Απολογισμός της Ομάδας σύνθεσης του θέματος ΑΡΧΕΣ της γ’ Προσυν. και παρατηρήσεις επί των ενστάσεων που κατατέθηκαν μετά την συνάντηση
Η Γ’ Προσυνεδριακή συνάντηση αποτέλεσε ένα ακόμη σημαντικό βήμα προς την κατέυθυνση της συγκρότησης ομοσπονδιακής αναρχικής πολιτικής οργάνωσης. Καταλήξαμε σε σημεία τα οποία θέτουν σιγά σιγά τις βάσεις για το συνέδριο μιας και απαντήσαμε για τον προσυνεδριακό διάλογο στο ζήτημα της διαχείρισης των διαφωνιών και το δομικό πλαίσιο σχηματοποιείται. Παρόλα αυτά μια σειρά προβληματικών επανεμφανίστηκαν καταδεικνύοντας συλλογικές αδυναμίες και αντιφάσεις.
Οι εντάσεις ανάμεσα σε συλλογικότητες, με τον τρόπο που εκδηλώθηκαν την πρώτη μέρα της γ΄προσυνεδριακής, αν και είσωνος σημασίας, χρειάζεται να σημειωθούν˙ μεταφέρουν το πεδίο της αντιπαράθεσης έξω από το πολιτικά δημιουργικό και διαρηγνύουν τον κοινό μας τόπο.
Οι προβληματικές που παρουσιάστηκαν κατά την συζήτηση για το Πολιτικό-Κοινωνικό εμφάνισαν στο τραπέζι τις παθογένειες του αφορμαλιστικού μας παρελθόντος. Οι τοποθετήσεις πολλών δυστυχώς συλλογικοτήτων κινήθηκαν πέρα από κάθε συμφωνημένο διαδικαστικό πλαίσιο. Αναιρούσαν επί τις πράγμασι το μεγαλύτερο μέρος όσων είχαν συμφωνηθεί και πραγματωθεί σε όλο το προηγούμενο διάστημα της γ’ προσυνεδριακής.
Πιο συγκεκριμένα: Δύο συλλογικότητες παρουσίασαν γραπτές θέσεις. Η συζήτηση ξεκίνησε με την κατάθεση των κειμένων και κατάφερε να ασχοληθεί μόνο με την διαδικασία. Η θέση που εκφράσαμε, να ακολουθηθεί το τυπικό της διαδικασίας και να προχωρήσει η ζύμωση μέχρι του εφικτού σημείου προσέκρουσε στην άρνηση αρκετών συλλογικοτήτων που αντιπαρέβαλαν επιχειρήματα επί του διαδικαστικού, περί της πολιτικής ουσίας της διαδικασίας, “αστερίσκων” και συμπεριφορικών αναλύσεων. Η άρνηση του διαλόγου συνοδεύτηκε από προσπάθειες επιβολής μέσω λεκτικών αντιπαραθέσεων, από αποχωρήσεις κι από τον ιδιότυπο και ανυπόστατο εκβιασμό να μην επιμείνει η συλλογικότητά μας για την συζήτηση του θέματος διότι αν ξεκινούσε οι προτάσεις της ΑΣΜΠΑ θα απορρίπτονταν χωρίς την επίτευξη καμίας σύνθεσης.
Κρίνοντας αναλυτικά:
Οι διαδικασίες μας δεν έχουν ύψιστη σημασία απλά καθεαυτές (η λατρεία του κανόνα για το κανόνα), αλλά επιπρόσθετα γιατί φέρουν πλείστα όσα χαρακτηριστικά και σημεία συγκροτούν το συλλογικό μας σώμα την κάθε στιγμή. Η τήρηση των διαδικασιών μας είναι μέγιστης πολιτικής ουσίας στόχευση γιατί επιβεβαιώνει και εξελίσσει την σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ μας, κάνει απτά και καθαρά σε όλους τα εργαλεία που χρησιμοποιούμε για να συνοργανωνόμαστε, είναι ο αρτιότερος τρόπος να κινούμασται αφού αυτόν καθορίσαμε συνειδητά και συλλογικά στις στιγμές αυτοθέσμισης ως τον βέλτιστο.
Η επίκληση της «τυπολατρείας» αποτελεί έναν κενό αφορισμό. Το πολιτικό νόημα των αποφάσεων, η «ουσία» τους, καταγράφεται στις κοινές συμφωνίες. Η κοινή λογική επί των οργανωτικών διαδικασιών βρίσκεται αντικειμενικά αποκλειστικά στις κοινές οργανωτικές συμφωνίες και σίγουρα όχι στους συσχετισμούς ισχύος και σε μεταφυσικές επικλήσεις της κοινότητας και της λογικής. Κάθε άλλη ερμηνεία πέρα από το κοινώς συμφωνηθέν και καταγεγραμμένο είναι αδιάφορη εώς διαλυτικά υπονομευτική όταν επιχειρεί να επιβληθεί. Εφόσον η άρση των διαδικαστικών συμφωνιών δεν προβλέπεται μέσα στις ίδιες, αν επικυρωθεί εξωδιαδικαστικά θα μπορεί αυθαίρετα να προτάσεται ή και να επιβάλεται οποιαδήποτε στιγμή ανάλογα με συσχετισμούς συμφωνιών μέσα στην ΑΠΟ. Αν η κατά γράμμα εφαρμογή των αποφάσεών μας θεωρείται τυπολατρεία, τότε οι συμφωνημένες διαδικασίες καταλήγουν να λειτουργούν ως εργαλεία μικροπολιτικού καιροσκοπισμού, χάνοντας την οργανωτική πολιτική σημασία τους. Ένα τυπικό που διατηρείται απαξιωμένο διαμορφώνει ένα πεδίο σεχταριστικών ανταγωνισμών πιο ζοφερό κι από τον αφορμαλισμό. Αν αυτό που αποφασίσαμε το πρωί μας δυσκολεύει το ίδιο απόγευμα, τότε μάλλον πρέπει αυτό να μας απασχολήσει σοβαρά.
Σύμφωνα με όσα έχουμε αυτοθεσμίσει συλλογικά, ακόμα κι αν μόνο μια συλλογικότητα υπερασπίζεται ένα κοινά επικυρωμένο διαδικαστικό πλαίσιο, ενώ οι υπόλοιπες συλλογικότητες αναγνωρίζουν την παρατυπία, το πλαίσιο έχει ισχύ. Άλλωστε, η πρόταση του ν-1 που υπήρχε εξαρχής στις οργανωτικές θέσεις της ΑΣΜΠΑ (όχι για ζητήματα Καταστατικού, όπως οι ΑΡΧΕΣ) κι επαναλαμβανόταν σε κάθε σχετικό διάλογο ως απάντηση στην προβληματική του «Βέτο», ενσωματώθηκε μόνο στις διαδικασίες διαχείρισης των συνθετικών προτάσεων στην τελευταία προσυνεδριακή. Ποτέ δεν συμφωνήσαμε κι ούτε αποτελεί κοινή λογική (της ΑΠΟ ή όλης της ανθρωπότητας) ότι οποιαδήποτε πλειοψηφία μπορεί να ανατρέψει βασικές οργανωτικές συμφωνίες έξω από τις κοινά συμφωνημένες διαδικασίες. Μια τέτοια λογική θεμελιώνεται μόνο στον Λεβιάθαν του Χομπς.
Έχουμε επισημάνει ήδη τους κινδύνους που εγκυμονούν οι αντιλήψεις οι οποίες θεωρούν ότι η πλειοψηφία πρέπει ή εκ’των πραγμάτων κυριαρχεί κι ακόμα χειρότερα, ότι έχει πάντα δίκιο. Ένα παρεπόμενο αποτελεί ο παραμερισμός της ζύμωσης για χάρη της «αποφασιστικότητας» και της ταχύτητας. Στον διαδικαστικό διάλογο πάνω στις διαφωνίες για τις ΑΡΧΕΣ και στις δυο προσυνεδριακές, η ισχύς της πλειοψηφίας και η πεποίθηση του δικαίου της παρεμπόδισαν την πολιτική ζύμωση πάνω σε σημαντικά ζητήματα. Ειδικά για το θέμα Πολιτικό-Κοινωνικό αρκεί να αναφέρουμε τι είχαμε συμφωνήσει πριν μερικούς μήνες: «Δεν δίνεται η δυνατότητα στις συλλογικότητες να μπλοκάρουν με οποιοδήποτε τρόπο εκ των προτέρων την διαδικασία σύνθεσης».
Τέλος, ιδιαιτέρως προβληματικό ήταν το επιχείρημα περί της μη έναρξης της συζήτησης η οποία προσδιοριζόταν και αναιρούταν κατά το δοκούν σε διάφορα χρονικά σημεία της διαδικασίας. Για εμάς είναι ξεξάθαρο ότι μια διαδικασία ξεκινά με την έναρξή της. Ο διάλογος επί της «ουσίας» ξεκινά από την στιγμή που κατατίθεται ό,τι κατατίθεται στο κοινό τραπέζι του διαλόγου. Κάθε συνέχιση της διαδικασίας σε άλλο χρόνο δεν μπορεί παρά να ξεκινά από το σημείο ακριβώς από το οποίο είχε λήξει.
Ο αστερίσκος: Κατατέθηκε το επιχείρημα από συλλογικότητες ότι η θεματική Πολιτικό-Κοινωνικό δεν ήταν σημείο ουσίας γιατί δήθεν εμπεριεχόταν στην κατηγορία των θεματικών σε αστερίσκο. Το συγκεκριμένο επιχείρημα αντιστρέφει την σημαντικότητα που αναγνωρίστηκε απ’όλο το σώμα της ΑΠΟ ήδη από την α’ Δεσμευτική συνάντηση στις διαφωνίες και εντονότερα στην θεματική ΑΡΧΕΣ. Η διαχείρηση των διαφωνιών εισερχόταν διαρκώς ως ανυπέρβλητο ζήτημα προς επίλυση, ακριβώς διότι οι διαφωνίες θεωρήθηκαν και συνεχίζουν να θεωρούνται, ειδικά για τις ΑΡΧΕΣ, καθοριστικής σημασίας. Η συμφωνία πάνω στα θέματα των αστερίσκων αναγνωρίστηκε από κοινού ως όρος προχωρήματος της οργάνωσης.
Το επιχείρημα είναι επίσης έωλο στη βάση των όσων κατατέθηκαν και όσων αποφασίστηκαν τόσο στην β’ Προσυνεδριακή όσο και στην γ’. Στη θεματική Μέσα-Σκοποί, η οποία επίσης εμπεριεχόταν στον ίδιο αστερίσκο, οι θέσεις που υποστήριζαν ότι δεν ήταν τόσο σημαντική ή ότι έπρεπε να μπεί σε άλλη ενότητα αντικρούστηκαν κατά την β’ Προσυνεδριακή με τα ακριβώς αντίθετα επιχειρήματα από αυτά με τα οποία επιχειρήθηκε να στηριχθεί στην γ’ προσυνεδριακή η υποτίμηση της εξαγωγής μιας θέσης αρχών για το Πολιτικό-Κοινωνικό.
Εδώ να επισημάνουμε ότι για το «ζήτημα πολιτικού-κοινωνικού: διαχωρισμός» ποτέ δεν αποφασίστηκε ομόφωνα η συνάρτησή του ή η μεταφορά του σε οποιαδήποτε άλλη θεματική εκτός από τον αστερίσκο στις ΑΡΧΕΣ, στον οποίο καταγράφηκε στην α’ Δεσμευτική και παραμένει ακόμα και θα παραμένει μέχρι να αποσαφηνιστεί επί της ουσίας. Και βέβαια ούτε υπάρχει άλλη καταγραφή, ούτε τα ομοφώνως επικυρωμένα πρακτικά είναι λανθασμένα. Οι διαφορετικές εξιστορήσεις του ζητήματος αυτοαναιρούνται από τις ίδιες τις αναφορές τους, αλλά ως παραπλανητική παραφιλολογία εισάγουν και πάλι την ιδέα της αμφισβήτησης των καταγεγραμμένων συμφωνιών και της παράκαμψης των συλλογικών διαδικασιών.
3. Το επιχείρημα της “πολιτικής ουσίας” σε σχέση μ’έναν ικανό αριθμό κατατεθιμένων τοποθετήσεων: Κατά την διάρκεια της συζήτησης προτασόταν το επιχείρημα ότι με μόνο δύο κατατεθιμένες προτάσεις δεν μπορούσε να γίνει εποικοδομητικός διάλογος και αυτό αποτελούσε έναν λόγο ουσίας για τον οποίο η συγκεκριμένη θεματική είτε έπρεπε να αναβληθεί είτε να ακυρωθεί. Το γεγονός και μόνο ότι ελάχιστες συλλογικότητες τοποθετήθηκαν στην θεματική αναιρεί το πρόταγμα του επιχειρήματος. Αποτελεί δηλαδή αντίφαση να υποστηρίζει κάποιος την αναγκαιότητα της συζήτησης σε βάθος, ενώ ως τότε δεν είχε δόσει καμιά σημασία. Ξαφνικά ένα ζήτημα το οποίο δεν είχε απασχολήσει σχεδόν κανέναν έγινε ιδιαίτερα σημαντικό, για να μην συζητηθεί τελικά. Απλά, αυτές οι αλλεπάλληλες αντιφάσεις δεν μπορούν να έχουν κανένα κύρος.
Ούτε βέβαια μια αντίληψη που έλεγε ότι η έλλειψη θέσης θα επέτρεπε σε μια ανταγωνιστική θέση να υπερισχύσει έχει βάση, μιας και κάθε θέση που δεν πλειοψηφεί μπορεί να απορριφθεί, σύμφωνα με τον τρόπο λήψης απόφασης στον οποίο συναινέσαμε ομόφωνα για τις διαφωνίες του προσυνεδριακού διαλόγου και το μίνιμουμ των καταγεγραμμένων συμφωνιών σε ορισμένα σημεία δεν αποτελεί πρόβλημα όπως φανέρωσε το αποτέλεσμα της διαδικασίας για την σχέση Μέσων και Σκοπών. Όπως και σε άλλες θεματικές έχουμε αρκεστεί στην ικανή σύνθεση (μέχρι εκεί καταφέραμε – μέχρι εκεί μπορούσαμε) χωρίς μια προϋπόθεση εξαντλητικής εμβάθυνσης, ακόμα περισσότερο στο θέμα Μέσα-Σκοποί που ενώ τιθόταν ως αξιακό και καίριο ούτε σε βάθος συζήτηση επιτεύχθηκε, ούτε καταγράφηκε τίποτε περισότερο από το μίνιμουμ, όχι μόνο αυτό δεν θεωρήθηκε προβληματικό, αλλά και απορρίφθηκαν συνοπτικά όλες οι θέσεις που πρότειναν την εμβάθυνση του διαλόγου ως αναγκαίου για να μην πραραχθεί μια θέση που δεν θα ήταν κενή νοήματος.
4. Το «γινάτι»: Δεν αναλύουμε τη δράση των υποκειμένων στο πολιτικό πεδίο με όρους συμπεριφορισμού ή ψυχολογισμού. Ακόμα και αν δεχτούμε την περίπτωση υποκειμένων που παρεμβαίνουν πάνω στο πεδίο αυτό με αυτό τον τρόπο, από την στιγμή που η δράση τους έχει άμεσα πολιτικά χαρακτηριστικά και συνέπειες, η ανάλυση και ερμηνεία με αυτά τα εργαλεία το μόνο που μπορεί να επιτύχει είναι είτε να οδηγήσει σε παρέλκυση από τα πραγματικά επίδικα είτε και από τα παραγόμενα αποτελέσματα. Επίσης εισάγει στην συζήτηση την πολεμική και ρίχνει το επίπεδο της διαδικασίας. Η επιμονή σε μια θέση, πρόταση ή διαδικασία είναι σημαντικό να γίνεται κατανοητή σε σχέση με το τι προσφέρει ή αφαιρεί, γενικά με το τι παράγει στο δυναμικό πεδίο.
Περι του “αξιακού”: Συνειδητά ως ΑΣΜΠΑ δεν χρησιμοποιούμε τον όρο «αξιακό» όταν επιθυμούμε να υπερτονίσουμε την σημασία που έχει για εμάς μια πρόταση, μια θέση κτλ. Η επιλογή μας απορρέει από την θέση ότι ως αναρχικοί δεν αποδεχόμαστε υπερβατολογικές αρχές, ούτε άκαμπτα δόγματα, καθώς οι αξίες μας προσδιορίζονται, κρίνονται κι επαναπροσδιορίζονται μέσα στην επαναστατική ταξική διαλεκτική με μια άμεση και συνολική ελευθεριακή-κομμουνιστική ηθικοπολιτική οπτική. Όπως έχουν επισημάνει και άλλες συλλογικότητες της ΑΠΟ, η πρόταξη του «αξιακού» υποσκάπτει τις συνθετικές διεργασίες. Εμείς επισημαίνουμε ότι πρόκειται για μια μέθοδο που επιδιώκει την διακοπή του διαλόγου ή και την επιβολή θέσεων μη επεξεργασμένων από κοινού. Τα «αξιακά» γίνονται αφηρημένα, αποσπασματικά και καιροσκοπικά προσχώματα στον κοινό λόγο της ΑΠΟ. Η πρόταξη των θέσεων οποιασδήποτε συλλογικότητας ως αδιαπραγμάτευτων με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή μέσα σε ένα οριζόντιο πολιτικό σχήμα.
Με τα πολιτικά κριτήριά μας βλέπουμε την σημαντικότητα κάποιων θεμάτων. Μάλιστα, η συναίνεση ή και η ομοφωνία πάνω σε ορισμένα (όπως το Πολιτικό-Κοινωνικό) είναι αναπόφευκτη, για να μην τα βρούμε μπροστά μας μέσα στους αγώνες ως επιτακτικά προβλήματα.
6. Η πρακτική των αποχωρήσεων: Στην β’ Προσυνεδριακή παρουσιάστηκε το ζήτημα των αποχωρήσεων από τις διαδικασίες, το οποίο τέθηκε κεντρικά ως ζήτημα πολιτικής και διαδικαστικής ουσίας. Ως ΑΣΜΠΑ δεχθήκαμε σφοδρότατη επίθεση πάνω στην αποχώρησή μας, ακόμη και επί του τυπικού. Το ίδιο σκηνικό με τους «πρωταγωνιστές» σε αντίθετες θέσεις εκτιλήχθηκε και στην γ’ Προσυνεδριακή με πολύ σοβαρότερο τρόπο και μάλιστα από συλλογικότητες που είχαν θέσει το ζήτημα των αποχωρήσεων ως σημαντική προβληματική. Όταν ως ΑΣΜΠΑ αποχωρήσαμε από μια διαδικασία σύνθεσης κατά την β’ Προσυνεδριακή δηλώσαμε την αποδοχή εκ’μέρους μας του αποτελέσματος της συζήτησης που θα συνεχιζόταν, αλλά όχι απαραίτητα και την συμφωνία μας ή την συναίνεσή μας. Η στάση μας δεν έγινε επαρκώς κατανοητή, όμως, η συλλογικότητά μας ήταν συνεπής σ’αυτήν την δήλωση. Απ’την άλλη, η αποχώρηση συντρόφων από τον Ομάδα σύνθεσης για τις ΑΡΧΕΣ στην γ’ Προσυνεδριακή επιζητούσε την λήξη του διαλόγου και σήμαινε την προκαταβολική μη επικύρωσή του. Αυτό μας κάνει να αναρωτηθούμε αν οι διαδικασίες μας έχουν κύρος όταν παράγουν τα πολιτικά αποτελέσματα που θέλει η συλλογικότητά μας και αν γυρνάμε στον πρόταιρο αφορμαλισμό όταν συμβαίνει το αντίθετο. Το δεδικασμένο της γ’ Προσυνεδριακής το μόνο που μας αφήνει είναι ότι η διαδικασία των αποχωρήσεων εν’μέσω των διαδικασιών μας με σκοπό την ακύρωσή τους αποτελεί μια αποδεκτή πρακτική.
Ακόμα, η επιλεκτική χρήση ή καταδίκη της αποχώρησης ως πολιτικής πρακτικής τροφοδοτείται κι ανατροφοδοτεί την συστηματοποιημένη πλέον πρακτική της προσωρινής αποχώρησης κι επανάκαμψης στην ίδια διαδικασία διαλόγου, που προσβάλει την σοβαρότητα των διαδικασιών μας.
Πέρα από τον απολογισμό του διαλόγου για το Πολιτικό-Κοινωνικό καλούμαστε να απαντήσουμε (όλες οι συλλογικότητες και σίγουρα κι η ΑΣΜΠΑ αφού έχει προταθεί μέσα στην ΑΠΟ να κριθούν συγκεκριμένες καταθέσεις της συλλογικότητάς μας) σε δυο ζητήματα που θέτει η συλλογικότητα ΚΑΘΟΔΟΝ εν’όψει της δ’ Προσυνεδριακής. Το ένα ζήτημα επιφανιακώς αφορά την συναίνεσή της ΑΣΜΠΑ στο τελικό κείμενο για το θέμα Μέσα-Σκοποί. Το δεύτερο ζήτημα αφορά την απαίτηση να λογοκριθεί ο προσυνεδριακός διάλογος με μια αυθαίρετη κατηγορία περί συκοφαντίας. Και τα δυο ζητήματα κατά βάθος αφορούν τα ηθικοπολιτικά θεμέλια της ΑΠΟ και την επαναστατική κοινωνική θέση της, αποκαλύπτοντας συγχρόνως μια συντηρητική εμπάθεια μέσα στο κοινό σώμα.
Σχετικά με την συναίνεσή μας στο τελικό κείμενο για το θέμα Μέσα-Σκοποί:
Σύμφωνα με τον τρόπο λήψης απόφασης για τις ΑΡΧΕΣ στον προσυνεδριακό, στον οποίον συναινέσαμε ομόφωνα, μετά από την κατοχύρωση της πλειοψηφικότερης πρότασης οι μειοψηφούσες συλλογικότητες καλούνται να δηλώσουν αν συναινούν σ’αυτήν. Προφανώς, θα ήταν παράλογη η απαίτηση να συμφωνήσουν με κάτι προς το οποίο διαφωνούσαν μόλις πριν. Το ενδεχόμενο έλλειμα συμφωνίας σε βάθος αποτελεί άμεση συνέπεια της κοινής επιλογής μας να εγκαταλήψουμε την ομοφωνία για χάρη της ταχύτερης ολοκλήρωσης των θεματικών ζητημάτων.
Η αναγόρευση ενός ζητήματος ως αξιακού κι ακόμα περισσότερο μιας άποψης, δεν είναι ικανή να δεσμεύσει τις συλλογικότητες που δεν την συμμερίζονται στην ίδια αξιολόγηση. Η συλλογικότητα που προτάσει την αξιακότητα ή την ανάγκη μέγιστης συμφωνίας δεν μπορεί να επιβάλει όρους, αλλά αντιθέτως, τοποθετείται η ίδια σε σχέση με το κεκτημένο δυναμικό σύνθεσης, όπως καταγράφηκε στην απόφαση για την διαδικασία λήψης αποφάσεων για τις ΑΡΧΕΣ στον προσυνεδριακό.
Εξετάζοντας λίγο βαθύτερα την συγκεκριμένη ένσταση, ανακύπτει μια πολιτική και διαδικαστική αντίφαση η οποία εγείρει τουλάχιστον σοβαρά ερωτηματικά ως προς το σκοπούμενό της. Με μια επιδερμική αναφορά στις προφορικές τοποθετήσεις μας κατηγορούμαστε για πλασματική συναίνεση και έμμεσα για τακτικισμό-καιροσκοπισμό. Παρότι η κατηγορία είναι βαριά και θέτει έμμεσα ζήτημα συνύπαρξης μέσα στην ΑΠΟ, θα απαντήσουμε νηφάλια επί του συγκεκριμένου. Για να κριθεί η ποιότητα της συναίνεσής μιας συλλογικότητας απαιτείται να μελετηθούν και να κριθούν οι θέσεις και οι πράξεις της πάνω στο επίμαχο ζήτημα. Οι θέσεις της ΑΣΜΠΑ για την σχέση Μέσων και Σκοπών βρίσκονταν καταγεγραμμένες και κοινοποιημένες ένα μήνα πριν την γ’ Προσυνεδριακή. Μάλιστα, δηλώσαμε ότι θεωρούμε ότι η πρότασή μας αποσαφηνίζει κι εμπλουτίζει την πρόταση που τελικά επικυρώθηκε. Για να κριθεί λοιπόν η συναίνεσή μας πρέπει να κριθούν αυτές οι θέσεις, εφόσον αυτές εξέφραζαν κι εκφράζουν ενδελεχώς την αντίληψή μας πάνω στο ζήτημα. Αλλά πως θα κριθούν εκ’των υστέρων ορισμένες θέσεις που εξοβελίστηκαν με διαδικαστικούς όρους («τυπολατρεία») από τον πολιτικό διάλογο όταν συζητιόταν το επίμαχο θέμα επί της ουσίας; Αλλά ας δούμε τι συνέβη, αναλυτικά.
Δεν αληθεύει ότι για το ζήτημα της σχέσης Μέσων και Σκοπών έγινε ουσιαστικός διάλογος κατά την β’ Προσυνεδριακή. Οι κατατεθειμένες τοποθετήσεις ήταν λίγες και υποτυπώδεις. Κατά την διάρκεια του διαλόγου οι προφορικές παρεμβάσεις της ΑΣΜΠΑ παρερμηνεύονταν. Επιμείναμε στην σε βάθος συζήτηση διότι αντιλαμβανόμασταν ότι τις διαφωνίες που σήμερα συμβιβάζουμε τεχνικά και μεταθέτουμε για το μέλλον θα αναγκαστούμε να τις αντιμετωπίσουμε επί της ουσίας κάτω από πολύ πιεστικότερες συνθήκες. Αποχωρήσαμε από την συζήτηση ακριβώς επειδή αντί του ουσιαστικού διαλόγου επικράτησε η προσπάθεια βιαστικού κλεισίματος του ζητήματος. Παρότι τυπικά οι θέσεις μας καταγράφηκαν εκπρόθεσμα, αποφασίσαμε να επιμείνουμε σ’έναν ουσιαστικό διάλογο επειδή κρίναμε το θέμα ως σοβαρό και κατανοούσαμε ότι για αρκετές συλλογικότητες ήταν αποφασιστικά κρίσιμο. Οι θέσεις που καταθέσαμε εγγράφως το λιγότερο που προσφέρουν είναι μια διαύγεια ως προς τις απόψεις της συλλογικότητάς μας πάνω στο επίμαχο ζήτημα, αλλά και σημεία διαλόγου για την αποσαφήνιση των θέσεων όλων των συλλογικοτήτων, ακριβώς επειδή οι πολιτικές συμφωνίες μας για να είναι γερές απαιτούν ξεκάθαρες θέσεις απ’όλους. Όποιες συλλογικότητες ήθελαν πραγματικά να γνωρίζουν τις θέσεις μας, να είναι προετοιμασμένες γι’αυτές, να έχουν τον χρόνο να τις επεξεργαστούν, να ξέρουν εκ’των προτέρων με ποιές απόψεις συμφωνούν και με ποιές διαφωνούν, μέχρι σε ποιό σημείο μπορούν να συναινέσουν και σε ποιά σημεία δεν μπορούν να κάνουν πίσω, όφειλαν να μελετήσουν τις θέσεις της ΑΣΜΠΑ που κατατέθηκαν γραπτώς μετά την β’ Προσυνεδριακή και να τοποθετηθούν συγκεκριμένα πάνω σ’αυτές στην γ’ Προσυνεδριακή με βάση τις συνθετικές διατυπώσεις, ενδεχομένως για να τις απορρίψουν, αλλά επί του πολιτικού νοήματός τους. Αντ’αυτού, πάλι μπλοκαρήστηκε ο διάλογος επί της ουσίας με το τυπικό πρόσχημα ότι δεν μπορούσε να ξαναρχίσει η συζήτηση από την αρχή. Έτσι, οι διαφορετικές θέσεις, αντιλήψεις και κατευθύνσεις που ενυπάρχουν στην διαδικασία για την συγκρότητηση της ΑΠΟ δεν συζητήθηκαν εκεί που έπρεπε να συζητηθούν από κοινού. Το διαδικαστικό κριτήριο εξοβέλισε την πολιτική ζύμωση απόλυτα. Η αποφυγή του ουσιαστικού διαλόγου σχετικοποιεί τις βασικές πολιτικές συμφωνίες.
Η έλλειψη διάθεσης για ζύμωση όπως εκφράστηκε κατά την β’ και την γ’ Προσυνεδριακή απέναντι στα ζητήματα Μέσα-Σκοποί και Πολιτικό-Κοινωνικό, βρήκε στήριγμα στους διαδικαστικούς τύπους που είχαμε θέσει σε εφαρμογή μόλις πριν. Οι διαφορές στα δυο επίδικα θέματα προσπεράστηκαν με τεχνικό τρόπο επειδή θεσπίσαμε την εντός χρονικών ορίων παραγωγή αποφάσεων επί των εκκρεμούντων ζητημάτων και την πλειοψηφική ισχύ. Τώρα οι διαφορές αναφέρονται ως σημεία ρήξεων χωρίς να θίγονται καθαυτές. Η ΑΣΜΠΑ είχε επισημάνει έντονα και με κάθε ευκαιρία τον συγκεκριμένο κίνδυνο. Ότι δηλαδή, ο επείγον χαρακτήρας της ψηφοφορίας ως τρόπου λήψης απόφασης και η ταύτιση της ελάχιστης τυπικά ικανής πλειοψηφίας με την επάρκεια συμφωνίας υπονομεύουν τον συνθετικό διάλογο. Ωστόσο, συναινέσαμε στην δοκιμή του συγκεκριμένου εργαλείου. Πολύ σύντομα εμφανίστηκαν τα εγγενή προβλήματα αυτής της κοινής επιλογής και μαζί ορισμένες νοοτροπίες αναντίστοιχες της πολιτικής σοβαρότητας και συντροφικότητας που απαιτείται για την συγκρότηση μιας ομοσπονδιακής οργάνωσης.
Ορισμένες από τις συλλογικότητες που ήταν υπέρμαχες της ψηφοφορίας και συλλογικότητες που ήθελαν οριστικές αποφάσεις για ένα σύνολο θεμάτων πριν το συνέδριο υπερασπίστηκαν αυστηρά τις τυπικές συμφωνίες αποκλείοντας μια σε βάθος συζήτηση στο ζήτημα της σχέσης Μέσων και Σκοπών. Αποτελεί τουλάχιστον κραυγαλαίο αντιφατικό συμπέρασμα και αντιφατικό μίγμα επιχειρημάτων να ασκούν κριτική για τυπολατρεία, να δηλώνουν προβληματισμένες για το έλλειμα πολιτικών συμφωνιών, δείχνοντας άλλες συλλογικότητες ή και να εγκαλούν εκ’των υστέρων για ελλειπείς συναινέσεις.
Η ένσταση πάνω στην συναίνεση της συλλογικότητάς μας σημαίναι ότι επιπλέον του εξοβελισμού μιας τοποθέτησης εκτός διαλόγου λόγω εκπρόθεσμης κατάθεσής της, καλούνται ενδεχομένως όλοι να αποδείξουν την νομιμοφροσύνη τους σε σχέση με την κατοχυρωμένη πρόταση. Μια συλλογικότητα κατηγορείται, ενώ η εμπεριστατομένη άποψή της έχει ήδη καταδικαστεί στην σιωπή. Αφενός, η κατάσταση που σκιαγραφείται θυμίζει κάτι από κεκαλυμένες κομματικές εκκαθαρίσεις. Αφετέρου, διαφένεται ότι αρκετοί συναίνεσαν στον εξοβελισμό ορισμένων θέσεων ακριβώς επειδή αυτές έθιγαν το υπόβαθρο των πολιτικών επιφάσεών τους.
Έτσι, η ΑΣΜΠΑ έχει κάθε λόγο να εξηγήσει επί της ουσίας πια είναι η θέση της για την σχέση Μέσων και Σκοπών, όπως το έχει κάνει εγγράφως και να καταδείξει πολύ συγκεκριμένα γιατί με τις θέσεις της υπερασπίζεται την ηθικοπολιτική και οργανωτική ακεραιότητα της ΑΠΟ, ενώ η πρόταση στην οποία συναινέσαμε όλες οι συλλογικότητες αφήνει τεράστια κενά, εώς και την δυνατότητα αντιστροφής του αφορισμού των αγιασμένων μέσων σε καθαγιασμένο μέσο σεχταριστικών σκοπιμοτήτων. Αντί δηλαδή, να κρίνονται όλες οι πολιτικές θέσεις και στάσεις από μια ηθικοπολιτική και αντικειμενική σκοπιά, φτάνουμε στην κατασκευή διαχωρισμών με αμοραλιστκές μεθόδους. Απλούστατα, οι μίνιμουμ θέσεις της ΑΠΟ για το θέμα Μέσα-Σκοποί αξιοποιούνται από μια συλλογικότητα, η οποία έθεσε εξαρχής το ζήτημα ως «αξιακό», αλλά στην συνέχεια αρνήθηκε τον διάλογο επί της ουσίας, προσβλέποντας στην στοχοποίηση μιας άλλης συλλογικότητας με τυπικούς όρους. Η ΑΣΜΠΑ στοχοποιείται ακριβώς επειδή άσκησε κριτική στον τεχνητό μινιμαλισμό και ο τρόπος της στοχοποίησής της είναι ακριβώς η αυθαίρετη πολεμική εργαλειοποίηση των μινιμαλιστικών θέσεων της ΑΠΟ για την εργαλειοποίηση. Τα επιφαινόμενα του διαλόγου περί Μέσων και Σκοπών επιστρατεύονται έξω από κάθε πολιτικό νόημα, αφού ο πολιτικός διάλογος έχει ήδη απαξιωθεί, αποκαλύπτοντας την καιροσκοπική αντίληψη των κατηγόρων. Αναπόφευκτα καλούμαστε όλοι να κρίνουμε ποιοί αγιάζουν τα μέσα και για ποιους σκοπούς.
Σχετικά με τις «συκοφαντικές» αναφορές:
Καταρχάς, είναι αδιανόητο να σβηστεί από τα αρχεία οποιαδήποτε τοποθέτηση συμμετέχουσας συλλογικότητας στην διαδικασία της ΑΠΟ, ακόμα κι αν είχαμε να κάνουμε μ’ ένα αισχρό ή κι εχθρικό προς την ΑΠΟ κείμενο. Η καταγραφή κάθε τοποθέτησης δεν είναι ζήτημα ισότητας, αλλά ελάχιστη προϋποθεση της συλλογικής μνήμης. Ειδικά μια θεμελιακά προβληματική τοποθέτηση θα έπρεπε να καταγραφεί για να στιγματιστεί και ν’αποτελέσει αρνητικό παράδειγμα.
Η «εκβιαστική» απαίτηση εξαφάνισης ορισμένων θέσεων, που σίγουρα δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα στην ΑΠΟ, επιζητά την αποφυγή του διαλόγου μέσα στην ΑΠΟ πάνω στα επίμαχα ζητήματα. Οι θέσεις της ΑΣΜΠΑ για το θέμα Μέσα-Σκοποί προσπεράστηκαν, οι θέσεις της για το θέμα Πολιτικό-Κοινωνικό επίσης, με εντελώς αυθαίρετο τρόπο και τώρα επιζητάται η διαγραφή τους από την συλλογική μνήμη. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν πρόκειται για θέσεις που ορισμένοι δεν μπορούν να ανεχτούν, αλλά για θέσεις που θέλουν να μην συζητηθούν. Εδώ, αρκεί να υπερασπιστούμε το αυτονόητο για αναρχικούς, ότι καμία λογοκρισία δεν είναι ανεκτή.
Υποθέτουμε δια της ατόπου απαγωγής ότι η ΚΑΘΟΔΟΝ προτάσει την σύγκλιση της ολομέλειας ως μπαμπούλα, μάλλον διότι καταλαβαίνει ότι η λογοκρισία δεν μπορεί να θεμελιωθεί πουθενά. Αλλά γιατί να μην τεθεί το ζήτημα στην ολομέλεια αν είναι τόσο σοβαρό; Και βέβαια, γιατί η σύγκλιση της ολομέλειας μπορεί να γίνεται ανάθεμα; Το συλλογικό σώμα δεν έχει κανένα λόγο να φοβάται την συλλογικότερη διαδικασία του. Εκεί παίρνονται οι σοβαρότερες αποφάσεις κι εκεί αποκλειστικά κρίνονται οι πολιτικές συλλογικότητες από κοινού. Ποιό όργανο θα μπορούσε ν’αποφασίσει την διαγραφή ορισμένων θέσεων, αν προβλεπόταν κάτι τέτοιο; Η ολομέλεια γίνεται μπαμπούλας διότι η ΚΑΘΟΔΟΝ θεωρεί ως πιο ανόδυνη λύση την εξαφάνιση του προβλήματος ενάντια σε κάθε πολιτική λογική. Έτσι, «απειλεί» ότι μπορεί να γίνει αυτό που πολιτικά, ηθικά, διαδικαστικά και λογικά πρέπει να γίνει αν έστω ένας θέλει να υπερασπιστεί στάσεις και θέσεις τις οποίες μια συλλογικότητα (η ΑΣΜΠΑ στην συγκεκριμένη περίπτωση) θεωρεί ότι δεν χωράνε στην ΑΠΟ. Η ολομέλεια εμφανίζεται σαν συννεφιασμένος ορίζοντας εφόσον αποφύγαμε να μπούμε στον πυρήνα των διαφωνιών όσο είχαμε τα επίμαχα θέματα στο τραπέζι του διαλόγου. Παρεπόμενα, καθίσταται ολοφάνερη η σωρευτική απαξίωση των συλλογικών διαδικασιών.
Επί των επιχειρημάτων τώρα, είναι εντελώς αστήρικτη μια αξιολογική κρίση πάνω σε μια θέση βάσει του ότι η θέση περιλαμβάνει αποσπάσματα ατομικού κειμένου, πόσο μάλλον αν ο συγγραφέας είναι και μέλος της συλλογικότητας που συντάσει την θέση. Τι θα έπρεπε να πούμε για μια αναφορά στον Μαλατέστα πχ, που δεν ζει και δεν συμμετέχει και στην ΑΠΟ; Μάλιστα, το κείμενο από το οποίο έχουν παρθεί οι επιμέρους διατυπώσεις αφορούσε ένα πεδίο αγώνα στο οποίο συμμετέχουν όλα τα μέλη της ΑΣΜΠΑ. Άλλωστε, όταν αποφασίσαμε να οργανωθούμε πολιτικά με την μορφή της ΑΣΜΠΑ δεν γίναμε ξαφνικά άλλοι άνθρωποι, διαγράφοντας τις κοινές αγωνιστικές εμπειρίες μας και ειδικά τις πιο πρόσφατες. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ορισμένες θέσεις που είχαμε κατακτήσει μέσα στην ταξική-κοινωνική πάλη πριν την συγκρότηση της συλλογικότητάς μας και τις οποίες εξελίξαμε στην συνέχεια συλλογικά εκφράζουν την αντίληψή μας πάνω σε κρίσιμα ζητήματα της ΑΠΟ με έναν τρόπο γειωμένο στην πραγματικότητα που έχουμε βιώσει, όντας σε απόλυτη συνάφεια με τις θέσεις και τους στόχους που έχουμε ήδη συμφωνήσει στην ΑΠΟ και μ’ένα βλέμμα στα επερχόμενα διακυβεύματα της πάλης. Μ’ένα τέτοιο πολιτικό σκεπτικό φροντίσαμε να μην κάνουμε αναφορές σε πρόσωπα, σε πολιτικά σχήματα και σε συμβάντα, αλλά μόνο σε πολιτικές θέσεις και στάσεις.
Αρκεί να επικαλεστεί κάποιος ότι συκοφαντείται για να στιγματίσει μια θέση; Αρκεί το γεγονός ότι ορισμένες δικές του θέσεις απαντόνται σε μια αντίδικη θέση; Οχι. Η κατηγορία της συκοφαντίας κρίνεται επί των συγκεκριμένων λόγων. Για να κρίνουμε αν υπάρχει συκοφαντία πρέπει να μελετήσουμε τις καταγεγραμμένες τοποθετήσεις ή τις μαρτυρίες σε μια άλλη περίπτωση, σε σχέση με το πλαίσιο των αναφερόμενων παραδειγμάτων και το σύνολο των πραγματικών γεγονότων. Αν είμαστε συκοφάντες είμαστε υπόλογοι στην ΑΠΟ. Αλλά όποιος απαιτεί μια διαυγή κρίση επί του προκειμένου, οφείλει πρώτα να ανοίξει πραγματικά τον διάλογο γύρω από τα επίδικα ζητήματα και συγκεκριμένα εδώ, το θέμα της ηθικοπολιτικής ενότητας του αγώνα στο πλαίσιο της ΑΠΟ και το θέμα της σχέσης μας με το κοινωνικό κίνημα. Χωρίς κοινό προσανατολισμό δεν μπορεί να υπάρχει κοινή κρίση σε σχέση με το παρελθόν.
Με δεδομένο ότι υπάρχουν πολιτικές αντιθέσεις ανάμεσα σε συλλογικότητες της ΑΠΟ μπορεί να είναι γόνιμη η κριτική αναφορά σε θέσεις άλλων συλλογικοτήτων του κοινού εγχειρήματος; Συμβαίνει διαρκώς σε όλα τα θέματα του διαλόγου της ΑΠΟ και αποτελεί ζωτικό στοιχείο της πολιτικής σύνθεσης. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η αναφορά μας ήταν σε θέσεις που δεν έχουν κατατεθεί ευθέως μέσα στην ΑΠΟ. Ωστόσο, δεν έχουν πάψει να αποτελούν πολιτικές θέσεις μιας συλλογικότητας (της ΚΑΘΟΔΟΝ), αφού έχουν εκφραστεί δημόσια και δεν έχουν ανακληθεί από την συγκεκριμένη συλλογικότητα. Δεν αντιλαμβανόμαστε την ΑΠΟ ως ιδεολογικό ενιδρύο, αλλά στην πραγματική σχέση της με τους ταξικούς-κοινωνικούς αγώνες. Κάθε πολιτική θέση και στάση των συμμετεχόντων συλλογικοτήτων αφορά το σύνολο. Άρα, δεν θα μπορούσαμε να κρύψουμε κάτω από το χαλάκι τις σοβαρές αντιφάσεις που εκδηλώνονται σιγά σιγά και μέσα στην ΑΠΟ καθώς θέλουμε να βαδίζουμε σε μια κατεύθυνση εμβάθυνσης των συμφωνιών μας. Αντιθέτως, θέτουμε προς συλλογική κρίση τις εκάστοτε αντιφάσεις και αντιθέσεις που αντιλαμβανόμαστε, με όρους πολιτικών θέσεων μέσα στο εξελικτικό πλαίσιο της κοινής ατζέντας.
Η αλήθεια είναι ότι σύντροφοι της ΑΣΜΠΑ έχουν συκοφαντηθεί με τον πλέον αισχρό και προβοκατόρικο τρόπο κι έχουν γίνει και στόχος της βίας των συκοφαντών στο πρόσφατο παρελθόν. Η συλλογικότητα που μας κατηγορεί για συκοφαντία στήριξε εμπράκτως και εγγράφως αυτές τις πρακτικές. Παρόλαυτά, ήταν μια από τις τέσσερις ιδρυτικές συλλογικότητες του εγχειρήματος της ΑΠΟ. Ως ΑΣΜΠΑ κατανοήσαμε την πρόταση για την ΑΠΟ ως μια ανοιχτή, αλλά με συγκεκριμένους πολιτικούς όρους, οριζόντια διεργασία πολιτικής συνοργάνωσης. Στην πρόταση για την ΑΠΟ δεν αναγνωρίσαμε ούτε σεχταριστικά στεγανά, ούτε ιεραρχίες. Όχι γιατί δεν μεταφέρει ο καθένας τις παθογένειές του, αλλά γιατί αντιληφθήκαμε ότι η πρόταση ενέχει μια ισχυρή δυναμική στην κατεύθυνση του συλλογικού ξεπεράσματός τους. Αναγνωρίζοντας τον εαυτό μας, την συλλογικότητά μας μέσα στο συγκεκριμένο συλλογικό όραμα και δίνοντας αξία στο πρόταγμα της ΑΠΟ δεν θα μπορούσαμε να το χαρίσουμε στην συντηρητική ανάδραση, απ’όπου κι αν προέρχεται (ενδεχομένως κι από εμάς τους ίδιους). Θα μπορούσαμε να αποστασιοποιηθούμε και να διεξάγουμε μια σκληρή πολεμική ενάντια σε μια πολιτική ομάδα που σε μια συγκεκριμένη συνθήκη τάχθηκε εχθρικά απέναντι σ’ένα πεδίο αγώνα ή και σε όποιους της προσφέρουν πολιτικά άλλοθι. Αλλά τότε θα προδικάζαμε μοιρολατρικά το άδοξο τέλος του πολιτικού προσανατολισμού μας. Επιλέξαμε το αντιθέτο: Αταλάντευτη αποφασιστικότητα για την συγκρότηση ενός οργανωμένου κινηματικού αναρχικού πόλου, για την κοινωνική επανάσταση, για την αναγκαία ενότητα στην δράση. Πολιτική σοβαρότητα και συντροφικότητα. Εμπιστοσύνη και συνέπεια προς τις κοινές συμφωνίες. Ευθύτητα και συνθετική εργασία στον πολιτικό διάλογο. Κριτική εξέταση και ανοιχτή συζήτηση των ζητημάτων που εγείρονται από τους πραγματκούς αγώνες, στα πλαίσια του εξελισσόμενου κοινού πολιτικού διαλόγου.
Στην δική μας αντίληψη το πρόταγμα δεν περικλύεται στην φράση «να κάνουμε όλοι ένα βήμα πίσω» ώστε να βρούμε κοινές συναινέσεις σε αυτά που ενίοτε μας χωρίζουν, αλλά «να κάνουμε όλοι ένα βήμα μπροστά» σε ένα νέο κοινό τόπο με αυτά που μας ενώνουν, δηλαδή, αυτά που χτίζουμε σήμερα μαζί, που θα καθορίζεται περισσότερο από τις ανοιχτές δυνατότητες του αύριο παρά από τις αδυναμίες του χτες.
Σχετικά με τα Τοπικά Συντονιστικά και τους πολιτικούς σκοπούς της ΑΠΟ
Ως ΑΣΜΠΑ συμφωνούμε απόλυτα ότι η ΑΠΟ πρέπει να συγκροτηθεί ως αναγκαίο βήμα -με βάση το αναγνωρισμένο όριο κάθε συλλογικότητας στη στρατηγική- για τη συνέχιση του αναρχικού αγώνα, την ουσιαστική κεντρική παρέμβασή των αναρχικών, τη δημιουργία ενός διακριτού αντιθετικού πόλου απέναντι στην κυριαρχία, την ριζοσπαστικοποίηση των κοινωνικών και ταξικών αγώνων που διεξάγονται, την προώθηση των αρχών και προταγμάτων μας μέσα σε αυτούς. Και σίγουρα συμφωνούμε με το σημείο γ’ του καλέσματος που λέει τα εξής: «Η αναρχική πολιτική οργάνωση θα πρέπει να δομηθεί πάνω σε κοινές πολιτικές αντιλήψεις και όσο το δυνατόν πιο συνεκτικές συμφωνίες ώστε να μπορεί να χαράξει μακροπρόθεσμες στρατηγικές αγώνα. Η δημιουργία μιας οργάνωσης επιστέγασμα του αναρχικού “χώρου” δεν είναι κάτι που επιθυμούμε. Η αναρχική πολιτική οργάνωση που επιδιώκουμε είναι μέρος τους ευρύτερου αναρχικού/αντιεξουσιαστικού κινήματος, λειτουργεί στο εσωτερικό του και αλληλεπιδρά με αυτό». Αν δεν συμφωνούσαμε δεν θα βρισκόμασταν μέσα στην διαδικασία της ΑΠΟ.
Ακριβώς επειδή αντιλαμβανόμαστε την ανάγκη για συγκροτημένη και σχεδιασμένη αναρχική παρέμβαση στους κινηματικούς κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες και θεωρούμε ότι το ζητούμενο είναι το άνοιγμα περισσότερων μετώπων αγώνα, η μαζικοποίηση και η ριζοσπαστικοποίησή τους, προωθώντας τις αναρχικές θέσεις που αναφέρονται στην κοινωνική επανάσταση και τον ελευθεριακό κομμουνισμό, κρίνουμε απαραίτητη την δημιουργία συλλογικών δομών μέσα στα πλαίσια των πολιτικών συμφωνιών της ΑΠΟ, που θα είναι ικανές να εκφράσουν τις κεντρικές θέσεις της ΑΠΟ άμεσα και δραστικά σε κάθε σημείο του κοινωνικού πεδίου στο οποίο υπάρχει η οργανωμένη παρουσία των συλλογικοτήτων της ΑΠΟ ή και σε σημεία που μέχρι σήμερα αδυνατούσαμε να παρέμβουμε και στα οποία απαιτείται να παρέμβουμε κεντρικά. Τα Τοπικά Συντονιστικά ως εκτελεστικά όργανα απαντούν σε μια πλευρά του παραπάνω πολιτικού προσανατολισμού, εδαφικοποιώντας δυναμικά τα κεντρικά προτάγματα της ΑΠΟ με την αμεσότητά τους στον χώρο και στον χρόνο και κυρίως με την συλλογική ισχύ της οργανωμένης κοινής παρουσίας των πολιτικών συλλογικοτήτων.
Η γεωγραφική αντίληψη της κεντρικότητας αντίκειται στην οριζοντιότητα των αναρχικών συλλογικών διαδικασιών και στον ομοσπονδιακό χαρακτήρα των κοινωνικών προταγμάτων μας. Σε επίπεδο τακτικής, σε άλλες περιστάσεις χρειάζεται συγκέντρωση των δυνάμεών μας, σε άλλες χρειάζεται ταυτόχρονη συντονισμένη παρέμβαση και σε άλλες άμεση ανταπόκριση στις εξελισσόμενες καταστάσεις. Σε κάθε περίπτωση η παρέμβαση της ΑΠΟ είναι κεντρική εφόσον μεταφέρει τα πολιτικά προτάγματα της στον εκάστοτε τόπο αγώνα. Επιπλέον και κυρίως, ο δομημένος τοπικός συντονισμός είναι απαραίτητος και ικανός για την κεντρικοποίηση των επιμέρους σημείων αντίστασης.
Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, η απάντηση στην αντικειμενικά ανισομερή διάταξη των πολιτικών δυνάμεών μας δεν μπορεί να είναι το μπλοκάρισμα της συνοργάνωσης, η απομόνωση και ο αφορμαλισμός. Όπου βρίσκεται έστω κι ένας από εμάς, βρίσκεται η ΑΠΟ κι όπου παρεμβαίνει η ΑΠΟ έχει κάθε λόγο να το κάνει με την μέγιστη συγκρότηση. Η τακτική συγκρότηση της ΑΠΟ όχι μόνο δεν θα την απομονώσει από το αναρχικό και το ευρύτερο κίνημα, αλλά αντιθέτως, θα δημιουργήσει μια ποιοτικά και ποσοτικά νέα δυνατότητα κινηματικής επαφής μέσα από το παράδειγμα της συνοργάνωσης. Όπως είχαμε γράψει το Νοέμβρη του ’13: «Η ενιαία δομή μπορεί να ενισχύσει την πρωτοβουλία, να κινητοποιήσει τοπικό και θεματικό δυναμικό, να προάγει εντός κι εκτός τα κοινά εφόδια (υλικά, γνωστικά, ηθικά, βιωματικά) που απαιτούνται για την αρτιότερη πραγμάτωση της οριζοντιότητας, να ανοίξει συλλογικό χώρο στη μοναδικότητα του κάθε αγωνιζόμενου. Ή θα πραγματώσουμε τη συλλογική αυτοδιεύθυνση στους τωρινούς αγώνες ή θα αφεθούμε στην παλινδρόμηση μεταξύ ηττοπαθούς παρορμητισμού και αφοπλιστικού σχετικισμού.»
Η οργάνωση δομών για την προώθηση των κοινών πολιτικών θέσεων μας μέσα και σε συνάφεια με τους ταξικούς-κοινωνικούς αγώνες φαίνεται από την εμπειρία μας και από τις συνθήκες της εποχής ως απαραίτητη για την ενίσχυση μιας αντίληψης κινηματικής συγκρότησης που θα ξεπεράσει τις αντιλήψεις που προωθούν τον πρακτικισμό και την εντυπωσιοθηρία. Χωρίς την οργανωμένη αμεσότητα της πολιτικής παρέμβασής της η ΑΠΟ θα γίνει εξωτερικός παρατηρητής/αναλυτής, παρότι σε διαφορετικό βάθμο οι συλλογικότητες μπορεί να βρίσκονται μέσα στους αγώνες. Και χωρίς την οργανωμένη ενότητα σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής παρέμβασης της ΑΠΟ οι συλλογικότητες θ’αποκτήσουν σχέση πρωτοβουλιακών «ομάδων κρούσης», κρίνοντας κατά μόνας ή με αφορμαλιστικούς δεσμούς συγγένειας πότε, που και ποιές θέσεις της ΑΠΟ θα πρέπει να εκφράσουν. Μια αντίληψη που ταυτίζει την κατάκτηση κοινών κεντρικών πολιτικών προταγμάτων με μια αποκλειστική αποφασιστική αρμοδιότητα του διαρκούς συλλογικού οργάνου πάνω στο σύνολο των δραστηριοτήτων της ΑΠΟ, αν εφαρμοστεί θα στραγγαλίσει τις δυνατότητές της και κατά συνέπεια θα ενισχύσει τον προεγκατεστημένο αφορμαλισμό, την αποσπασματική πρωτοβουλία και τις σεχταριστικές τάσεις.
Οι αναλύσεις που βλέπουν ότι η πρόταση συγκρότησης τοπικών δομών έρχεται να λύσει επιμέρους ελλείψεις ή ανάγκες των πολιτικών συλλογικοτήτων, ερμηνεύει τα νέα εργαλεία μέσα στα όρια του ήδη δοκιμασμένου επιπέδου οργάνωσης. Η μη κατανόηση της κεντρικής πολιτικής ανάγκης για δυναμική εδαφικοποίηση των κοινών πολιτικών προταγμάτων της ΑΠΟ έγγυται στην δυσκολία μετάβασης σε μια συνθετικότερη βαθμίδα αυτοοργάνωσης, από την κεκτημένη αντίληψη των επιπέδων οργάνωσης στο οποίο είμαστε ριζωμένοι. Τα άλματα φαίνονται μεγάλα, αλλά είναι αναγκαία.
Το αρχικό πλαίσιο που είχε κατατεθεί ως βάση εμβάθυνσης και ανάπτυξης πολιτικών συμφωνιών μπορεί να ερμηνεύεται από κάθε συλλογικότητα ποικιλοτρόπως στο σύνολο των σημείων που δεν τέθηκαν εξαρχής μέσα σε μια εντελεχή-ολοκληρωτική πρόταση. Κατά την διάρκεια του προσυνεδριακού διαλόγου διερευνούμε και διαμορφώνουμε τις συμφωνίες και τις διαφωνίες μας με βάση συμφωνίας το αρχικό κάλεσμα. Από την αρχή αυτής της διαδρομής ως ΑΣΜΠΑ αναγνωρίσαμε το ενδεχόμενο πολιτικών ρήξεων μέσα στην οργανωτική διαδικασία. Δεν προδικάζουμε σχίσματα, διότι θέλουμε να είμαστε ενωτικοί. Δεν μας ανησυχούν οι πολιτικές αντιπαραθέσεις και οι ρήξεις, διότι θέλουμε μια ριζοσπαστική πολιτική διεργασία. «Πραγματικά, συναντιούνται εκείνοι που βλέποντας τον εαυτό τους από κοινού στην επανάσταση, αυτοεξελίσσονται μέσα στον καθημερινό αγώνα προς την κατεύθυνση της ενότητας».
Τέλος, μερικές σημειώσεις-απαντήσεις στα ερωτήματα και τις ενστάσεις που μπαίνουν σχετικά με την συνθετική πρόταση για τα Τοπικά Συντονιστικά η οποία συγκέντρωσε την μεγαλύτερη και επαρκή συναίνεση (2η):
Στον συνθετικό διάλογο της Ομάδας σύνθεσης για την ΔΟΜΗ στην γ’ Προσυνεδριακή ακολουθήσαμε την συμφωνημένη ατζέντα επακριβώς και την επαναβεβαιώσαμε ομόφωνα, προσδιορίζοντας ειδικότερα τα βήματα της διαδικασίας, με μεγαλύτερη σαφήνεια απ’ότι σε κάθε προηγούμενη συζήτηση για τα όργανα. Αφού είχαμε ήδη λήξει τις βασικές συμφωνίες για το συνέδριο, συνδιαμορφώσαμε ορισμένες βασικές συμφωνίες για την σύγκληση και τους σκοπούς των συνδιασκέψεων και για την συγκρότηση ενός διαρκούς γενικού οργάνου. Στην συνέχεια περάσαμε στο ζήτημα της απόφασης συγκρότησης τοπικών οργάνων, έχοντας συναποφασίσει ότι αμέσως μετά θα προσδιορίσουμε τις αρμοδιότητες του διαρκούς γενικού οργάνου και ύστερα των υπόλογων οργάνων. Δεν κάναμε άλματα, αλλά κινηθήκαμε σταδιακά από το γενικό στο ειδικό. Για τα τοπικά συντονιστικά εκκρεμούν ακόμα πολλά ζητήματα, όπως και για το διαρκές γενικό όργανο κι όπως και για το συνέδριο.
Αν αποφασίζαμε να προσδιορίσουμε πρώτα όλες τις αρμοδιότητες του γενικού οργάνου θα προσκρούαμε στην έλλειψη αποφάσεων για την ύπαρξη υπόλογων οργάνων. Θα βρίσκαμε μπροστά μας το πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε πριν κάποιο καιρό με την άρρηκτη σχέση μεταξύ τρόπων λήψης απόφασης και οργάνων. Η απάντηση που δώσαμε τότε ήταν ο προσδιορισμός των τρόπων λήψης απόφασης ανάλογα σε μια γενική διάκριση των θεματικών (τακτική και λοιπά). Η απάντηση που δώσαμε τώρα ήταν ο βαθμιδόν καθορισμός των δομών της ΑΠΟ από το συλλογικότερο προς το ειδικότερο και ύστερα ο λεπτομερής προσδιορισμός των χαρακτηριστικών τους. Και σίγουρα δεν θα μπορούσαμε να τα συζητήσουμε όλα ταυτόχρονα και γι’αυτό τα βάλαμε ομόφωνα σε μια σειρά.
Αναφορικά με την σχέση ανάμεσα στην στρατηγική και την τακτική αφενός και στο διαρκές γενικό όργανο και τα τοπικά συντονιστικά αφετέρου, σαφώς το συνέδριο κι ίσως και μια ειδική συνδιάσκεψη έχουν την αποκλειστική αρμοδιότητα για την χάραξη της στρατηγικής, όπως έχουμε ομοφωνήσει και σίγουρα ούτε το διαρκές γενικό όργανο, ούτε οποιοδήποτε άλλο υπόλογο όργανο. Το διαρκές γενικό όργανο και υπό τον έλεγχό του τα τοπικά συντονιστικά έχουν την εκτελεστική ευθύνη για την εφαρμογή όχι μόνο της στρατηγικής που χαράσσει το συνέδριο, αλλά και των τακτικών προσανατολισμών, οδηγιών και όρων που διαμορφώνονται από το συνέδριο και τις συνδιασκέψεις. Τα ολομελειακά όργανα έχουν αρμοδιότητα σε ότι κρίνουν απαραίτητο. Οι διαδικασίες που έχουμε ήδη σχηματοποιήσει από κοινού, εγγυώνται αυτήν την συλλογική δυνατότητα. Οι πρωτοβουλίες που προβλέπονται για τα τοπικά συντονιστικά οριοθετούνται ρητώς και υπόκεινται διαρκώς στις κοινές αποφάσεις των οργάνων στα οποία συμμετέχουν όλες οι συλλογικότητες: «… και αναλαμβάνουν σχετικές πρωτοβουλίες μέσα στα πλαίσια και με τους όρους που θέτουν το συνέδριο, οι συνδιασκέψεις και το διαρκές όργανο ».
Σχετικά με τον τρόπο λήψης απόφασης, το διαρκές γενικό όργανο, τα τοπικά συντονιστικά και όποια άλλα όργανα συγκροτηθούν, όπως οι ομάδες εργασίας, ως εκτελεστικά όργανα θα πρέπει ν’αποφασίζουν στα πλαίσια των ευθυνών τους με τον τρόπο που αποφασίσαμε για την τακτική. Θεωρούμε, ως ΑΣΜΠΑ, ότι δεν προκύπτει ζήτημα αλλαγής των τρόπων λήψης απόφασης. Και βέβαια, δεν πρέπει να αναβαθμιστούν οι αρμοδιότητες του διαρκούς γενικού οργάνου, αποδίδοντάς του ζητήματα στρατηγικής, για τα οποία απαιτούνται ομόφωνες αποφάσεις. Επισημάναμε σε προηγούμενες έγγραφες τοποθετήσεις μας, αλλά και κατά την διάρκεια της γ’ Προσυνεδριακής ότι ειδικά για την διαμόρφωση λόγου (πχ προκηρύξεις) θα πρέπει ν’απαιτείται ομόφωνη έγκριση των συλλογικοτήτων, εκτός ειδικών περιστάσεων (έλλειψη απαιτούμενου χρόνου) όπως θα έχει προσδιοριστεί προηγουμένως από το συνέδριο, μια συνδιάσκεψη ή και το διαρκές γενικό όργανο («…μέσα στα πλαίσια και με τους όρους…»).
Αναρχική Συλλογικότητα για τη Μαχητική Προλεταριακή Ανασυγκρότηση
Νοέμβρης 2014