Θέσεις στο ζήτημα της σχέσης Μέσων και Σκοπών

 Οι θέσεις της Αναρχικής Συλλογικότητας για την Μαχητική Προλεταριακή Ανασυγκρότηση, στο ζήτημα της σχέσης Μέσων και Σκοπών, που κατατέθηκαν στον εσωτερικό διάλογο του εγχειρήματος συγκρότησης Αναρχικής Πολιτικής Οργάνωσης.

Α) Τα ηθικά και πολιτικά ζητήματα[1] του αναρχικού αγώνα αποτελούν μια αδιαίρετη ενότητα. Η αναρχία ως απότατος πολιτικός σκοπός ενέχει, συγκροτείται, εμπνέεται και ατσαλώνεται από ορισμένους θεμελιώδεις ηθικούς όρους που δοκιμάζονται κάθε στιγμή[2] στην εξέλιξη του αγώνα. Η στάση των αναρχικών οφείλει να δίνει άμεση υλική μορφή στις αδιαχώριστες ηθικές αξιώσεις του ελευθεριακού πολιτικού οράματος (πρότασης):
– Ελευθερία, ισότητα και αλληλεγγύη, που συνυφαίνουν μέσα από τους αυτοοργανωμένους αγώνες τους ιστούς μιας νέας κοινωνίας.
– Αδιάλλακτη εναντίωση στην εκμετάλλευση.
– Αντίσταση στην κρατική βία[3]
Β) Τα μέσα και οι σκοποί είναι αλληλένδετα[4] και στα πλαίσια του αναρχικού αγώνα διέπονται από μια διαλεκτική κι οργανική ενότητα[5]. Οι πολιτικοί σκοποί αποτελούν ενδιάμεσα βήματα προς την αναρχία κι οπότε προσδιορίζονται και κρίνονται[6] στην αλληλουχία τους ως προς την συνεκτικότητά τους μέσα στον αγώνα, με σημείο εκκίνησης τις παρούσες ταξικές-κοινωνικές αντιθέσεις[7] και απότερη προοπτική την αναρχία. Το μέσο για την επίτευξη των πολιτικών σκοπών μας είναι η συνολική αγωνιστική κοινωνική στάση μας. Αντιτασσόμαστε στις τεχνοκρατικές θεωρήσεις που περιορίζουν την αντίληψη των μέσων στα εργαλεία και τις μεθόδους. Τα μέσα δεν προκύπτουν ιδεαλιστικά από αφηρημένους σκοπούς, αλλά μεταδίδονται ή επινοούνται βάσει των αντιληπτών δυνατοτήτων μέσα στο υλικό πλαίσιο[8] στο οποίο τοποθετούνται οι σκοποί. Αντίστοιχα, οι σκοποί συγκεκριμενοποιούνται[9] μέσα από την τρέχουσα και την ιστορική εμπειρία.
 Τα συγκεκριμένα κριτήρια δράσης[10] εξάγονται μέσα από την αντίληψη των συνθηκών της ταξικής-κοινωνικής διαπάλης σε αμοιβαία συνέπεια μέσων και σκοπών[11]. Οι σκοποί και τα μέσα που αυτοί ορίζουν οφείλουν να κρίνονται σε σχέση με τους απότερους σκοπούς, με τις παρούσες ανάγκες και τις δυνατότητες των αγωνιζόμενων[12].
 Κανένα μέσο δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Κανένας ενδιάμεσος σκοπός δεν αποτελεί αυτοσκοπό[13]. Ακόμα και ο απότερος πολιτικός σκοπός μας, το πρόταγμα αναρχία, γεννήθηκε σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και διαμορφώνεται διαρκώς[14] μέσα στην εξελισσόμενη κοινωνική πραγματικότητα ενάντια στον κόσμο της εξουσίας.
 Τα μέσα και οι σκοποί δεν είναι φορτισμένα από μόνα[15] τους με ιδεολογία, ούτε όμως είναι ουδέτερα[16]. Νοηματοδοτούνται με πολιτικό περιεχόμενο από τα υποκείμενα που τα δημιουργούν ή τα χρησιμοποιούν στις εκάστοτε συνθήκες.
 Στον κόσμο της εξουσίας κυριαρχεί ο ανταγωνισμός και γι’αυτό χαρακτηρίζεται από την δολιότητα. Οι αξίες και οι σκοποί που επικαλείται κατά περίσταση η εξουσία λειτουργούν παρελκυστικά[17] σε σχέση με τις δηλωμένες ή τις άρρητες εξουσιαστικές σκοπιμότητες. Η ιδεολογία της κυριαρχίας ως μέσο αποπροσανατολισμού και χειραγώγησης εμφανίζει αντεστραμένα τους υλικούς όρους της ως μεταφυσικά είδωλα κι ως υπέρτατους σκοπούς[18]. Ο καθαγιασμός[19] των σκοπών και των μέσων εκφράζει την εγγενή υποκρισία της κυριαρχίας, που επικαλύπτει την απανθρωπιά της.
 Κάθε αντίστιξη μεταξύ πολιτικής αποτελεσματικότητας[20] και ηθικής αντικατοπτρίζει υπόρρητες συντηρητικές σκοπιμότητες που θωρακίζονται πίσω από μεταφυσικές πολιτικές ή ηθικές αξίες.
 Η καιροσκοπική[21] αντίληψη των μέσων καθιστά την χρήση μεταφυσικών σκοπών κύριο μέσο κυριαρχίας.
 Οι σκοποί και τα μέσα του ταξικού-κοινωνικού αγώνα ορίζονται από τους ίδιους τους αγωνιζόμενους κι όχι από την κυριαρχία[22]. Οι ενδιάμεσοι σκοποί και τα μέσα των αναρχικών αγωνιστών φέρουν το ηθικό βάρος εκείνου του απότατου πολιτικού σκοπού που ιστορικά αναγνωρίζεται ως το σημείο κοινού[23] προσανατολισμού για την πανανθρώπινη απελευθέρωση από την ετερονομία και την εκμετάλλευση. Οι ενδιάμεσοι σκοποί και τα μέσα των αναρχικών αγωνιστών οφείλουν να εκφράζουν άμεσα, να μεταδίδουν και να δίνουν ισχύ στην εμπειρία και στις δυνατότητες[24] του αντιεξουσιαστικού-αντικρατικού-ελευθεριακού αγώνα. Οι τρόποι αγώνα οφείλουν να πραγματώνουν άμεσα τον ελευθεριακό κομμουνισμό, να ενέχουν και να εκφράζουν αυτάξια την ελευθερία, την ισότητα και την αλληλεγγύη[25] ενάντια σε κάθε εξουσία και ν’αναδεικνύουν άμεσα την προοπτική της συνολικής απελευθέρωσης.
 Η με παρρησία διακήρυξη της κοινωνικής επανάστασης ως αναγκαίου συλλογικού σκοπού και η δημόσια υπευθυνότητα για τις θέσεις που προτείνουμε και τα μέσα που χρησιμοποιούμε στον αγώνα αποτελούν στάσεις συνέπειας προς τα κοινωνικά θεμέλια του αναρχικού αγώνα.
 Κανένας πολιτικός συμβιβασμός[26] δεν έχει λόγο ύπαρξης μέσα στην πάλη των καταπιεσμένων.

Υποσημειώσεις:

1. Το ουσιαστικό ζήτημα το οποίο εσφαλμένα μεταθέτουμε στον τεχνικό όρο «σχέση μέσων και σκοπών» είναι η σχέσεων των υλικών, των ηθικών και των πολιτικών χαρακτηριστικών της δράσης μας. Για να δώσουμε ειλικρινή απάντηση, έχοντας αποσαφηνίσει το πραγματικό επίδικο του θέματος, απαιτείται ν’αναλύσουμε τον πολιτικό αμοραλισμό στις διάφορες μορφές του, που μπορεί να κρύβονται πίσω από τις σχέσεις “μέσων και σκοπών”

2. Η ρήξη με τον αμοραλισμό κρίνεται διαρκώς στα πεδία του αγώνα. Όταν οι αφοριστικές δηλώσεις δεν βρίσκουν συνεπή αντανάκλαση στην καθημερινή πρακτική, γίνονται χαρακτηριστικές ενδείξεις αμοραλιστικής πολιτικής, όπως επισημαίνεται στην πρότασή μας.

3. Η ηθική της «μη-βίας» αποτελεί δομικό προκάλυμα του μονοπωλίου της βίας από το κράτος. Η αποσύνδεση της κριτικής στην βία από τις ριζικές σχέσεις της ετερονομίας και της εκμετάλλευσης αφοπλίζει τους πιο αδύναμους, τους καταπιεζόμενους κι εκμεταλλευόμενους. Η διαδεδομένη ρητορική που ξεκινώντας από μια ενγένει αντίθεση στην βία θέτει ως κρίσιμο ζήτημα συνέπειας των μέσων προς τον σκοπό την αποφυγή της βίας, καταλήγει στον πολιτικό πασιφισμό που προσφέρει παθητική επιβεβαίωση στην κρατική τρομοκρατία και τελικά στον ρεφορμισμό. Μια τέτοια ιδεαλιστική θεώρηση της σχέσης μέσων και σκοπών συντάσεται με τον σκάρτο ανθρωπισμό των αστών. Διόλου τυχαία, ο αποσπασματικός και δογματικός αφορισμός της βίας συμβαδίζει με διαταξικές αντιλήψεις για τον κοινωνικό αγώνα.
Η αναρχία εκφράζει τον πιο βαθύ υπαρξισμό, τον πιο σφαιρικά θεμελιωμένο στην κοινωνική διαλεκτική. Η συλλογική δυναμική του αναρχικού ανθρωπισμού πηγάζει από την προλεταριακή αυτοσυνείδηση.

4. Ένα κλειστό και μονοσήμαντο γραμμικό σχήμα για την περιγραφή της σχέσης μέσων και σκοπών είναι παραπλανητικά και επικίνδυνα απλουστευτικό. Δεν έχει νόημα να ορίσουμε ότι το Α καθορίζει το Β κι ότι (κατά συνέπεια) το Β αντικατοπτρίζει το Α, όταν απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στα υποκείμενα, στις πραγματικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν και στο συνολικό αντιληπτικό πλαίσιο τους. «Αλληλένδετα» σημαίνει ότι η σχέση των συγκεκριμένων σκοπών και μέσων στην εκάστοτε συνθήκη αντικατοπτρίζει την στάση του υποκειμένου μέσα σ’αυτήν την συνθήκη. Η αντιληπτή αιτιότητα ορίζει την συνάρτηση μέσων και σκοπών κι όχι οι αφηρημένοι κανόνες πάνω στο επιφαινόμενο.

5. Διαλεκτική, διότι η ενότητά τους προκύπτει από την πραγμάτευση της αλληλουχίας τους μέσα στον ζωντανό αγώνα με βάση τα εκάστοτε αντιθετικά δεδομένα. Οργανική, διότι αντλεί το νόημά της από την πρακτική εφαρμογή της.

6. Μιλώντας για τα μέσα χωρίς να μιλήσουμε για τους σκοπούς, ορθώνουμε ένα πέπλο προστασίας για τον πολιτικό αμοραλισμό. Οι σκοποί υποχρεούνται να κρίνονται πριν ακόμα μιλήσουμε για μέσα και την ίδια στιγμή που κρίνουμε τα μέσα. Παρακάτω, συγκεκριμενοποιούμε ορισμένες δομικές όψεις της αμοραλιστικής χρήσης της έννοιας «σκοποί».

7. Ως αγωνιζόμενοι αναρχικοί αντιλαμβανόμαστε ότι την εξέλιξη της πραγματικότητας στην οποία παρεμβαίνουμε με απότερους σκοπούς την κοινωνική επανάσταση και την αναρχία, την διαμορφώνει ο ταξικός-κοινωνικός ανταγωνισμός όπως βιώνεται άμεσα από τους καταπιεσμένους. Οι επαναστατικοί σκοποί εδράζονται στην παρούσα δυναμική του αγώνα, απ’όπου κι αντλούν το κοινωνικό νόημά τους.

8. Η κανονιστική ιδεολογία είναι παντελώς ανίκανη να υποδείξει οποιοδήποτε μέσο πάλης. Σ’ετούτο το συμπέρασμα έχουν φτάσει όλοι όποιοι είχαν μια ενεργητική εμπειρία πολέμου και αναστοχάστηκαν πάνω σ’αυτήν (ήδη πριν, αλλά και μετά τον κλαούζεβιτς). Τα επαναστατικά μέσα προέρχονται από τον ριζοσπαστικό μετασχηματισμό των κατεστημένων πολιτισμικών σχέσεων μεταξύ ανθρώπων και πραγμάτων. Οι δυνατότητες υλοποίησης ριζοσπαστικών εγχειρημάτων ανακύπτουν άμεσα από την ρηξιακή στάση μέσα στις βιωμένες υλικές συνθήκες καταπίεσης. Η κοινωνικοποίηση των άμεσων εμπειριών και η ιστορική γνώση διευρύνουν τους διαθέσιμους τρόπους. Ωστόσο, η καταλυτική παράμετρος στην επιλογή κατάλληλων ή ακατάλληλων μέσων βρίσκεται στην ικανότητα που οι θεωρητικοί του πολέμου έχουν ονομάσει «λεπτεπαισθησία της κρίσης» και αναφέρεται στην αντιληπτική σχέση του υποκειμένου με το κοινωνικό περιβάλλον του πάνω σε μια σταθερή πρόθεση στοχευμένης δράσης. Η αγωνιστική επιμονή και η κοινωνικοποίηση-συλλογικοποίηση της πάλης αναπτύσσουν την αντίληψη των ριζοσπαστικών μέσων.

9. Οι πραγματικοί σκοποί, δηλαδή, σ’ότι προσβλέπουμε άμεσα, θεωρώντας το εφικτό, καθορίζονται από τις αντιληπτές δυνατότητες. Τα διαθέσιμα μέσα γειώνουν τους ενδιάμεσους σκοπούς είτε συνειδητά και επεκφρασμένα, όπως αρμόζει στην επαναστατική-υλιστική αντίληψη, είτε υποσυνείδητα και υπόρρητα, όπως υποδηλώνεται από τις συγχύσεις του οπορτουνισμού και τους συμβιβασμούς των ιδεαλιστών. Η αφηρημένη αναφορά στον «σκοπό» δεν λέει τίποτα. Όπως εξηγούμε παρακάτω, η σχέση των σκοπών με τα τρέχοντα διακυβεύματα του αγώνα κρίνει την ποιότητά τους και την αξία τους.

10. Δεν μπορούμε να μιλάμε για καταλληλότητα και ακαταλληλότητα έξω από τα πραγματικά δεδομένα της διαπάλης και είναι αποπροσανατολιστικό να μιλάει οποιοσδήποτε έξω από τα συγκεκριμένα πεδία αντίστασης. Δεν έχει νόημα να μιλήσουμε για απαγορευμένα μέσα αν δεν τα ορίσουμε από κοινού. Σε αντίθετη περίπτωση, κατασκευάζουμε ένα εργαλείο πολεμικής πάνω σε αυθαίρετες ηθικολογικές επιφάσεις, προσφέροντας δημόσιο χώρο σε δόλιες προσπάθειες ηθικής απαξίωσης και συνολικής υπονόμευσης αγωνιστικών επιλογών.

11. Κρίνουμε ως καταλληλότερη έννοια για την συμπυκνωμένη περιγραφή της σχέσης μέσων και σκοπών την «αμοιβαία συνέπεια».

12. Με την συγκεκριμένη διατύπωση συνοψίζουμε συνθετικά τις παραπάνω θέσεις.

13. Η συγκεκριμένη θέση συμπληρώνει την αντίστοιχη για τα μέσα. Έχουμε ήδη καταγράψει γιατί και πως οι σκοποί τοποθετούνται και κρίνονται σ’ένα συνολικό πλαίσιο. Σε επόμενα σημεία και υποσημειώσεις εξηγούμε ότι όταν κάποιος σκοπός προτάσεται αποσπασματικά υποκρύπτονται ανομολόγητες σκοπιμότητες που τουλάχιστον αντιτίθενται στην ελευθεριακή επαναστατική συνέπεια, αν δεν είναι καθαρά εξουσιαστικές. Στις υποσημειώσεις 16 και 17 αναφερόμαστε στην παρελκυστική επίκληση κάποιων σκοπών που υπηρετεί τον καθαγιασμό των μέσων.

14. Διόλου τυχαία η λέξη αναρχία έγινε κοινό κτήμα όλων εκείνων των αγωνιζόμενων ενάντια στην εκμετάλλευση και την ετερονομία που αναγνωρίζουν ως πυρήνα της κοινωνικής απελευθέρωσης την αυτοοργάνωση των αντιστεκόμενων υποκειμένων. Καμία αρχή πάνω από τα ζωντανά υποκείμενα του αντικρατικού-αντικαπιταλιστικού αγώνα. Οι επαναστατικές διεργασίες και οι αναρχικές αντιλήψεις ως κομμάτι τους εξελίσσονται από τα εκάστοτε μαχόμενα υποκείμενα.

15. Η κριτική στις έννοιες ή στα εργαλεία από μια ελευθεριακή επαναστατική σκοπιά οφείλει να θυμάται ότι μεσολαβούν κοινωνικές σχέσεις κι εκ’τούτου, εκφέρουν στις δομές τους μέρη των πολιτισμικών συνθηκών στις οποίες δημιουργήθηκαν, αλλά και μεταλλάσσονται κατά τις διαδρομές των χρήσεών τους.
Η πραγμάτευση των μέσων με κλειστά πρίσματα παραπλανεί, υποκρύπτοντας τις ταξικές αντιθέσεις μέσα στις οποίες τα μέσα προσλαμβάνουν τα νοήματά τους. Ακόμα κι όταν αναφερόμαστε σε εργαλεία που φαίνονται χρήσιμα μόνο για την εξουσία, ο εξουσιαστικός χαρακτήρας της χρήσης τους πηγάζει από τις σκοπιμότητες των υποκειμένων που υπηρετούνται απ’τα εργαλεία.
Συγκεκριμενοποιώντας σ’ένα σύνηθες παράδειγμα, από αναρχική σκοπιά ο βιασμός δεν μπορεί ν’απορρίπτεται αποσπασματικά ως μέσο, αλλά ως συμπύκνωση της πιο βάναυσης εκμετάλλευσης. Δεν υπάρχει πραγματική συνθήκη στην οποία ο βιασμός να μην αντικειμενικοποιεί μια συγκεκριμένη εξουσιαστική σκοπιμότητα, του κυρίαρχου αρσενικού πάνω στο βιαζόμενο υποκείμενο. Οπότε, παρότι χρησιμοποιείται από μηχανισμούς κυριαρχίας ως πολιτικό εργαλείο, οι αναρχικοί αντιτασσόμαστε στην ριζική απανθρωπιά του.
Είτε από θέση αποδοχής είτε από θέση απόρριψης, η απόδοση εγγενών ιδεολογικών χαρακτηριστικών σε ορισμένα εργαλεία αποτελεί ακριβώς ότι έχει προσδιοριστεί ως φετιχισμός. Η πραγμοποίηση των υποκειμένων αφενός συγκαλύπτει τους εξουσιαστές κι αφετέρου αφοπλίζει τους εξουσιαζόμενους. Εξίσου το ιερό (το τοτέμ) και το απαγορευμένο (το ταμπού) αφαιρούν δυνατότητες των κοινωνικών υποκειμένων. Για να νικήσουμε τα φαντάσματα πρέπει να εισδύσουμε στο απαγορευμένο βουνό.
Για να μετασχηματίσουμε τον υλικό κόσμο απελευθερωτικά απαιτείται ν’ αναγνωρίζουμε την δυνατότητα κοινωνικού ελέγχου πάνω σε οτιδήποτε έχουν επινοήσει οι άνθρωποι μέχρι σήμερα και ν’αναλαμβάνουμε συλλογικά αυτήν την ευθύνη. Πχ, το ότι το μαχαίρι είναι ένα φονικό όπλο αποτελεί κοινοτοπία. Το ζήτημα είναι πως μπορούν οι αγωνιζόμενοι να εξουδετερώνουν τις απειλές που βρίσκουν κάθε στιγμή μπροστά τους. Το ίδιο ισχύει πχ και για τα πυρηνικά όπλα ή για την αιχμαλωσία και την κρατική ομηρία και για όλα τα μέσα που χρησιμοποιεί το κράτος.

16. Εδώ και στην συνέχεια θα παραθέσουμε αποσπάσματα από ένα κείμενο που εκφράζει θέσεις της συλλογικότητας μας πάνω σ’ένα πραγματικό σημείο αγώνα. Σκοπός του αναφερόμενου κειμένου ήταν η υπεράσπιση μιας οριζόντιας συλλογικότητας απέναντι σε μια επιχείρηση πολιτικής υπονόμευσης και θίγει εκτεταμένα την σχέση μέσων-σκοπών και την σχέση πολιτικού-κοινωνικού. (Στα εισαγωγικά παρατίθενται κομμάτια του κειμένου).
«Αποσυνδέοντας τις λέξεις από το συνεκτικό περιβάλλον τους, όπως αποσυνδέοντας την συλλογικοποίηση και την αυταξία της από το ταξικά ανταγωνιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συναρθρώνονται, δεν μένει κανένα νόημα, παρά μόνο οι αποπροσανατολιστικές αναφορές στον αστικό κόσμο. Χάνοντας την πολιτική, ιστορική και εξελικτική σημασία των εργαλείων τα απονοηματοδοτούμε, αφήνοντας χώρο στην κρατιστική ενσωμάτωση. Η χρηστική αντίληψη των μορφών αναπαράγει την εξουσιαστική διάσταση σκοπών και μέσων. Αντιθέτως, σε μια διαλεκτική, άρα εξελικτική και μη δογματική, ενότητα των μέσων και των σκοπών οι τρόποι αγώνα οφείλουν να ενέχουν και να εκφράζουν αυτάξια τον κόσμο της αλληλεγγύης και της ελευθερίας και να αναδεικνύουν άμεσα την προοπτική της συνολικής απελευθέρωσης. Μόνο όπου έχει μια ανατρεπτική και κοινωνική αυταξία έχει αξία η συλλογικοποίηση κι έτσι συναντιόμαστε εκεί.» Η συλλογικοποίηση αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της ταξικής πολεμικής στην οποία παρεμβαίνει η ουδετεροποίηση των μέσων. Το επίμαχο σημείο αυτού του ζητήματος βρίσκεται στην ανατροπή ή στην βάθυνση του κατακερματισμού.
«Επανερχόμενοι στον θεωρητικό πυρήνα της απονοηματοδότησης των αντιστασιακών προταγμάτων, στον δογματικό διαχωρισμό των εννοιών πολιτικό, κοινωνικό και εργαλεία, ας προσθέσουμε ότι η ουδετεροποίηση των εργαλείων μεταφέρει την κυριαρχία του πολιτικού πάνω στο κοινωνικό. Με τον διαχωρισμό του κοινωνικού από το πολιτικό ο πολιτικός σκοπός δικαιολογεί την κατά βούληση εκμετάλλευση του κοινωνικού υλικού.»

17. Η αποσπασματική επίκληση διάφορων αρχών, ιερών, νόμων, αξιών και σκοπών αποτελεί συχνά απόπειρα δικαιολόγησης κι εκλογίκευσης πράξεων και προθέσεων που πηγάζουν από ανομολόγητα κίνητρα. Αυτό το δεδομένο όμως, δεν μας καταδικάζει σ’ένα χάος υποκειμενικών ερμηνειών των αντικρουόμενων προθέσεων. Τα τεχνάσματα της ηθικής και της λογικής αποδομούνται διαλεκτικά με αρκετή απλότητα μόλις τα θέτουμε υπό το πρίσμα μιας σφαιρικής συνέπειας. Τα αλλοπρόσαλλα προσχήματα αποκαλύπτουν την τεχνητή επιστράτευση των δεδηλωμένων σκοπών.
Τα συντηρητικά συμφέροντα είναι αγκιστρωμένα στον καιροσκοπισμό ακριβώς επειδή πολεμούν για την συντήρησή τους. Η κρατική προπαγάνδα, η οποία απευθύνεται στο πλήθος των ταξικά καταπιεσμένων που βρίσκονται σε σχέση εξάρτησης από το κεφάλαιο και υπό καθημερινή διακινδύνευση, είναι κατεξοχήν καιροσκοπική. Αλλά κι όταν η κοινωνική βάση αναπαράγει τον συντηρητισμό ξεπέφτει στον καιροσκοπισμό. Ο καννιβαλισμός συνδέεται άμεσα μ’ ετούτη την πραγματικότητα.
Ειδικά ο πολιτικός καιροσκοπισμός χρησιμοποιεί ανενδοίαστα οποιαδήποτε επίφαση φαίνεται να προσφέρει κάλυψη στα κίνητρά του. «Η κραυγαλαία αντίφαση δεν εκλαμβάνεται ως εμπόδιο από τους επιτιθέμενους, ακριβώς γιατί το κατανοητικό σύμπαν τους είναι η μικροπολιτική πολεμική.»
Η εμπειρία στην οποία στέκεται το κείμενο από το οποίο κάνουμε τις παραθέσεις, αποτελεί παράδειγμα: Το δικαίωμα στην στέγαση και μια αφηρημένη αλληλεγγύη προς τους μετανάστες δίχως το υπόβαθρο οποιουδήποτε αγωνιστικού ή έστω κοινωνικού δεσμού, στράφηκαν ενάντια στην συλλογικοποίηση, στην αυτοπροστασία των αυτοοργανωμένων κοινωνικών δομών, στην αυτονομία των κοινωνικών εγχειρημάτων, στην πολιτικοποίηση του κοινωνικού πεδίου, στην κοινοκτημοσύνη, στην κινηματική στάση, στην άρνηση της εκμετάλλευσης και του αντικοινωνικού βιοπορισμού και βέβαια, ενάντια στην ίδια την αλληλεγγύη με ελευθεριακούς όρους.
«Η συνισταμένη των δυο αλληλοαποκλειόμενων δεδομένων είναι η υπεράσπιση του κατεστημένου α-κοινωνικού καθεστώτος. Αναγνωρίζεται μια κυριαρχία των υλικών συνθηκών, αλλά με όρους ετερονομίας, δηλαδή μόνο ως ανυπέρβλητος καταναγκασμός. Μάλιστα, τα σημεία στα οποία αναγνωρίζεται μια κρισιμότητα είναι εκείνα και μόνο εκείνα στα οποία αντιπαρατίθεται στην συλλογικότητα η ιδιοτέλεια. …οι καταπιεσμένοι φαίνεται να μην μπορούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους μέσα από ένα ταξικό πρίσμα, αγωνιστικά και συλλογικά, διότι έχει απαξιωθεί, εγκαταληφθεί και στοχοποιηθεί προκαταβολικά η δυνατότητα της αντιστασιακής συλλογικοποίησης. Αφού έχει υποτιμηθεί ένα κοινωνικό εγχείρημα κι έχουν εξαφανιστεί από την πολεμική αφήγηση τα συμμετέχοντα αγωνιζόμενα υποκείμενα, επανεμφανίζονται όταν υπηρετούν τις μεθοδεύσεις των συνασπισμένων ιδιωτών, ως έρμαια αντικειμενικών συνθηκών.» ‘Οπως ο φιλανθρωπισμός που επιδεικνύει η εξουσία και προτάσσει την υπόρρητη παραδοχή ότι οι άνθρωποι στερούνται αξιοπρέπειας.

18. Σχετικά με τις ιεραρχίες των αξιών, πάνω στο ίδιο παράδειγμα: «Το “σπίτι μας” φαίνεται να έχει μια αυταξία, ακριβώς μέσα στις δεδομένες ιστορικές συνθήκες καθολικής εξάρτησης από το κεφάλαιο και γενικής απομόνωσης.» Το κράτος, επιτιθέμενο στην στέγη των οικονομικά καταπιεσμένων επαναπροσδιορίζει την συγκεκριμένη αξία βίαια. Την ίδια στιγμή τα σπίτια των κυρίαρχων προστατεύονται με στρατιωτικά μέσα. Η ταξική διαλεκτική που εκφράζουν έμπρακτα τα εγχειρήματα συλλογικής και κινηματικής απάντησης στο πρόβλημα της στέγης, γειώνει την επαναστατική προοπτική στην (αντιμεταφυσική) αμεσότητα.
Η επίκληση των ελευθεριακών ιδεών δεν είναι αρκετή για να μας προστατέψει από την μεταφυσική αποπλάνηση. «Μπορούμε να φτιάξουμε άπειρες θεωρίες για να στηρίξουμε τον συντηρητισμό μας σε μια προσαρμοσμένη ελευθεριακή ηθική.»
«Δεν αρκεί τα μέσα να συνάδουν με έναν αξιακό κώδικα για να είναι συνεπή προς τον σκοπό, αφού έτσι κι αλλοιώς οι αξιακοί κώδικες συντάσσονται κατά πως βολεύει τον σκοπό. Στα αποτελέσματα φαίνονται τα πραγματικά κίνητρα και η ποιότητα των μέσων.»
Στις θεμελιακές συμφωνίες μιας ομοσπονδιακής αναρχικής οργάνωσης δεν έχουν θέση οι αμφίσημες δηλώσεις. Η συνέπεια των μέσων μας στην κατεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης απαιτεί ένα ξεκαθάρισμα από τον καιροσκοπικό αμοραλισμό και τα ηθικολογικά προσωπεία του.

19. Οι παπάδες ευλογούν τα όπλα. Από τις σταυροφορίες μέχρι σήμερα γνωρίζουμε δυο καταγεγραμμένες προτάσεις δόλιας χρήσης ηθικών επικλήσεων για πολιτικούς σκοπούς: Πρώτα, τα κείμενα του Ν.Μακιαβέλι, που αν και είχαν ένα ύφος συμβουλευτικό προς τους αφέντες στους οποίους τα δώριζε, μάλλον πήραν μια θέση ιστορικής αποκάλυψης του πολιτικού αμοραλισμού. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τις προθέσεις του συγγραφέα, αλλά ούτε αποτελεί προϋπόθεση για να κατανοήσουμε ότι τα συγκεκριμένα πολιτικά εγχειρίδια εκθέτουν την εξουσία. Ύστερα, η «Κατήχηση» του νετσάϊεφ, η οποία παρότι ακόμα εμπνέει μια ατομικιστική μεγαλομανία που μπερδεύεται με επαναστατικές ιδέες, δεν άφησε καμία ιστορική παρακαταθήκη εκτός από την επίσης δόλια αξιοποίησή της από την μαρξική αριστερά για την συκοφάντηση των αναρχικών.
Κανένα πολιτικό ή φιλοσοφικό ρεύμα δεν αποδέχεται ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Αντιθέτως, όλοι αναφέρονται στην ηθική διάσταση των προτεραιοτήτων τους. Δεν αρκεί να αφορίσουμε τους μεν ή τους δε προσάπτοντάς τους συλλήβδην μια μη δεδηλωμένη θέση, για ν’αποστασιοποιηθούμε από τον καιροσκοπισμό και τον πολιτικό αμοραλισμό. Από μια ελευθεριακή επαναστατική σκοπιά οι επιλογές του καθενός και οι δικές μας κρίνονται ηθικοπολιτικά σε σχέση με τους εκάστοτε όρους του ταξικού-κοινωνικού ανταγωνισμού. Η πεποίθηση ότι δηλώνοντας ότι ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα (το οποίο με απόλυτη συνέπεια θα μπορούσαν να το συνυπογράψουν και οι χείριστοι αμοραλιστές) χαράσουμε μια διαυγή διαχωριστική γραμμή από την αριστερά και τον μηδενισμό, είναι απατηλή κι επικίνδυνη, διότι αφενός αφήνει τον δρόμο εκατέρωθεν ανοιχτό στις ηθικολογικές επιφάσεις κι αφετέρου προσφέρει συγκαλυμένο χώρο στον αμοραλισμό μέσα στις δικές μας πολιτικές διεργασίες.
Ωστόσο, η χρήση της ηθικής και κάθε άλλου δόλιου μέσου για τον ελέγχο της κοινωνίας διδάσκεται ανοιχτά στον σύγχρονο φιλελεύθερο κόσμο. Οι πολιτικές, «οι κοινωνικές-ανθρωπιστικές» και οι οικονομικές επιστήμες διαμορφώνουν τον αμοραλισμό των διευθυντικών λόμπι. Σε μια κοινωνία που κυριαρχείται από τον ανταγωνισμό ο αμοραλισμός διαχέεται. Η ρίζα του ζητήματος βρίσκεται στις ταξικές πολιτισμικές δομές κι όχι στις πολιτικές θεωρίες.

20. Οποιαδήποτε πολιτική αναγκαιότητα αδιαφορεί για τις ηθικές συνέπειές της είναι τουλάχιστο καιροσκοπική. Οποιαδήποτε θέση αρχής αρνείται τις πολιτικές συνέπειες της προσφέρει στην διατήρηση του κυρίαρχου πολιτισμικού καθεστώτως τουλάχιστον μια παθητική ανοχή κι οπότε είναι αμοραλιστική.
«Το γνωστό δίλλημα περί του αγιασμού των μέσων αντικαθιστά την πολιτική σκοπιμότητα από ηθικολογικές επιταγές, οι οποίες μπορούν εξίσου να την υπηρετούν μεσολαβητικά παράγοντας καταστολή. Βγάζοντας τις έννοιες από την εκάστοτε πραγματική ταξική αντίθεση μέσα στην οποία εκφράζονται μπορούμε να τις χειριστούμε αναδιατάσοντας θεωρητικά τον κόσμο από «τα πάνω». Η υπαγωγή των αντιστασιακών μορφών σ’έναν διαλυτικό σχολαστικισμό αποπολιτικοποιεί ελιτίστικα το κοινωνικό πεδίο. Ένας δρόμος είναι η επιβολή κανονιστικών τύπων που περιορίζουν την πολυμορφία και την αναγκαία συνθετότητα των κοινωνικών πρακτικών. Ένας παράλληλος δρόμος είναι η απαξίωσή τους βάση ηθικών αρχών, όπως η αξιωματική υπεράσπιση των ατόμων ενάντια στην συλλογικότητα, στην συγκεκριμένη περίπτωση, ή όπως μια τυφλή ανθρωπιστική αποστροφή της βίας, συνηθέστερα. Συχνά, ο ηθικολογικός δογματισμός εκφράζεται ως ανόρθωση της προσωπικότητας ενάντια στην ωμή πολιτικότητα (το γνωστό “αυτά εμένα δεν μ’αρέσουν”). Ο διαχωρισμός της ατομικής διάθεσης από το αντικειμενικά αναγκαίο διατηρεί την πρόσδεση του πολιτικού στο ιδιωτικό και αλληλένδετα την κυριαρχία του πολιτικού πάνω στο κοινωνικό. Ο ένας δρόμος ουδετεροποιεί τα μέσα για να τ’ακρωτηριάζει και να τα εκμεταλλεύεται κατά βούληση, ενώ ο δεύτερος τ’ακρωτηριάζει εξαρχής όταν διαρηγνύουν πολιτικές συμβάσεις.»

21. Συμπερασματικά σε σχέση με την πολιτική υποκρισία, ο καιροσκοπισμός ευλόγως θρέφει την ηθικολογία με την οποία συγκαλύπτεται ο αμοραλισμός. «Ποιός ο σκοπός; …να αποκρυβεί πίσω από κατασκευασμένες μεθοδολογικές και ηθικολογικές επιφάσεις το κοινωνικό διακύβευμα.»

22. «Από μια οπτική ταξικής διαλεκτικής το κράτος αναιρεί την αξία των μορφών της αντίστασης (λόγοι, σχέσεις, δράσεις, μέθοδοι κλπ) ταυτίζοντάς τις συκοφαντικά με το δικό της πολιτισμικό κατακάθι και αναπαράγοντάς τις προγραμματικά, ελεγχόμενα, αποσυνδετικά και ουδετεροποιημένα. Η χρήση των τρόπων μας από φορείς εξουσίας και ειδικότερα ετούτων που έχουν ατσαλωθεί και διαχυθεί μέσα από τον κοινωνικό αγώνα, όπως η συλλογικοποίηση και η κατάληψη, είναι μορφές πολεμικής επανενσωμάτωσης του επαναστατικού κοινωνικού δυναμικού.»

23. Κάθε στιγμή, με κάθε πράξη μας διανοίγουμε ή φράσουμε τον δρόμο της κοινωνικής απελευθέρωσης. Το πεδίο ηθικοπολιτικής κρίσης των πράξεών μας είναι ο καθημερινός ταξικός-κοινωνικός αγώνας. Η αυτοαναφορικότητα των αδιαπραγμάτευτων αρχών και των απαράβατων συμπερασμάτων του οποιουδήποτε κοινωνικού υποκειμένου θέτει εξαρχής αυτήν την στάση σε αυτοαποκλεισμό από την συλλογική διαλεκτική.
«Ο ιδεαλιστικός ατομικισμός… δίνει άσυλο στην απόλυτη αδιαφορία προς τις συνέπειες και των προσωπικών επιλογών και των πολιτικών πράξεων. Αδιαφορία που εκβάλλει από μια εμμένουσα αναντιστοιχία μεταξύ της ελεύθερης πολιτικής ένταξης και της ηθικής και πολιτικής ευθύνης για τις επιλογές μας κινηματικά και κοινωνικά. Το προσωπικό είναι σίγουρα πολιτικό, αλλά σημασία έχει προς πια κατεύθυνση στέκεται ο καθένας και οι σχέσεις του. Για την κοινή απελευθέρωση ή για τα εκλεκτικά αλληλοβολέματα;»
«Αν οι αντικειμενικές συνθήκες δεν δημιουργούν την ανάγκη να κοινωνικοποιήσουμε τον κόσμο μας, αλλά δικαιολογούν κάθε ιδιωτική δραστηριότητα, τότε νομίζουμε ότι είμαστε ελεύθεροι από ηθικές αναστολές, αδέσμευτοι από πολιτικές συνέπεις, ανεξάρτητοι από κοινωνικές δομές, ανεύθυνοι για οτιδήποτε κάνουμε, ελεύθεροι από κάθε λογοδοσία.»

24. Η αναρχική δράση αποσκοπεί στην δυναμική ανάπτυξη της ακηδεμόνευτης και ανοιχτά συλλογικής αντιστασιακής αυτοοργάνωσης. Η υπεράσπιση των ταξικών και κοινωνικών κατακτήσεών της αποτελεί προϋπόθεση συνέχειας του αγώνα.
«Στο Πέραμα, που αναφέρθηκε ως παράδειγμα σ’ένα κείμενο, το πρόβλημα δεν είναι ότι “όποιος θέλει να κάνει μεροκάματα στη ζώνη πρέπει υποχρεωτικά να είναι μέλος του σωματείου”, που ως πολιτική πρακτική είναι ιστορικά μια άμυνα της αντιστεκόμενης κοινότητας των εργαζόμενων απέναντι στην απεργοσπασία και στον κατακερματισμό και όποτε κερδήθηκε χρειάστηκαν αιματηροί αγώνες, αλλά ότι το κομματικό σωματείο ελέγχεται από τους εργολάβους, οι οποίοι μαζί με τους εφοπλιστές, τους ναυπηγούς, τους τραπεζίτες κλπ απομυζούν και θυσιάζουν τους εργαζόμενους στα μεροκάματα του τρόμου. Ο άνεργος ή ο εργαζόμενος σίγουρα δεν είναι πιο ισχυρός ή πιο ελεύθερος έξω από μια συλλογική συγκρότηση. Η τυπική ελευθερία στο μεροκάματο είναι θεμέλιο της κυριαρχίας του κεφάλαιου. Ο κρατικός και ο μαφιόζικος συνδικαλισμός κλέβει και ενσωματώνει τα προλεταριακά εργαλεία στον αστικό έλεγχο και ο κομματικός συνδικαλισμός διαπραγματεύεται την ισχύ του μέσα σ’αυτόν. Από μια ταξική αντικρατική σκοπιά η ελεύθερη εργασία, η ελεύθερη στέγαση κλπ δεν μπορούν να υπάρξουν (για όλους) έξω από την αντιστασιακή συλλογικοποίηση και την ισχυροποίησή της.»

25. Η ηθική δύναμη των αναρχικών προταγμάτων έγγυται στην ενσάρκωση της ελεύθερης κι ισότιμης ανθρώπινης κοινότητας. Κατά συνέπεια προς τον σκοπό της κοινωνικής απελευθέρωσης η αλληλεγγύη πρέπει ν’αποτελεί ηθικό και πολιτικό καθήκον για τους αναρχικούς. Η κοινή δέσμευση σ’όλες τις συνέπειες του αγώνα και η ενότητα στην δράση αποτελούν αναπόδραστες συνέπειες της ενότητας μέσων και σκοπών.
Όπως τονίζει ο EZLN σε πρόσφατο κείμενό του, «για να αγωνιστούμε, το μόνο που χρειάζεται είναι λίγη αιδώς, λίγη ακόμα αξιοπρέπεια και πολλή οργάνωση. Τα υπόλοιπα είτε ωφελούν το συλλογικό είτε όχι.» Εμείς επαναλμβάνουμε ότι οφείλουμε ν’ανακαλύψουμε τη ντροπή, για να γίνουμε κίνημα

26. Το επαναστατικό υποκείμενο συγκροτείται σε κάθε στιγμή της ταξικής-κοινωνικής σύγκρουσης από το σύνολο των καταπιεσμένων που αντιλαμβάνονται ότι δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα εκτός από τις αλυσίδες μας.

Επισήμανση α’: Από το κείμενο που κατατέθηκε στον διάλογο συγκρότησης Αναρχικής Πολιτικής Οργάνωσης, έχουμε αφαιρέσει δυο φράσεις που αφορούν ειδικά τις διαμορφούμενες συμφωνίες του συγκεκριμένου εγχειρήματος και δυο φράσεις που αναφέρονται στον διάλογο μέσα στην συγκεκριμένη διαδικασία, με δεδομένο ότι αυτός ο διάλογος είναι ανοιχτός μόνο με όρους συμμετοχής και συνευθύνης.

Επισήμανση β’: Η Α.Σ.Μ.Π.Α. συμμετείχε στις διαδικασίες συγκρότησης Αναρχικής Πολιτικής Οργάνωσης από το Φθινόπωρο του 2013 (κύκλος Δεσμευτικών συναντήσεων) μέχρι το Νοέμβρη του 2015 (4η Προσυνεδριακή συνάντηση), οπότε αποχώρησε.