προϋποθέτει μια αμοιβαία υποχώρηση (δεσμευτική συναίνεση για τα Θεμελιακά, έναντι μη δεσμευτικής συναίνεσης για τις Επιτρεπτές Πρωτοβουλίες και με την δυνατότητα της δικλείδας του Hung Jury), που αφενός δίνει περισσότερες δυνατότητες κι εχέγγυα και στα δυο πολιτικά σκεπτικά για την δεσμευτικότητα, αλλά αφετέρου σημαίνει πιο ευέλικτη ρύθμιση των αντιληπτικών συνοριογραμμών.
Η πρώτη και η τρίτη πρόταση απαιτούν τον χαρακτηρισμό των αιτημάτων κάθε Συνεδριακής απόφασης ως Θεμελιακών ή μη. Άρα, κρίνουμε μάλλον δύσκολη την επίτευξη μιας συμφωνίας σε μια από αυτές τις δυο προτάσεις. Πάραυτα, τις κοινοποιούμε προς συλλογική εκτίμηση.
Η δεύτερη πρόταση μπορεί να υλοποιηθεί με την θέσπιση της δυνατότητας αίτησης μη δέσμευσης, όπως προτάθηκε στο διήμερο (και το μεταφέρουμε αποκλειστικά στην Τακτική), που σημαίνει αποδοχή μιας γενικής δυνατότητας (κι όχι μόνο του ενός) μη δέσμευσης σε επιμέρους Τακτικές με όρο την υπαγωγή των Μη Επειγόντων προτάσεων στην δεσμευτική συναίνεση χωρίς προδιαγεγραμμένη μετάβαση σε ψηφοφορία, παρά μόνο μετά από κοινή συναίνεση ([ν-1]). Η συγκεκριμένη επιλογή ενισχύει την ενωτική δυναμική περιορίζοντας την ψηφοφορία στις χρονικές συνθήκες που την δικαιολογούν, ενώ συγχρόνως επιτρέπει την ανάληψη πρωτοβουλιών που θα κρίνεται συλλογικά και κατά περίπτωση ότι δεν είναι απαραίτητο να δεσμεύουν το σύνολο κι ίσως ούτε την πλειοψηφία.
Η θέσπιση της διάκρισης Επειγόντων και Μη δεν περιπλέκει τις Συνεδριακές αποφάσεις, αφού ορίζεται από το αποφασιστικό πλαίσιο και δεν χρήζει προσδιορισμού σύμφωνα με συγκεκριμένες στρατηγικές.
Παρόλαυτα, αν επιλεγεί συλλογικά το συγχωνευτικό σχήμα της προδιαγεγραμμένης μετάβασης σε ψηφοφορία για όλα τα Τακτικά ζητήματα στις περιπτώσεις μη συναίνεσης, θα επιμείνουμε στο βασικό χρονοδιάγραμμα της μιας συνεδρίασης με δυνατότητα τοποθέτησης χρονικού ορίου ή και άμεσης ψηφοφορίας. Μ’αυτό το πλαίσιο, η μη θέσπιση μη δεσμευτικών συναινετικών διαδικασιών αναπληρώνεται ενμέρει από την θέσπιση της ψηφοφορίας για όλα τα τακτικά ζητήματα (ανεξαρτήτως επείγοντος). Οι συσχετισμοί των απόψεων πάνω στην δεσμευτικότητα ήταν αρκετά πολωμένοι κατά την Α’προσυνεδριακή. Με τις προτάσεις μας επιχειρούμε να συνθέσουμε τους αντιπαρατιθέμενους προσανατολισμούς. Όμως, κι η μέση λύση που ίσως να ικανοποιεί τους λιγότερους συνιστά μια λύση.
Η δέσμευσή μας στο αναρχικό επαναστατικό κίνημα και η ικανότητά μας να συνθέτουμε κρίνονται κάθε μέρα και θα κριθούν και στην ΑΠΟ μέσα από τους κοινούς μας αγώνες.
Για τις αποφάσεις Δομής:
Πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα σύστασης έκτακτων Ομάδων Εργασίας και έκτακτων διαδικασιών. Άρα, έχουμε τρεις κατηγορίες ζητημάτων Δομής:
Α.Καταστατικού, για τα οποία προτείνουμε την δυνατότητα περάσματος σε ψηφοφορία μόνο με απόλυτη ομοφωνία (Hung Jury με [ν]). (Η περίπτωση της επιλογής με ψηφοφορία μεταξύ εναλλακτικών συντάξεων των Καταστατικών αποφάσεων αποτελεί μόνο μια δευτερεύουσα κι όχι απαραίτητη εφαρμογή του Hung Jury).
Β.Τρέχοντα, για τα οποία προτείνουμε την δυνατότητα περάσματος σε ψηφοφορία με κοινή συναίνεση όλων πλην ενός (Hung Jury με [ν-1]). (Εδώ το Hung Jury απαντάει στο ζήτημα της μεμονωμένης άρνησης σύνθεσης, προστατεύοντας την δεσμευτικότητα για όλους, όπως για τις Θέσεις και την Στρατηγική).
Γ. Επείγοντα, με σχετική πλειοψηφία. (Μη δέσμευση της μειοψηφίας, αλλά με τον όρο διασφάλισης της λειτουργίας των οργάνων της ΑΠΟ, όπως προτάθηκε στο διήμερο).
Για την αντιπαραθετικότητα της αυτόνομης δράσης των συλλογικοτήτων σε σχέση με τις αποφάσεις της ΑΠΟ:
Η διαφορετικότητα μπορεί να είναι από γόνιμη μέχρι διαλυτική. Η διαφωνία προς την αποφασισμένη Τακτική πρέπει να καταγράφεται και να συμμετέχει στον αναστοχασμό κατά και μετά την δράση. Η ανταγωνιστικότητα και η έμμεση αντιπαράθεση προς την ΑΠΟ μέσα από την ΑΠΟ είναι απαράδεκτες.
Η αντιπαραθετικότητα κρίνεται συλλογικά μέσα στην ΑΠΟ. Δεν αρκεί το Καταστατικό, ο κανόνας, αλλά απαιτείται διαρκής κρίση επί του συγκεκριμένου. Η σχέση της διαφωνίας με την ομοσπονδιακή απόφαση κρίνεται μέσα στον συνθετικό διάλογο.
Εμβαθύνοντας στις συνθετικές διαδικασίες:
Συμφωνούμε στην πρόταση ορισμένων συλλογικοτήτων να αποσαφηνίσουμε τις συναινετικές διαδικασίες. Η σχέση των διαφωνιών, της αυτονομίας των συλλογικοτήτων και της παραγωγικότητας της ΑΠΟ αποτελεί μέρος ενός τέτοιου διαλόγου.
Επίσης, χρειάζεται να προσδιορίσουμε μια συλλογική διαδικασία διαμόρφωσης προτάσεων προς ψήφιση, εφόσον θεσπιστεί η ψηφοφορία για κάποια ζητήματα. Αφού η ψηφοφορία ακολουθεί τον συνθετικό διάλογο, ο τρόπος συνδιαμόρφωσης και κατάθεσης τελικών προτάσεων θα πρέπει να εκφράζει το κεκτημένο συνθετικό δυναμικό.
Και μια διόρθωση στην αρχική πρότασή μας:
Στην παράγραφο 10.3 προστίθεται η φράση “…εκτός αν αφορούν ήδη ληφθείσες αποφάσεις του Συνεδρίου”.
Στην παράγραφο 10.4 προστίθεται η φράση “…εκτός αν αφορούν ήδη ληφθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου”.
Τροποποιούμε δηλαδή, την αρχική πρότασή μας στο σημείο που λέγαμε ότι “η Αναθεώρηση Στρατηγικής μπορεί να έχει χαρακτήρα Επείγοντος”. Θεωρούμε ότι οι αποφάσεις επί της Στρατηγικής σε κάθε περίπτωση πρέπει να λαμβάνονται με δεσμευτική γενική συναίνεση ή με ψηφοφορία μόνο μετά από κοινή συναίνεση όλων πλην ενός, ακόμα κι αν αφορούν επείγουσες καταστάσεις.
Πολιτικό σχόλιο σχετικά με τον “δημοκρατικό συγκεντρωτισμό”:
Είναι γεγονός ότι το πρόταγμα για ενότητα στην δράση αποτελεί κεντρικό άξονα της “αυθεντικής” λενινιστικής πολιτικής. Αλλά η συγκεκριμένη έννοια δεν επινοήθηκε από τους μπολσεβίκους. Η ενότητα στην δράση αποτελεί βασικό κανόνα κάθε πολεμικής στρατηγικής κι αυτό εξηγήθηκε αναλυτικά από τον πρώτο σύγχρονο θεωρητικό του πολέμου, τον Κλαούζεβιτς, όπως και η ενότητα σκοπών και μέσων. Η ενότητα σκοπών και μέσων στον πόλεμο συνεπάγεται την ενότητα στην δράση. Ο ένας κανόνας εξάγεται από τον άλλον. Ειδικά στον ταξικό πόλεμο, η ενότητα στην δράση για τον ελευθεριακό κουμουνισμό εκφράζει επιπλέον την αυταξία της προλεταριακής-κοινωνικής αλληλεγγύης κι εκπηγάζει από τις κατεστημένες συνθήκες κατακερματισμού. Η ενότητα στην δράση εφαρμόστηκε στις γραμμές της ελευθεριακής κουμουνιστικής επανάστασης την ίδια εποχή που εγκαθιστώταν η μπολσεβίκικη κυριαρχία και μάλιστα, ανταγωνιστικά προς αυτήν, από τους αναρχικούς κομμουνάρους της Ουκρανίας.
Στην Μαχνοβτσίνα, στην εξεγερμένη Κρονστάνδη και στις αναρχικές πολιτοφυλακές της Ισπανίας του ’36 η αυτοπειθαρχία στις συλλογικές αποφάσεις ήταν αυτονόητη για τους επαναστάτες. Το ίδιο το εργατικό κίνημα είχε προσδόσει μέσα από την εμπειρία του νέο ριζοσπαστικό νόημα και νέες μορφές στην ενότητα.
Και μήπως για τους επαναστατημένους του ’36 τα ελλείματα οργανωτικής ενότητας και στρατηγικής κινητικότητας (η δεύτερη προϋποθέτει την πρώτη) δεν ήταν ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες ώστε η εθνικιστική αντεπανάσταση της Ισπανίας να καταφέρει να αναπτυχθεί και να επιβληθεί παρότι ξεκίνησε από δυο μικρούς θήλακες¹;
Στην διήμερη συνάντηση αναφέραμε ως παράδειγμα ότι αν κάποια στιγμή διαφωνούσαμε σε μια απόφαση όλων των άλλων συλλογικοτήτων η οποία ίσως έθετε σε μεγάλο κίνδυνο τους συντρόφους ή και την ΑΠΟ καθαυτή, θα θεωρούσαμε υποχρέωσή μας να καταβάλουμε τις μέγιστες εφικτές προσπάθειες για να υπερασπιστούμε την πολιτική οργάνωση, τους συναγωνιστές και την ενότητα της επαναστατικής προοπτικής, μαχόμενοι μαζί τους. Στην συνέχεια ρωτηθήκαμε αν θεωρούμε αυτήν την υποχρέωση ως ηθική ή πολιτική.
Ο διαχωρισμός του ηθικού από το πολιτικό εισάγει ένα σχίσμα σκοπών και μέσων. Η αλληλεγγύη, ο γενικότερος σκοπός, αποκτά μια ιδεαλιστική σημασία σε απόσταση από την άμεση αυτοοργάνωση της ταξικής πάλης κι έτσι η πολιτική χάνει την επαφή της με το αξιακό επίδικο. Όταν ο πολιτικός σκοπός απονευρώνεται, η πολιτική πρακτική μπορεί να εργαλειοποιηθεί.
Κατά συνέπεια, η στρατιωτική δράση επίσης, ότι αφορά την μαχητική οργάνωση, διαχωρίζεται από τα θεμελιακά πολιτικά κίνητρα. Ελλείψει μιας συλλογικά κατοχυρωμένης ενότητας στον άμεσο αγώνα, η αναφορά στην μαχητικότητα εγκλοβίζεται σε μια κουλτούρα σεχταριστικής άμυνας, η οποία αναπόδραστα προσαρμόζεται στις συνθήκες του καθεστώτως ελέγχου. Οπότε κι επιτρέπεται η εργαλειοποίηση της ηθικής, αντιστρέφοντας χυδαία την σχέση ηθικού και πολιτικού. Ο πολιτικός πραγματισμός δίχως θετικές ηθικές δεσμεύσεις σημαίνει οπορτουνισμό και τελικά ρεφορμισμό.
Η πολιτική αποδέσμευση από την ενότητα στην δράση, αποστασιοποιώντας τα αγωνιζόμενα υποκείμενα ειδικά τις κρίσιμες στιγμές, θρέφει επίδοξες πρωτοπορείες εγγενώς ρεφορμιστικές, ακόμα κι όταν εμφανίζονται να υπερθεματίζουν εκ’του ασφαλούς.
Το ιστορικό παράδειγμα της πολιτικής συνέπειας στην προοπτική ενός αλληλέγγυου, ισότιμου κι ελεύθερου κόσμου και η ριζοσπαστική εμπειρία της οριζόντιας σύνθεσης διαμορφώνουν το παρόν έδαφος ενός πολιτισμικού μετασχηματισμού προς την κοινωνική επανάσταση. Εμείς που επιχειρούμε να συνοργανωθούμε σήμερα σ’έναν πιο ευρύ κινηματικό βαθμό, οφείλουμε να εξαντικειμενικεύσουμε την αλληλέγγυα ενότητα μέσα στην αυτοοργανωμένη πρακτική μας.
Το ιστορικό ερώτημα εκκρεμεί: Θέλουμε κυβέρνηση Βαρκελώνης ή να γίνουμε ένας συνεκτικός πολιτικός πυρήνας μέσα στο μαχητικό μέτωπο;
Αναρχική Συλλογικότητα για τη Μαχητική Προλεταριακή Ανασυγκρότηση
1. Ο Φράνκο ξεκίνησε από το Μαρόκο με Μαυριτανούς μισθοφόρους και πέρασε σε μια νύχτα με βάρκες το Γιβραλτάρ, προσπερνώντας το ναυτικό, που υποστήριζε την κυβέρνηση των δημοκρατικών.