Αναρχική Συλλογικότητα για τη Μαχητική Προλεταριακή Ανασυγκρότηση
Θέσεις για την σχέση «πολιτικού και κοινωνικού» :
Στον κόσμο της εξουσίας η πολιτική ταυτίζεται με την βίαιη και συγκεντρωτική κατοχή της αποφασιστικής ισχύος από μηχανισμούς ετερονομίας [1], που έχει ως συνέπεια την ανάθεση των κοινωνικών ζητημάτων στους κρατικούς θεσμούς. Για να αυτονομηθεί η κοινωνία απαιτείται να πολιτικοποιηθεί προοδευτικά στον μέγιστο βαθμό με οριζόντιους τρόπους, μοριακά κι ομοσπονδιακά και να απαλλοτριώσει μαζικά την αποφασιστική ισχύ, διότι αυτά έχει στερηθεί από την πολιτική κυριαρχία [2].
Με τα εγχειρήματα κοινωνικής αυτοοργάνωσης οι εκμεταλλευόμενοι απελευθερώνουν την αυτενέργεια τους, συγκροτούν την αντικειμενική ισχύ της στην πάλη για την κατάλυση κάθε εξουσίας και εξελίσσουν τον ατομικό και συλλογικό αυτοκαθορισμό τους με τρόπους κοινά διαθέσιμους και συνεκτικούς[3]. Η ακηδεμόνευτη και ανοιχτή συλλογικότητα αντίστασης δημιουργεί την βάση της κοινωνικής αυτονομίας.
Η ταξική κυριαρχία αποσυνθέτει το κοινωνικό δυναμικό και το κατευθύνει διαστροφικά στις πιο απάνθρωπες σχέσεις και στον ανταγωνισμό. Ο βαθύτερος πυρήνας του ταξικού ανταγωνισμού είναι η πάλη ανάμεσα στον κατακερματισμό, απ’ την μια πλευρά και στην εδαφική επανασυγκρότηση της αγωνιζόμενης προλεταριακής κοινότητας, από την άλλη. Ο αγώνας για την επανοικειοποίηση της κοινωνικότητας έχει αναπόσπαστα ταξικά χαρακτηριστικά[4]. Η αλληλεγγύη, η ισότητα και η αυτοοργάνωση αποτελούν τα κοινωνικά θεμέλια της ταξικής πάλης.
Ο δυναμισμός των εγχειρημάτων αυτοοργάνωσης πηγάζει από την σύμφυση πολιτικών και κοινωνικών αξόνων με όρους αντικρατισμού, αντικαπιταλισμού και οριζοντιότητας[5].
Η απολίτικη διαχείριση ως πολιτική αντίληψη εκφράζει τον διαχωρισμό των αναγκών, την απόκρυψη του ταξικού υποβάθρου τους, τον αποκλεισμό της συλλογικής προοπτικής ικανοποιήσης και μετασχηματισμού τους και τελικά, την διατήρηση του κατακερματισμού και της ετερονομίας. Ο τεμαχισμός του κοινωνικού πεδίου είναι ο τρόπος με τον οποίον το φιλελεύθερο κράτος των δυόμισι τελευταίων αιώνων πραγμοποιεί τους υποτελείς του, αποκοινωνικοποιώντας τα πάντα και κλασματοποιεί τον έλεγχο στις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους και με τα πράγματα. Αντιδιαμετρικά, η ριζοσπαστικοποίηση του καθημερινού βίου περνάει μέσα από μια σφαιρική οπτική των πρακτικών ζητημάτων ικανή να επανασυνδέει το καταπιεσμένο δυναμικό ενάντια στις πολιτικοοικονομικές και πολιτισμικές αιτίες των προβλημάτων μας[6].
Η άμεση ταξική-κοινωνική αυτοοργάνωση και μόνο[7] αυτή ανοίγει τον δρόμο για την απαλλοτρίωση των διαθέσιμων πόρων για το σύνολο της ανθρώπινης κοινότητας. Οι αναρχικοί αναγνωρίζουμε ως πολιτικό καθήκον μας τον σεβασμό, την εμπιστοσύνη και την αλληλεγγύη προς τα αυτοοργανωμένα κοινωνικά εγχειρήματα[8]. Η σύμπλευση μας με την αγωνιζόμενη ταξική-κοινωνική βάση και η συμβολή στην ανάπτυξη της αυτοοργάνωσης μέσα στα πεδία του ανταγωνισμού αποτελούν συνέπεια της ενότητας
μέσων και σκοπών.
1. «Η πολιτική παίζει με την συνοχή και την αποδόμηση του κοινωνικού κόσμου. Η οργάνωση του λόγου και η διάδοσή του αποτελούν φυλογενετικά πολεμικές δράσεις. Η πολιτική οργάνωση προσφέρει στους μετέχοντες μια βάση ισχύος. Συνεπώς, η κατεξοχήν πολιτικά συνειδητή και οργανωμένη τάξη είναι η κυρίαρχη, επί του παρόντος η αστική. Ο πολιτικός συνεταιρισμός είναι το καβούκι των ιδιωτών. Η αυτοοργάνωση με όρους συνεταιρισμού ατόμων κι όχι συλλογικής ταυτότητας τοποθετείται στην κληρονομική και αναπαραγωγική γραμμή του αστικού ανταγωνισμού. Οπότε, άνετα μπορεί και αξιοποιείται στην υπηρεσία ιδιωτικών συμφερόντων. Με τέτοια πλαίσια δεν είναι τυχαίο ότι ο αντιεξουσιαστικός «χώρος» μαστίζεται ασταμάτητα από σεχταριστικές τάσεις, δυσπραγία στην σύνδεση των αγώνων και αδυναμία στην προώθηση των κοινωνικών αντιστάσεων προς την κατεύθυνση της επιθετικής ταξικής ανασυγκρότησης.»
(Σχετικά αποσπάσματα από το ίδιο κείμενο στο οποίο γίνεται αναφορά στην τοποθέτησή μας για την σχέση μέσων και σκοπών).
2. «Για να αυτονομηθεί το κοινωνικό απαιτείται να πολιτικοποιηθεί προοδευτικά στον μέγιστο βαθμό, που σημαίνει, να δημιουργήσει μια συλλογικά συνολική αντίληψη της προοπτικής μας και να απαλλοτριώσει μαζικά την αποφασιστική ισχύ, διότι αυτά έχει στερηθεί από την πολιτική κυριαρχία. Αντιστροφή της κυρίαρχης πρακτικής, της πολιτικής, οπότε πόλεμος ενάντια στην κυριαρχία, μέσα στο καταπιεσμένο πεδίο, στο βαλλόμενο κοινωνικό. Η αυτοοργάνωση των ιδεών και της πάλης των αναρχικών είναι δραστηριότητα κοινωνικής ανασυγκρότησης, αφού είναι ένας αγώνας καταπιεσμένων ενάντια στις συνθήκες και στις αιτίες της καταπίεσής τους και είναι συγχρόνως πολιτική παρέμβαση, αφού προσανατολίζεται στη συνολική απελευθέρωση από το κράτος. Οργανωνόμαστε πολιτικά για να ριζοσπαστικοποιήσουμε και να μπολιάσουμε την αυτοοργάνωση κοινωνικά. Έτσι συμβαίνει στην πραγματικότητά μας και στην ιστορία μας. Όντας πολιτικά υποκείμενα δημιουργούμε εστίες κοινωνικής αυτοοργάνωσης και στηρίζουμε αυτές που δεν δημιουργήσαμε εμείς (όποιοι το κάνουν) και με τις πολιτικές σημάνσεις μας συμμετέχουμε σε αυτές (όποιοι συμμετέχουν), γιατί η αντιστασιακή κοινωνικοποίηση είναι ο ελεύθερος τόπος μας και ο δρόμος μας προς την επανάσταση. Αν στα κοινωνικά σχήματα αρμόζει να μην παρεμβαίνουμε ως αντιπρόσωποι πολιτικών σχημάτων, ισχύει όχι επειδή υπάρχει κάποιος λόγος να μην εκφράζονται τα δεύτερα μέσα στα πρώτα, αλλά απλά και καθαρά, γιατί η ποιοτική δυναμική ή η μαζικότητα της οποιασδήποτε ομάδας πρέπει να μην έχει καμία αποφασιστική ισχύ στις οριζόντιες διαδικασίες της βάσης. Ωστόσο, έχουμε κάθε λόγο να κοινοποιούμε, να πραγματευόμαστε, να δοκιμάζουμε και να ξαναζυμώνουμε μέσα στα κοινωνικά σχήματα τις πολιτικές αντιλήψεις μας, που ίσως να εκφράζουν και τις πολιτικές συλλογικότητές μας, δίχως σεμνοτυφίες. Η κοινωνική αυτονομία θεμελιώνεται και δυναμώνει με την πολιτικότητά της. Η αναρχική παρουσία είναι ανατρεπτική όσο προωθεί έμπρακτα και συμμετοχικά την κοινωνική αντίσταση και την αυτοοργάνωσή της. Ο οργανωτικός δυισμός εκφράζει την διάχυση που επιζητούσαμε και κάποιοι αγωνίστηκαν επίμονα για την ανάδυση ενός ανοιχτού κινήματος αυτοοργάνωσης. Και τώρα αρμόζει να εμπιστευτούμε και να ενισχύσουμε το κοινωνικό κίνημα με τα σκαμπανευάσματά του, διότι από εκεί ξεπηδάνε οι ραγδαίες αλλαγές. Όχι απαιτώντας, αλλά προσμένοντας δραστήρια και καρτερικά, παντού όπου μπορούν να συναντηθούν οι διαφορετικές μορφές της αυτοοργανωμένης αντίστασης.»
«Η πρακτική διαλεκτική του γίγνεσθαι θεμελιώνει την διαλεκτική της ολότητας.»
3. «… δυναμοποιούν και εξελίσσουν τον ατομικό αυτοκαθορισμό τους μέσα σε εδαφικές συλλογικές διεργασίες, οι οποίες απελευθερώνουν την αυτενέργεια, συγκροτούν την αντικειμενική ισχύ της στην πάλη για την κατάλυση κάθε εξουσίας και γεννούν τα συνεκτικά νοήματά της με τρόπους κοινά διαθέσιμους.»
4. «Ο βαθύτερος πυρήνας του ταξικού ανταγωνισμού είναι η πάλη ανάμεσα στον κατακερματισμό και την εδαφική επανασυγκρότηση της αγωνιζόμενης προλεταριακής κοινότητας.»
«Η αυταξία της συλλογικοποίησης … τοποθετείται μέσα σ’ένα πεδίο σύγκρουσης μεταξύ ιδιώτευσης και ταξικής πάλης και προκύπτει ακριβώς από την ταξική σκοπιά της συνέλευσης.»
«… Αν δεν βλέπουμε το ταξικό υπόβαθρο κάθε ανταγωνισμού και κάθε ρήξης, το οποίο βρίσκεται και θα παραμένει συγκαλυμένο πίσω από παρελκυστικές αντιλήψεις στον βαθμό που λείπει ακόμα η δύναμη της προλεταριακής ενότητας, θα είναι αδύνατο να συναντήσουμε το εξεγερσιακό δυναμικό και να ανασυγκροτήσουμε την κοινωνικότητά μας. Η αυτοπερίφραξη στον καθαρό λόγο εγγυάται την αμοιβαία εγκατάληψη στην αντίφαση, στην ασάφεια και πρακτικά στην αποσυνοχή. Ο κατακερματισμός και κατά συνέπεια η βραδυκινησία του κινήματος είναι εδώ, κραταιά.»
5. «Ο δυναμισμός των εγχειρημάτων αυτοοργάνωσης πηγάζει από την σύμφυση πολιτικών και κοινωνικών αξόνων. Όχι βέβαια με όρους αφομοίωσης των αντιστάσεων σε κυβερνητικά προγράμματα, αλλά με όρους αντικρατισμού, αντικαπιταλισμού και οριζοντιότητας. Την παρούσα εποχή η ανάπτυξη ή η αποδυνάμωση των λαϊκών συνελεύσεων και των εστιών κοινωνικής αυτονομίας θα κριθεί σε αυτήν την διελκυστίνδα.»
«Ο διαχωρισμός πολιτικού και κοινωνικού στρέφεται επιθετικά ενάντια στην απελευθέρωση του κοινωνικού, καθόσον προσφέρεται δομικά για την αντίδραση της ιδιώτευσης απέναντι στον καθημερινό συλλογικό αγώνα.»
6. «Η απολίτικη διαχείριση είναι σαφώς πολιτική πράξη και εκφράζει μια πολιτική αντίληψη: διαχωρισμός των αναγκών, απόκρυψη του ταξικού υποβάθρου τους και διαχωρισμός από μια ταξικά ανταγωνιστική προσέγγιση, αποκλεισμός της συλλογικής προοπτικής ικανοποιήσης και μετασχηματισμού τους και τελικά, διατήρηση του κατακερματισμού. Ο τεμαχισμός του κοινωνικού πεδίου είναι ο τρόπος με τον οποίον το φιλελεύθερο κράτος των δυόμισι τελευταίων αιώνων πραγμοποιεί τους υποτελείς του, αποκοινωνικοποιώντας τα πάντα και κλασματοποιεί τον έλεγχο στις σχέσεις των αθρώπων μεταξύ τους και με τα πράγματα. Αντιδιαμετρικά, η ριζοσπαστικοποίηση του καθημερινού βίου περνάει μέσα από μια σφαιρική οπτική των πρακτικών ζητημάτων ικανή να επανασυνδέει το καταπιεσμένο δυναμικό ενάντια στις πολιτικοοικονομικές και πολιτισμικές αιτίες των προβλημάτων μας. Έτσι διαφένεται η αναπόσπαστη πολιτικότητα των κοινωνικών αγώνων.»
«Αφαιρώντας την αγωνιστικότητα από τα κοινωνικά εγχειρήματα και τα πολιτικά χαρακτηριστικά τους, αλλά κρατώντας την διαχειριστικότητα, θα είχε τα συνοικειακά συμβούλια του πασοκ του ’80 (που στην πράξη δεν λειτούργησαν ποτέ).»
7. «Αναγνωρίζεται μια κυριαρχία των υλικών συνθηκών, αλλά με όρους ετερονομίας, δηλαδή μόνο ως ανυπέρβλητος καταναγκασμός. Μάλιστα, τα σημεία στα οποία αναγνωρίζεται μια κρισιμότητα είναι εκείνα και μόνο εκείνα στα οποία αντιπαρατίθεται στην συλλογικότητα η ιδιοτέλεια. Στον επιχειρηματολογικό ειρμό των πολέμιων … οι καταπιεσμένοι φαίνεται να μην μπορούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους μέσα από ένα ταξικό πρίσμα, αγωνιστικά και συλλογικά, διότι έχει απαξιωθεί, εγκαταληφθεί και στοχοποιηθεί προκαταβολικά η δυνατότητα της αντιστασιακής συλλογικοποίησης. Αφού έχει υποτιμηθεί ένα κοινωνικό εγχείρημα κι έχουν εξαφανιστεί από την πολεμική αφήγηση τα συμμετέχοντα αγωνιζόμενα υποκείμενα, επανεμφανίζονται όταν υπηρετούν τις μεθοδεύσεις των συνασπισμένων ιδιωτών, ως έρμαια αντικειμενικών συνθηκών.»
8. «Η δογματική υποτίμηση των κοινωνικών διεργασιών προσφέρει κάλυψη στην ιδιώτευση και στον ελιτισμό.»
«Από τον υποτιθέμενο προστατευτισμό του κοινωνικού, που καλύπτει τον πολιτικό σεχταρισμό, περνάμε στον σωτηριακό πατερναλισμό.»
«Με την αυθαίρετη κατηγορία ότι το συγκεκριμένο κοινωνικό εγχείρημα ελέγχεται από μια ανεπιθύμητη πολιτική ομάδα, κατηγορία που ισοπεδώνει προδεδηλωμένα το κοινωνικό σχήμα, τα προαναφερόμενα πολιτικά σχήματα δίνουν στον εαυτό τους το δικαίωμα να εισβάλουν και να παραδόσουν στην λεηλασία τον συλλογικό χώρο.»