Εξέγερση Νοέμβρη 1973, τρόλεϊ και λεωφορία εκτός γραμμής
«Τα όμορφα χωριά όμορφα καίγονται» 1
Το καλοκαίρι του 2016 δημοσιοποιήθηκαν ορισμένες καταγγελίες πολιτικών σχημάτων για ένα συμβάν στο κατειλημμένο Πολυτεχνείο (10 Ιούνη). Η μια καταγγελία, από την Ελευθεριακή Συνδικαλιστική Ένωση (Αθήνας)2, απευθύνει ένα κάλεσμα στις «συλλογικότητες του αναρχικού-ελευθεριακού χώρου». Η τελευταία καταγγελία για το συμβάν, από την Συνέλευση για την επανοικειοποίηση των Εξαρχείων3, αναγνωρίζει «την αναγκαιότητα σαφούς θέσης από τις δυνάμεις του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού κινήματος».
Κρίνοντας ότι οι καταγγελίες καταλογίζουν σοβαρές κατηγορίες, οι οποίες συνοδεύονται από θέσεις και προτάσεις που μόνο αδιάφορες δεν είναι για ένα πλήθος ζητημάτων του οριζόντιου κινήματος αντίστασης, τοποθετούμαστε δημόσια ως αναρχική πολιτική συλλογικότητα.
Όταν δημοσιοποιήθηκαν οι δυο προαναφερόμενες καταγγελίες, η πολιτική-προσφυγική κατάληψη του Πολυτεχνείου είχε ήδη λήξει. Οπότε, δεν υπήρχε βιασύνη για μια τοποθέτηση σε σχέση με το σώμα της κατάληψης. Η τοποθέτησή μας κρίθηκε αναγκαία διότι οι καταγγελίες δεν αφορούσαν μόνο το αναφερόμενο συμβάν. Στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε αποτιμήσαμε ένα σύνολο επόμενων γεγονότων που συνδέονται με ορισμένους από τους καταγγέλλοντες. Η ακολουθία των γεγονότων έχει φτάσει σε μία κρίσιμη στιγμή. Στην συνέχεια του κειμένου μας εξετάζουμε ειδικά τις καταγγελίες για το συμβάν στο Πολυτεχνείο και γενικά τα επόμενα γεγονότα τα οποία θα αναφέρουμε ως παραδείγματα μέσα από ένα συνολικό πολιτικό πρίσμα.
Καταγγέλλοντας ένα συμβάν που αφορά υποκείμενα του οριζόντιου κινήματος και όχι μόνο:
Κατόπιν δικής μας έρευνας διαπιστώσαμε ότι, όπως φαινόταν και από τις καταγγελίες, τα καταγγέλλοντα σχήματα δεν είχαν κάνει άμεση έρευνα ώστε να συλλέξουν μαρτυρίες για το συμβάν και αρκέστηκαν στην αρχική καταγγελία του κομματικού στελέχους που εκδιώχθηκε από το Πολυτεχνείο. Επίσης, δεν απευθύνθηκε ούτε ερώτηση, ούτε καταγγελία άμεσα στην συνέλευση της κατάληψης του Πολυτεχνείου, για όσο αυτή διήρκησε μετά το συμβάν. Αντ’ αυτού, οι καταγγέλλοντες απέδωσαν κατηγορίες στην κατάληψη ως σώμα και ως εγχείρημα, μ’ έναν ανταγωνιστικό αυτοματισμό.
Η (μη) διαδικασία που περιγράφουμε υπονομεύει τον διάλογο του οριζόντιου κινήματος και ακόμα βαθύτερα, τις συλλογικές διεργασίες του. Η άκριτη υιοθέτηση καταγγελτικών μαρτυριών οι οποίες εξυπηρετούν την εκτόξευση κατηγοριών που φτάνουν στην απόλυτη εχθρότητα, αποτελεί τυχοδιωκτική πολεμική, η οποία όχι μόνο είναι ανίκανη να επιλύσει προβλήματα του κόσμου του αγώνα, αλλά αντιθέτως, υποδαυλίζει τον σεχταρισμό στην πιο κανιβαλική εκδοχή του.
Για το συμβάν της 10 Ιούνη στο Πολυτεχνείο:
Κατόπιν της δικής μας εξέτασης των διαφορετικών μαρτυριών, συμπεραίνουμε ότι τα γεγονότα έχουν ως εξής: Ένας άνθρωπος εισέρχεται μέσα στο κτίριο Γκίνη και κρίνεται ύποπτος από παρόντες καταληψίες. Του ζητάται να δείξει την τηλεφωνική συσκευή του, επειδή θεωρήθηκε πιθανό να τραβούσε φωτογραφίες. Αφού ελέγχθηκε η συσκευή, του ζητήθηκε να αποχωρήσει από τον χώρο κατόπιν ενημέρωσής του ότι η εκδήλωση που αναζητούσε δεν πραγματοποιούνταν εκεί κι ότι η παραμονή μη καταληψιών που δεν είχαν εργασία για την κατάληψη ή δεν συμμετείχαν σε κάποια κινηματική δραστηριότητα που μπορεί να φιλοξενούταν εκεί, δεν επιτρεπόταν από την συνέλευση της κατάληψης. Ο καταγγέλλων αντέδρασε στο αίτημα αποχώρησής του επίμονα, προτάσσοντας την κομματική ταυτότητά του. Από την στάση του φαινόταν ότι επιδίωκε να παραταθεί και να οξυνθεί η αντιπαράθεση. Οι καταληψίες τον απομάκρυναν από το κτίριο με την ελάχιστη αναγκαία φυσική παρέμβαση και χωρίς να ασκήσουν βία. Εκείνος, απομακρυνόμενος επιτέθηκε φραστικά στους καταληψίες. Δυο μετανάστες καταληψίες, αντιλαμβανόμενοι ως απόπειρα φυσικής προσβολής της αυτοοργανωμένης δομής την υβριστική επίθεση που δέχτηκε η κατάληψη και την στάση του, χειροδίκησαν στιγμιαία πάνω του.
Να θυμίσουμε ότι είχε προηγηθεί το γεγονός με τον φωτορεπόρτερ που είχε φωτογραφίσει μετανάστες μέσα στην κατάληψη ερήμην και ενάντια στις αποφάσεις της συνέλευσης, για να τις πουλήσει στην συνέχεια σε καθεστωτική εφημερίδα. Μάλιστα, αυτός ο εισβολέας είχε πιο ισχυρά κινηματικά εχέγγυα από τον κομματικό της 10ης Ιούνη, αφού ήταν μέλος συλλογικότητας κινηματικού ρεπορτάζ και μέλος αναρχικής συλλογικότητας, από την οποία διαγράφτηκε μετά. Η εγρήγορση της κατάληψης για τυχόν φωτογραφίες ήταν απόλυτα λογική και η αυστηρή τήρηση σχετικών μέτρων αναγκαία για την προστασία όχι μόνο της συγκεκριμένης κατάληψης, αλλά συνολικά του ταξικού-κοινωνικού και του αναρχικού κινήματος.
Την προκλητική επιμονή του κατόπιν παρουσιαζόμενου σαν «θύματος», να αμφισβητεί την αυτοπεριφρούρηση μιας αγωνιστικής δομής, θα την κρίνουμε παρακάτω, μέσα από ένα ευρύτερο πολιτικό πρίσμα. Αναφορικά στις αντικρουόμενες περιγραφές των γεγονότων, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι καταγγελίες χωρίς να το λένε ευθέως θεωρούν ως αυτονόητο δεδομένο ότι στο αναφερόμενο συμβάν οι μετανάστες ήταν παθητικοί κι ότι η βία (που ψευδώς περιγράφεται ως ξυλοδαρμός) δεν μπορεί παρά να ασκήθηκε από ντόπιους, «στο όνομα των μεταναστών/προσφύγων». Πρόκειται για καραμπινάτη υποτίμηση των μεταναστών ως ενεργητικό υποκείμενο, ικανό να αυτοκαθορίζεται και να αναλαμβάνει πολιτικές ευθύνες και ειδικότερα ως κοινωνικό υποκείμενο στην σχέση του με οργανωμένα πολιτικά υποκείμενα. Στα καταγγελτικά κείμενα οι μετανάστες περιγράφονται ως χρηστικά αντικείμενα των καταγγελλόμενων κι έτσι μετατρέπονται σε χρηστικά αντικείμενα των καταγγελλόντων. Η ίδια ρατσιστική αφήγηση είχε προταχθεί επίσης πριν μερικά χρόνια εναντίον μιας άλλης αυτοοργανωμένης δομής αντίστασης με χαρακτηριστικά στεγαστικής/προσφυγικής κοινότητας (Προσφυγικά Αλεξάνδρας). Αυτή η αφήγηση έχει ήδη κατατροπωθεί στον δημόσιο διάλογο του οριζόντιου κινήματος. Στην συνέχεια θα σταθούμε στην πραγματική σχέση των μεταναστών με την κατάληψη του Πολυτεχνείου και στην πραγματική σχέση των καταγγελλόντων με τους μετανάστες γενικότερα.
Ζητήματα που εγείρονται από τα καταγγελτικά κείμενα:
– Η χρησιμοποίηση της αλληλεγγύης στους πρόσφυγες.
Θα σταθούμε στην πρόσφατη κατάληψη του Πολυτεχνείου, εξετάζοντας τα χαρακτηριστικά της μέσα από την δική μας ταξική-πολιτική οπτική. Βασική παρατήρηση αποτελεί το γεγονός ότι αυτή η κατάληψη αποτέλεσε έναν τόπο καινοτομικής συνάντησης του προσφυγικού στεγαστικού αγώνα με την παράδοση του μαχητικού αντικρατισμού και των συλλογικών διαδικασιών, όπως αυτά συμπυκνώνονται στον χώρο του Πολυτεχνείου. Αρχικά, μόνο θετικά θα μπορούσαμε να εκλάβουμε στον γενικό προσανατολισμό του ένα τέτοιο εγχείρημα τότε και τώρα. Η ισότιμη συλλογικοποίηση των μεταναστών μέσα στις συνελεύσεις, η κοινή εργασία στις κοινοτικές δομές και η καθημερινή συμμετοχή στην αντιστασιακή κινητοποίηση αποτελούν αναντικατάστατα συστατικά για την ανάπτυξη του προλεταριακού επαναστατικού κινήματος. Σίγουρα, η εδαφικοποίηση αυτής της προσπάθειας σ’ ένα ισχυρό ιστορικό επίκεντρο του αναρχικού κι εξεγερσιακού αγώνα, της έδωσε εξαρχής μια αντικειμενική δυναμική. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι στην διάρκεια αυτής της κατάληψης έγινε πρακτική ζύμωση μεταναστών και ντόπιων σε αυτούς τους άξονες.
Από την δική μας θέση ως αναρχική πολιτική συλλογικότητα που τοποθετήθηκε αλληλέγγυα προς την κατάληψη του Πολυτεχνείου, σημειώνουμε δυο εγγενείς αδυναμίες. Η μια αφορά την αποεδαφικοποίηση και την ασυνέχεια αυτής της ριζοσπαστικής προσπάθειας. Κατά την λήξη της κατάληψης υπήρξε μέριμνα για την μετεγκατάσταση των μεταναστών, αλλά η οργανωτική δυναμική του εγχειρήματος, σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, εξαϋλώθηκε. Οι προσφυγικές δομές επιφορτίζονται επιπλέον δυσκολίες σε σχέση με κάθε άλλη κατάληψη: την μαζικότητα των αναγκών και την κινητικότητα και προσωρινότητα των στεγαζόμενων. Ο χώρος του Πολυτεχνείου έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, δυσκολεύοντας ακόμα περισσότερο την δημιουργία μιας σταθερής κοινότητας αγώνα. Στις αντικειμενικές δυσκολίες προστέθηκε το έλλειμα, από μια μερίδα των καταληψιών, οριζοντιοτήτας και κατά συνέπεια και συλλογικοποίησης. Αυτή είναι η δεύτερη αδυναμία.
Καθώς η Α.Σ.Μ.Π.Α. και αρκετά μέλη της (ως μέλη του πολιτικού σχήματός μας ή άλλων αυτοοργανωμένων σωμάτων) συνδεθήκαμε άμεσα με δραστηριότητες της κατάληψης του Πολυτεχνείου διαμορφώσαμε πολιτικά συμπεράσματα γι’ αυτό το εγχείρημα αυτοοργάνωσης ως τέτοιο και μπορούμε να τα καταθέσουμε δημόσια ώστε το κίνημα να προχωράει μέσα από τις εμπειρίες του. Την κριτική που καταθέτουμε εδώ, την ασκήσαμε άμεσα και με σκληρό λόγο μέσα στις συλλογικές διαδικασίες που αφορούσε. Μια τέτοια κριτική δεν έρχεται για να στηρίξει γενικούς αφορισμούς ή να φτιάξει αποδιοπομπαίους δαίμονες, αλλά για να συμβάλει στην παραγωγή συλλογικής γνώσης.
Αναγνωρίσαμε ως τα κύρια προβλήματα της κατάληψης τον ιδεολογικό δογματισμό που οδήγησε στην αυτοαπομόνωση της και την διευθυντική λογική και πρακτική αρκετών από την αρχική πρωτοβουλία, που διέλυσε τελικά το συλλογικό σώμα. Ο κοινός αγώνας εγκαταλείφθηκε υπό την πρωτοκαθεδρία του μικροπολιτικού ελέγχου, που κρύβεται πίσω από τα στερεοτυπικά «περιεχόμενα» και τις σχολαστικές ερμηνείες.
Σ’ αυτό το σημείο διαπιστώνουμε την κοινή παθογένεια που διακατέχει ένα κομμάτι από το σώμα της πρόσφατης κατάληψης του Πολυτεχνείου, τον αριστερό κομματικό που στις 10/6 προβόκαρε την κατάληψη και στα πολιτικά σχήματα που κατήγγειλαν το συμβάν. Ο κομματισμός, που στοιχεία του αποτελούν ο πολιτικός ελιτισμός απέναντι στο προλεταριακό-κοινωνικό σώμα, ο ιδεολογικός δογματισμός, η λογική της κυριαρχίας μέσα στο κίνημα, η απαξίωση των οριζόντιων διαδικασιών και του διαλόγου γενικότερα, η ανενδοίαστη προσφυγή στο προβοκάρισμα, στην συκοφάντηση και στην καλλιέργεια εχθρότητας, και ο οποίος χαρακτηρίζει έντονα το κινηματικό πεδίο των τελευταίων χρόνων, βρήκε ένα ακόμα πάτημα πάνω στο καταγγελλόμενο συμβάν.
Ωστόσο, η κατηγορία της χρησιμοποίησης της αλληλεγγύης στους πρόσφυγες είναι αυτεπίστροφη σε υπερθετικό βαθμό: Τα επίδοξα μικροπολιτικά διευθυντήρια που δεν έχουν χτίσει κανέναν οργανικό δεσμό με μετανάστες επιτίθενται σε κάποιους που επιχείρησαν να παλέψουν καθημερινά μαζί με μετανάστες. Η συγκεκριμένη κατάληψη βρέθηκε στο στόχαστρο μιας πολεμικής επειδή έκανε διαθέσιμη σ’ ένα κομμάτι της κοινωνικής βάσης μια εστία σύγκρουσης κι όχι λόγω των επιμέρους προβληματικών της. Άλλωστε, υπάρχει μια πλειάδα ενεργών στεγαστικών προσφυγικών καταλήψεων στην Αθήνα οι οποίες παρότι ελέγχονται από πολιτικές ομαδοποιήσεις ενάντια σε κάθε έννοια οριζοντιοτήτας, συλλογικοποίησης και συμμετοχικότητας, δεν βρέθηκαν στο πεδίο της επίμαχης πολεμικής.
– Τσιφλίκια, αρματολοί και κλέφτες.
Το κείμενο της Συνέλευσης για την επανοικειοποίηση των Εξαρχείων αποκαλεί την κατάληψη του κτιρίου Γκίνη «τσιφλίκι ελαχίστων» και δηλώνει αντιδιασταλτικά ότι το Πολυτεχνείο «ανήκει σε όλο το κίνημα». Το συμβάν της 10 Ιούνη είχε αρκετά χαρακτηριστικά ώστε να γίνει η αφορμή για μια ριζική αμφισβήτηση της αυτονομίας των οριζόντιων εγχειρημάτων και της επαναστατικής κοινωνικής ελευθερίας στην αυτοάμυνα. Τα καταγγελτικά κείμενα, ακολουθώντας την στάση του κομματικού στελέχους, αποσιώπησαν την ανάγκη αυτοπροστασίας των αυτοοργανωμένων πολιτικών-κοινωνικών δομών και επιχείρησαν να αποδομήσουν το δίκαιό της με όρους συκοφαντικούς, υβριστικούς και επικίνδυνα προβοκατόρικους («αναπαραγωγή του κοινωνικού κανιβαλισμού», «εξουσιαστικές πράξεις επιβολής», «τυφλή ομαδική» και «χουλιγκάνικη βία», «όμοια με αυτή των φασιστικών ορδών και των ΜΑΤ»). Η παράκαμψη κάθε κινηματικής διαδικασίας για την τοποθέτηση σε σχέση με το συμβάν, αφενός εξυπηρέτησε την κατασκευή πλαστών αφηγήσεων πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η δημόσια στοχοποίηση ενός εγχειρήματος αντίστασης κι αφετέρου εξέφρασε τον πυρήνα της πολιτικής αντίληψης των καταγγελλόντων: Φατριαστική πολεμική ενάντια στον ανοιχτό μαχητικό αντιθεσμικό αγώνα.
Η επίθεση στην αυτοπεριφρούρηση των αυτοοργανωμένων δομών αποτελεί ωμή επίθεση στην υλική βάση κάθε αυτονομίας και αλληλεγγύης. Το μονοπώλιο της στρατιωτικής ισχύος θεμελιώνει την κατοχή των υλικών πόρων από τις εξουσίες. Η αμφισβήτηση της αυτονομίας των αυτοοργανωμένων σωμάτων έρχεται πάντα για να εδραιώσει μια παρακρατική εξουσία. Η ισοπεδωτική επικοινωνιακή επίθεση προετοιμάζει την βίαιη επέμβαση, επιδιώκοντας την απομόνωση του στοχοποιούμενου, μέσα από την ολοκληρωτική απαξίωσή του. Έτσι, η επίθεση στην αυτοπεριφρούρηση ενός σώματος αντίστασης ανοίγει τις πόρτες στην κρατική καταστολή και τελικά στοχοποιεί συνολικά το οριζόντιο κίνημα.
Πίσω από τα «άδεια κελύφη και μανδύες» («αναρχικοί» που δεν είναι αναρχικοί, η σύγκρουση που γίνεται «εκτόνωση» και «άλλοθι γραφικοποίησης», λούμπεν κλπ) τα οποία προβάλουν οι καταγγέλλοντες, μπορεί να χωρέσει οποιοσδήποτε δεν συντάσσεται με τις πολιτικές τους. Έχει κρίσιμη σημασία να παρατηρήσουμε ότι η αφηρημένη αμφισημία των λέξεων που σηματοδοτούν τον αγώνα, την οποία σχηματοποιούν αυθαίρετα τα κάθε λογής αυτόκλητα ιερατεία της καθαρότητας των αξιών και των δρόμων, αναπαράγει αυτούσια την κρατική αντιπρολεταριακή κι αντιαναρχική προπαγάνδα. Σ’ αυτές τις αφηγήσεις, παύουν να στοχοποιούνται οι κρατικοί θεσμοί και μηχανισμοί, ενώ η εξουσία και ο πολιτισμός της εντοπίζονται μέσα στην ταξική βάση. Το κράτος και το κεφάλαιο αναφέρονται με μια γενική και απόμακρη έννοια και η καταστροφή τους μετατοπίζεται σε μια μακροπρόθεσμη στόχευση, της οποίας η πραγμάτωση αποπειράται να μεσολαβηθεί από τον έλεγχο πολιτικών φατριών. Αντιθέτως, η εκκαθάριση του δημόσιου χώρου και του κινήματος από τα ακάθαρτα στοιχεία του κοινωνικού σώματος προβάλλεται ως έκτακτη ανάγκη.
Το Πολυτεχνείο, ακριβώς επειδή αποτελεί ιστορική και διαρκή ζωντανή εστία μαχητικής αυτοοργάνωσης, έγινε το πρώτο γεωγραφικό-πολιτικό σημείο μιας συνολικής πολεμικής ενάντια σε κομμάτια της αναρχίας, της νεολαίας και ευρύτερα του προλεταριακού αγώνα, που συμπεριλαμβάνει την μαχητική αυτοοργάνωση των μεταναστών. Η πολεμική ενάντια στην κατάληψη του Πολυτεχνείου, με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της απαξίωσης και στοχοποίησης της αυτοπεριφρούρησής της, ήταν κάτι πολύ μεγαλύτερο από αντιπαράθεση πολιτικών πόλων. Άλλωστε, τα ίδια τα καταγγελτικά κείμενα εντάσσουν το συμβάν σε μια ευρύτερη αφήγηση, στην οποία έχουμε ήδη κάνει μερικές πρώτες αναφορές. Αυτό που στοχοποιήθηκε είναι το Πολυτεχνείο ως συνεχής εστία μαχητικής αντίστασης και αυτοοργάνωσης. Οι δογματικές αγκυλώσεις μιας καθοριστικής ομαδοποίησης της κατάληψης λειτούργησαν ως ο φαινομενικά κατάλληλος αντίπαλος ιδεολογικός πόλος για την έναρξη μιας υπονομευτικής επιχείρησης ενάντια στο ακατάπαυστο Πολυτεχνείο.
Την πολιτική και διαχειριστική ευθύνη της κάθε δομής την έχει το συλλογικό σώμα που εργάζεται σ’αυτήν και την περιφρουρεί. Πολιτική ευθύνη σημαίνει ότι η αυτονομία των αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων δεν νοείται με όρους μικροπολιτικών στοχεύσεων, στεγανότητας και ακρισίας. Η αυτονομία έχει μια ριζοσπαστική σημασία μόνο μέσα σ’ έναν έμπρακτο προσανατολισμό επαναστατικής ενότητας για την κοινωνική αυτονόμηση. Η πολιτική και πρακτική διαχείριση των κινηματικών δομών κρίνεται πρωτίστως με αυτό το κριτήριο. Οι πάντες λογοδοτούν δημόσια και κρίνονται. Το γεγονός ότι κανένας από την συγκεκριμένη κατάληψη δεν απάντησε δημόσια μέχρι σήμερα στην επίθεση που δέχτηκε το Πολυτεχνείο, καταδεικνύει ότι αυτό το εγχείρημα, που αυτοδιαλύθηκε μέσα στην σιωπή, ήταν μια πολύ αδύναμη στιγμή για το αγωνιστικό έδαφος του Πολυτεχνείου.
Ο απολογισμός και η κριτική των αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων γίνονται σε συλλογικές διαδικασίες που εξ’ορισμού είναι ανοιχτές τουλάχιστον στα εμπλεκόμενα υποκείμενα. Η κριτική απέναντι σε κομμάτια του οριζόντιου αγώνα χάνει την αξία της όταν προσπερνά το επαναστατικό κεκτημένο του ανοιχτού διαλόγου στα συλλογικά πεδία στα οποία αυτοοργανώνεται η εκάστοτε αγωνιστική προσπάθεια. Και σίγουρα, οι κλειστές διαδικασίες δεν μπορούν να έχουν καμία κινηματική αρμοδιότητα. Το πραγματικό διακύβευμα παραμένει η υπεράσπιση της ανοιχτότητας του Πολυτεχνείου.
Το Πολυτεχνείο, αλλά και κάθε κατηλειμμένος χώρος, ανήκει στο κίνημα συνολικά. Αλλά τι σημαίνει αυτό μέσα στην πραγματική ταξική-πολιτική διαπάλη;
Μιλώντας με την θεσμική γλώσσα της ακαδημαϊκής ελευθερίας, η επίκληση της ανοιχτότητας παραπέμπει στην διαθεσιμότητα ενός χώρου προς πολιτικές δραστηριότητες, εστιάζοντας σ’ εκείνες του ανταγωνιστικού κινήματος γενικότερα. Ωσόσο, αυτό το κριτήριο είναι αποσπασματικό, παρελκυστικό και συντηρητικό. Αποσπασματικό και παρελκυστικό, διότι αποσυνδέει τις πολιτικές διαδικασίες κι εκδηλώσεις από την αντικειμενική βάση του αγώνα, την μαχητικότητά του και την μαζικότητά του. Η κατοχύρωση του Γκίνη ως χώρου συνελεύσεων κι εκδηλώσεων-συζητήσεων αποτελεί μια πολύ επιμέρους κατάκτηση σε σχέση με τον ιστορικό και ακόμα ολοζώντανο χαρακτήρα του Πολυτεχνείου ως μητροπολιτικής εστίας εξεγερσιακής συσπείρωσης και δράσης. Και συντηρητικό, αφού επιχειρεί να μεταφέρει τον διάλογο σ’ ένα πλαίσιο (αντι)κοινωνικής ειρήνευσης, προσλαμβάνοντας ανταγωνιστικά την μαχητική αυτοοργάνωση και αυτοάμυνα πάνω στο συγκεκριμένο έδαφος.
Ας δούμε μέσα από τα πιο ισχυρά παραδείγματα της τελευταίας δεκαετίας ποιοί υπερασπίστηκαν το Πολυτεχνείο και ποιοί το υπονόμευσαν ή το εγκατέλειψαν ή το παρέδωσαν στο κράτος. Μια στιγμή σταθμός ήταν η Κατάληψη του Πολυτεχνείου τον Δεκέμβρη του 2008, που ξεκίνησε αμέσως μετά την δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, μέσα στις φωτιές της εξέγερσης. Η Κατάληψη του ’08 διήρκησε όσο μπόρεσε να κρατήσει την δάδα της εξέγερσης αναμμένη. Στην διάρκειά της αντιμετώπισε αποτελεσματικά διάφορες προσπάθειες υπονόμευσής της και ευθείες επιθέσεις. Μια απόπειρα φυσικού ακρωτηριασμού και πολιτικής υπονόμευσης της Κατάληψης επιχειρήθηκε από τον κομματικό μηχανισμό στον οποίον είναι στέλεχος σήμερα το «θύμα» της 10/6/’16. Το σχέδιο που αποπειράθηκαν να εφαρμόσουν ήταν η φεουδαλοποίηση της Κατάληψης με το άνοιγμα και την κατάληψη του κτιρίου ΜΑΧ, έχοντας την πλήρη στήριξη θεσμικών παραγόντων. Οι καθηγητάδες έβαλαν τις πλάτες, κάνοντας αντισυγκεντρώσεις και εκτοξεύοντας εκβιασμούς μέσα στον χώρο του Πολυτεχνείου. Όταν έγινε φανερό ότι το σχέδιο απέτυχε λόγω της αντίστασης της συνέλευσης της Κατάληψης, οι κομματικοί εξαφανίστηκαν τόσο ξαφνικά όσο είχαν εμφανιστεί. Να σημειώσουμε ότι στην πρόταση που κατέθεσε η συνέλευση, με πολύ ευρύ και αδογμάτιστο πνεύμα, για ισότιμη συμμετοχή τους στο ενιαίο εγχείρημα μέσα από την συνέλευσή του, χωρίς τον κατατεμαχισμό του χώρου και των διαδικασιών της, δεν αξιώθηκαν ούτε να απαντήσουν.
Η Κατάληψη του ’08 δέχτηκε και μια ευθεία επίθεση, όταν ένα τσούρμο τραμπούκοι καθοδηγούμενοι από έναν τότε νταή του α/α «χώρου» απομάκρυναν βίαια ένα μέλος της περιφρούρησης, τον χτύπησαν ομαδικά και τον άφησαν αιμόφυρτο και ακίνητο στον δρόμο. Ο λόγος ήταν ότι η περιφρούρηση της Κατάληψης αμφισβήτησε το αυθαίρετο προνόμιο του χαϊδεμένου νταή (αλλά άγνωστου για τους νέους συντρόφους της εξέγερσης του Δεκέμβρη) να κάνει κουμάντο στην διαχείριση της εισόδου. Παρακάτω θα δούμε ότι οι πρακτικές εκφάνσεις της τωρινής πολεμικής είναι εξίσου κανιβαλικές.
Η πιο πρόσφατη στιγμή σταθμός για το Πολυτεχνείο ήταν η κατάληψη για την απεργία πείνας του αναρχικού αιχμάλωτου αγωνιστή Νίκου Ρωμανού. Το κίνημα του Δεκέμβρη του ’14 υπενθύμισε την δυναμική των καταπιεσμένων κοινωνικών δυνάμεων και την ισχύ της εμπειρίας της μαχητικής αυτοοργάνωσης. Η Κατάληψη του Πολυτεχνείου του ’14 εξέφρασε με τους πιο σαφείς πολιτικούς, οργανωτικούς και δραστικούς όρους και με την μεγαλύτερη ανοιχτότητα την ζωντάνια της ταξικής σύγκρουσης, επανοικειοποιούμενη για το Πολυτεχνείο την ιστορική του σημασία.
Ο κομματικός μηχανισμός του «θύματος» της 10/6/’16 έδωσε το παρόν στο έδαφος του Πολυτεχνείου και στην επέτειο του Νοέμβρη το ’14, παραδίδοντας τον χώρο στην επέλαση της καταστολής και μάλιστα στην πιο σημαδιακή στιγμή (επέτειος). Μεταφέρουμε αυτούσιο τον σχολιασμό μας από το απολογιστικό κείμενό μας για τον Δεκέμβρη του ’14: «Κλείνοντας την επισκόπηση της Κατάληψης του Πολυτεχνείου, έχει μια ιδιαίτερη βαρύτητα να επισημάνουμε ότι το συγκεκριμένο εγχείρημα διέλυσε την πολιτική ολοκληρωτικού ελέγχου που είχε επιβάλλει το κράτος στα πανεπιστήμια με προσπάθειες χρόνων. Σε συνθήκες απόλυτης απουσίας του ασύλου, ένα συλλογικό σώμα, πολιτικό-κοινωνικό κι όχι στενά συνδικαλιστικό, έσπασε το καθεστώς άγριας καταστολής μέσα και γύρω από τα πανεπιστήμια, κατακρημνίζοντας το φάντασμα του Φορτσάκη. Να θυμίσουμε εδώ ότι ένα μήνα πριν, οι αριστεροί καθοδηγητές που βρέθηκαν στο ΕΜΠ μετά από επίθεση της αστυνομίας σε φοιτητές, εκκένωσαν τον χώρο οικειοθελώς.»4
Ας εξετάσουμε και ποιά πολιτικά υποκείμενα υπερασπίστηκαν το Πολυτεχνείο το ’08 και το ’14 και ποιά προσπάθησαν να το χτυπήσουν. Το ’08 μια μερίδα του α/α χώρου, πολιτικές συλλογικότητες και περσόνες, διαχωρίστηκε δεδηλωμένα από τον ανοιχτό και προλεταριακό χαρακτήρα της Κατάληψης και στην συνέχεια του Δεκέμβρη προσπάθησε να διαχύσει την ελιτίστικη και σεχταριστική διαλυτικότητα. Τότε επίσης συκοφαντούσαν και προβόκαραν μιλώντας για «λούμπεν», «απολίτικους» και «κανιβαλισμό». «Χύμα ζόφος» ήταν το παρατσούκλι που έδωσαν στην Κατάληψη οι μικρόψυχοι αντίπαλοί της. ‘Ενας όρος που θα μπορούσε να βρίσκεται μέσα στην καταγγελία της Συνέλευσης για την επανοικειοποίηση των Εξαρχείων, πολύ ταιριαστά με την αφήγησή της.
Το ’14, κανένα πολιτικό σχήμα από τα σήμερα καταγγέλλοντα που αναφέρονται σ’ αυτό που «κερδήθηκε με το αίμα πολλών χιλιάδων», δεν στήριξε ούτε στο ελάχιστο την Κατάληψη του Πολυτεχνείου. Οι τότε πολιτικά πιο ουδέτεροι απέναντι στο Πολυτεχνείο απείχαν πλήρως από το κίνημα για το Νίκο Ρωμανό. Ενώ εκείνοι που συμμετείχαν στο κίνημα και σήμερα επιτίθενται στο Πολυτεχνείο, τότε, πριν ακόμα γίνει η κατάληψη, αλλά και κατά την διάρκειά της, διεξήγαγαν έναν λυσσαλέο πόλεμο λάσπης και διάσπασης. Το «καγκελάκι» και το «μπαχαλάκι» ήταν οι καραμέλες τους ενάντια στην πιο οργανωμένη μαχητική κατάληψη του Πολυτεχνείου των τελευταίων χρόνων και στην πιο ανοιχτή και μαχητική εστία του κινήματος αλληλεγγύης στον Νίκο Ρωμανό. Αυτά τα ποταπά ψευτοπολιτικά επιχειρήματα τα αποδομήσαμε πρόσφατα δημοσίως με την εκτενή ανάλυση «Κριτική επισκόπηση και πολιτικά διδάγματα από την απεργία πείνας του αναρχικού αιχμάλωτου αγωνιστή Νίκου Ρωμανού και το κίνημα αλληλεγγύης»4.
Επειδή το αίμα νερό δεν γίνεται κι ούτε χαρίζεται σε ανάξιους άρπαγες, γνωστοποιούμε σε όποιους δεν το γνωρίζουν ή θέλουν να μην το θυμούνται, ότι ανάμεσα στους πολλούς χιλιάδες που έδωσαν το κορμί τους στο Πολυτεχνείο είναι και μέλη της Α.Σ.Μ.Π.Α. που στάθηκαν σ’ αυτό το οδόφραγμα ανυποχώρητα κάθε φορά που βρέθηκε στο στόχαστρο της καταστολής από την πρώτη κατάληψη του 1990 μέχρι σήμερα, εισπράττοντας ξυλοδαρμούς, συλλήψεις, διώξεις και καταδίκες. Κανείς δεν θα μπορέσει να ακρωτηριάσει τις ζωντανές εστίες μαχητικής αντίστασης, αν δεν περάσει πάνω από τα κορμιά μας.
Εξέγερση Νοέμβρη 1973, πύλη Πολυτεχνείου στην οδό Τοσίτσα
Η μεγάλη κατρακύλα από την πλατεία Εξαρχείων μέχρι το Πολυτεχνείο:
Το σαθρό πολιτικό-κοινωνικό-ηθικό υπόβαθρο της αντικινηματικής επίθεσης στο Πολυτεχνείο φάνηκε ήδη από τον περασμένο χειμώνα. Η Α.Σ.Μ.Π.Α. βρέθηκε από το πρώτο επεισόδιο μέσα στο πεδίο του κανιβαλικού τραμπουκισμού που εξαπολύεται στο όνομα του αγώνα ενάντια στις μαφίες, για να τρομοκρατήσει, να σκορπίσει και να στρατωνίσει την νεολαία των Εξαρχείων. Στην πρώτη απογευματινή εξόρμηση από το Πολυτεχνείο προς τα Εξάρχεια μετά την επίθεση του ναρκέμπορου Χαμπίμπι σε αγωνιστές, ένα μέλος της συλλογικότητάς μας και κάτοικος Εξαρχείων κινήθηκε ως αλληλέγγυος μαζί με το σώμα των διαδηλωτών. Ένα μεγάλο πλήθος συντρόφων που στο παρελθόν, αλλά κι αργότερα βρέθηκαν στο στόχαστρο της «αντι-λούμπεν» πολεμικής, συμμετείχαν σ’ αυτήν την δράση αντιλαμβανόμενοι την αναγκαία ενότητα του κόσμου του αγώνα απέναντι στις μαφίες. Τότε όμως, ακόμα αναμενόταν η κινητοποίηση να έχει αγαθές προθέσεις. Το μέλος της Α.Σ.Μ.Π.Α. διέφερε από την γενική εικόνα του σώματος, καθώς δεν είχε καλυμμένο πρόσωπο, ούτε εμφανή αμυντικά μέσα, επειδή εξαιτίας λανθασμένης ενημέρωσης δεν είχε προετοιμαστεί για μια δράση, αλλά για μια ανοιχτή συνέλευση. Λόγω του διαφορετικού παρουσιαστικού του ο σύντροφος θεωρήθηκε ξένος σε σχέση με το σώμα των διαδηλωτών αφότου αυτό στάθηκε στην πλατεία. Κάποια στιγμή ένας συμπορευόμενος (εξοπλισμένος και καλυμμένος) πλησίασε και στήθηκε απέναντι από τον σύντροφο φωνάζοντάς του «τον πούλο ρε!», επανειλημμένα. Λίγο πριν, μόλις το σώμα έφτασε στην πλατεία, η φραστική απειλητική επίθεση ενός μέρους των διαδηλωτών προς το σύνολο των εκεί παρευρισκόμενων, είχε ως αποτέλεσμα να αδειάσει ο δημόσιος χώρος πλήρως. Όταν ο σύντροφος βρέθηκε ακούσια απέναντι στην γενική πρακτική των διοργανωτών με τους οποίους συμπορευόταν, αντέδρασε στην προσβολή και απειλή που δέχτηκε, χωρίς να χαρίσει ούτε εκατοστό εδάφους στον τυφλό τραμπουκισμό. Υπερασπίστηκε την παρουσία του στο σημείο, όχι με μια φατριαστική επίκληση της σχέσης του με το σώμα των διαδηλωτών, αλλά με την πρόταξη της ιδιότητας του ανθρώπου που ζει και αγωνίζεται σ’ αυτό το έδαφος. Ο συμπορευόμενος που εκπροσωπούσε τα πολιτικά και οργανωτικά χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης δράσης, επέμενε. Τελικά, τον μάζεψαν άλλοι εκ’ των διοργανωτών, όταν αναγνώρισαν τον σύντροφό μας.
Τι συνέβη όμως σ’ εκείνη την παρέμβαση και στην συνέχεια μέχρι σήμερα, με όσους δεν έχουν αναγνωριστεί από τους επίδοξους πλατειάρχες; Εκείνο το απόγευμα, όποιος βρέθηκε πάνω στην πλατεία και δεν ανήκε στο σώμα των διαδηλωτών αντιμετωπίστηκε ως εχθρός. Αντικοινωνικός κανιβαλισμός δίχως όρια. Διόλου τυχαία, από την επόμενη κιόλας ανάλογη παρέμβαση απουσίαζε το μεγαλύτερο πλήθος των αγωνιστών που δεν ανήκαν στους διοργανωτές, αλλά είχαν στηρίξει την πρωτοβουλία. Όλο αυτό το διάστημα έχουν χτυπηθεί ή απειληθεί αναίτια και άδικα θαμώνες ή και άσχετοι, αλλά και αγωνιστές. Η λογική του τσουβαλιάσματος στον ντορβά της ναρκομαφίας όποιου βρέθηκε μ’ ένα τσιγαριλίκι στο χέρι, είναι πατροπαράδοτος αντιπρολεταριακός ρατσισμός (οι προλετάριοι λιώνονται στους δρόμους, οι αστοί καταναλώνουν όλη την γκάμα των ουσιών καβατζωμένοι στα σπίτια τους και στα μαγαζιά) που εξυπηρετεί μόνο την διασπορά ενός κλίματος φόβου στον δημόσιο χώρο. Την ίδια στιγμή, πίσω από την ησυχία νεκροταφείου που απλώθηκε στην πλατεία το επόμενο διάστημα ως αποτέλεσμα του τυφλού τραμπουκισμού, το ναρκεμπόριο και η προστασία συνεχίζονται απρόσκοπτα στα Εξάρχεια, χωρίς να έχει πειραχτεί κανένα τοπικό μεγαλοστέλεχος της μαφίας. Η απομάκρυνση της ναρκομαρίδας από την πλατεία γίνεται πλέον η αμυδρή επίφαση για την σταδιακή επίθεση και διάλυση της εξεγερσιακής νεολαίας.
Η Α.Σ.Μ.Π.Α. έσπευσε να πάρει εγκαίρως σαφή θέση στον αγώνα ενάντια στις μαφίες, με κείμενό της που μοιράστηκε τον Ιούνη του 2014 κατά τις κινητοποιήσεις αλληλεγγύης στην κατάληψη – κοινωνικό κέντρο Κ*ΒΟΞ, μετά από μαφιόζικη επίθεση. Η τοποθέτησή μας, που είχε κατατεθεί σε μια εποχή γενικής σιωπής του αντιεξουσιαστικού χώρου γύρω από το επίδικο πρόβλημα, αναδημοσιεύτηκε τον Μάρτη του ’16 καθώς κρίθηκε ακόμα πιο επίκαιρη μετά την δολοφονική επίθεση ενός ντίλερ και συνεργάτη της αστυνομίας σε αγωνιστές. Η Α.Σ.Μ.Π.Α. στάθηκε στο επίμαχο πεδίο σύγκρουσης με μια μετωπική αντίληψη, όπως στέκεται σε κάθε πεδίο πάλης απέναντι στο κράτος. Παρά τον τυφλό τραμπουκισμό σ’ έναν από εμάς, προσπεράσαμε το γεγονός και τις θεμελιακές αστοχίες της πρώτης παρέμβασης στην πλατεία, ώστε να στηρίξουμε την κοινή πάλη. Πορευτήκαμε στην μαζική πορεία στα Εξάρχεια με δικό μας πανό, όντας έτοιμοι να συνδράμουμε στην περιφρούρηση του σώματος που διαδήλωνε. Σήμερα, παραμένουμε αμετακίνητα ενωτικοί για την μαχητική αντίσταση στο κράτος, το παρακράτος και τις αγορές τους στα Εξάρχεια και σε κάθε γειτονιά.
Ωστόσο, ακριβώς από μια θέση στράτευσης ενάντια στον κρατικό και παρακρατικό έλεγχο των γειτονιών και την παρεπόμενη εγκατάσταση της εκμετάλλευσης και της σήψης, κρίνουμε ότι η μικροπολιτική του συγκεντρωτικού ελέγχου πάνω στην γειτονιά των Εξαρχείων και στο κίνημα αντιστρατεύεται εγγενώς αυτόν τον αγώνα. Από το προηγούμενο παράδειγμα γίνεται ολοφάνερο ότι στον εξευγενισμό μιας γειτονιάς μπορούν να προσαρμοστούν μια χαρά οι ναρκομαφίες και τελικά, να «απελευθερωθούν» τα νόμιμα και παράνομα επιχειρηματικά συμφέροντα και το κράτος από τον βραχνά της μαζικής δημόσιας παρουσίας των ανυπότακτων.
Θα καταθέσουμε άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από την άμεση εμπειρία μας, το οποίο δείχνει ότι η συγκεντρωτική μικροπολιτική, που καλύπτεται πίσω από τις κστηγορίες «λούμπεν», «χουλιγκάνοι» κλπ, δρα διαλυτικά ενάντια στην κοινωνική αυτοοργάνωση και αυτοάμυνα. Ένα Σάββατο απόγευμα κατά το οποίο η Συνέλευση για την επανοικειοποίηση των Εξαρχείων πραγματοποιούσε περιπολία-παρέμβαση στην πλατεία Εξαρχείων, σύντροφοι από μια αυτοοργανωμένη κοινότητα αντίστασης, δυο από τους οποίους είναι και μέλη της Α.Σ.Μ.Π.Α. βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα άτομο που έχει πάρει αντικοινωνική και αντικινηματική στάση μέσα στην γειτονιά τους. Η παρουσία των συντρόφων μας στα Εξάρχεια εκείνη την ώρα δεν είχε καμία σχέση με την δράση της Συνέλευσης για την επανοικειοποίηση. Ούτε κάτι υποδήλωνε ότι το αναφερόμενο πρόσωπο είχε άμεση σχέση με την παρέμβαση. Το ταυτόχρονο της περιπολίας-παρέμβασης και της συνάντησης ήταν συμπτωματικό. Ο συγκεκριμένος προκάλεσε τους συντρόφους προτάσοντας την εχθρική για την κοινότητα στάση του επί πολύ συγκεκριμένων προβλημάτων της γειτονιάς τους. Παρεμπιπτώντως, τα προβλήματα αυτά αφορούν θέματα πατριαρχικής βίας, σχέσης με κυκλώματα κράτους-παρακράτους, μέχρι και εκμετάλλευσης ανηλίκων. Κάποια στιγμή ο αναφερόμενος εκτόξευσε σοβαρές απειλές εναντίον των συντρόφων της αυτοοργανωμένης κοινότητας. Οι σύντροφοι αντέδρασαν άμεσα, ασκώντας του την αναγκαία βία ώστε να καταλάβει ότι οι τρομοκρατικές απειλές δεν περνάνε στην κοινότητά τους, όπως και σε καμία γειτονιά. Κατόπιν του συμβάντος, κομμάτια της Συνέλευσης για την επανοικειοποίηση εκτόξευσαν κατηγορίες στους συντρόφους για την βια που άσκησαν κατά την διάρκεια της περιπολίας-παρέμβασης, παρότι ελάχιστοι δεν αναγνώρισαν την πράξη τους ως δίκαιη και αναγκαία. Δεν θα σταθούμε καθόλου στου λίγους που για λόγους μικροπολιτικής εμπάθειας υπερασπίστηκαν το συγκεκριμένο υποκείμενο αντικοινωνικών κι αντικινηματικών πράξεων, κάνοντας κουρελόπανο υποκρισίας την σημαία του αγώνα ενάντια στις μαφίες και τον κανιβαλισμό. Να σημειώσουμε, ότι η δυναμική αντιμετώπιση αυτού του ανθρώπου κατηγορήθηκε ότι έπαιξε έναν προβοκατόρικο ρόλο, όχι γενικά επειδή ήταν βίαιη, ούτε επειδή ασκήθηκε βία κατά την διάρκεια μιας παρέμβασης σε δημόσιο χώρο (μια ενδεχόμενη ανάγκη που δεν μπορεί να αποκλειστεί με έναν αφηρημένο κανόνα), αλλά επειδή μπορεί να δημιουργούσε σύγχυση σε σχέση με την δυναμική παρουσία της περιπολίας. Ουσιαστικά, αυτό που κρίθηκε ως (ακούσια ή εκούσια) ανταγωνιστικό για το σώμα που πραγματοποιούσε την περιπολία-παρέμβαση ήταν η έμπρακτη άρση του επιδιωκόμενου μονοπωλίου στην βία.
Τι σημαίνει όμως η λογική της διαχωρισμένης και αποκλειστικής διαχείρισης της αυτοάμυνας και τι αποτελέσματα παράγει; Απαραίτητο υποστύλωμα για την οικοδόμηση της κρατικής κυριαρχίας είναι η αφαίρεση από το κοινωνικό σώμα της δυνατότητας στην αυτοάμυνα. Η απαγόρευση της αυτοάμυνας ειδικά στον δημόσιο χώρο, παραδίνει το κοινωνικό πεδίο στις ορέξεις των εξουσιών.
Ο συγκεντρωτικός έλεγχος του δικαίου συγκεντρώνει και διαχέει την αδικία. Συγκεντρώνει την αδικία διότι οι πολιτικές ομαδοποιήσεις που προσβλέπουν σε μια στρατιωτικοπολιτική κυριαρχία επί του πεδίου και οι κλειστές στρατιωτικές δομές τους δεν ελέγχονται ανοιχτά κι οπότε γίνονται εκκολαπτήρια και καβάτζες των πιο ιδιοτελών κινήτρων. Η επιδίωξη συγκεντρωτικού ελέγχου ισχύος παράγει την γενίκευση κατηγοριών και την αδιάκριτη χρήση βίας και εκφοβισμού, όπως έχει εκφραστεί στα Εξάρχεια τους τελευταίους μήνες με τις προαναφερόμενες πρακτικές. Η απόσταση που χωρίζει τους δηλωμένους σκοπούς (αντίσταση στην μαφία) από τις εκδηλωμένες πράξεις (εκκαθάριση του δημόσιου χώρου από την ταξική βάση), εκφράζει την απόσταση ανάμεσα στο κοινωνικό σώμα και στην αυθαιρεσία και τον αμοραλισμό των πολιτικών διευθυντηρίων.
Ο συγκεντρωτικός έλεγχος διαχέει την αδικία διότι αφαιρεί την ισχύ από την κοινωνική βάση κι έτσι περιορίζει την ελευθερία της, την ασφάλειά της και την εξισωτική δυναμική της. Η αποκλειστικότητα στην αυτοάμυνα θα άφηνε τον κοινωνικό χώρο ευάλωτο σε κάθε λογής εξουσιαστικά συμφέροντα. Έτσι, οι πολιτικές περιπολίες μπορούν να κάνουν παρελάσεις και παραδίπλα ή το αμέσως επόμενο λεπτό να συνεχίζονται ελεύθερα όλα όσα χαρακτηρίζουν τον κόσμο της εκμετάλλευσης. Επιστρέφοντας στο Πολυτεχνείο, αν αφήναμε να επικρατήσει η υπονόμευση της αυτοπεριφρούρησης μιας κατάληψης, θα άνοιγε ο δρόμος για την εγκατάσταση της καταστολής και την μετατροπή του σε μουσείο, όπως ονειρεύεται το κράτος.
Επιπρόσθετα, η αυθαιρεσία και η αδικία του συγκεντρωτικού ελέγχου δίνει παράδειγμα, διαμορφώνοντας ένα πεδίο άγριου ανταγωνισμού. Η κρατιστική αφήγηση για τον κανιβαλισμό, που έχει το αρχέτυπό της στο Λεβιάθαν του Τόμας Χομπς, θεωρεί απαραίτητο το κράτος επειδή θεωρεί τους ανθρώπους κανίβαλους. Το σενάριο που θέλει την καταπιεσμένη βάση να αλληλοτρώγεται μέχρι να πάρει τον έλεγχο ένας πολιτικός μηχανισμός, ανήκει μέχρι το κόκκαλο στην εξουσιαστική παράδοση. Η αναφορά στον «κοινωνικό κανιβαλισμό», όταν δεν στοχοποιεί άμεσα τις κλίμακες των κρατικών θεσμών και των παρακρατικών κυκλωμάτων, προσκαλεί άμεσα ή έμμεσα την κρατική επέμβαση για την επιβολή μιας τάξης. Οι συκοφαντικές περιγραφές των Εξαρχείων σαν την κόλαση όπου οι φτωχοί τρώνε τους φτωχότερους, εκ’πρώτης όψεως υπηρετούν τη νομιμοποίηση της στρατιωτικοπολιτικής παρέμβασης διάφορων πολιτικών ομαδοποιήσεων πάνω στο κοινωνικό πεδίο της γειτονιάς. Κατ’ουσίαν όμως, εκφράζουν την ριζική απαξίωση της ταξικής βάσης από μια κινηματική λογική εκλεκτική και καβατζωμένη σε μικροαστικά προνόμια. Η ελευθεριακή αφήγηση της ιστορίας θεωρεί το κράτος πατέρα του κανιβαλισμού, σαν τον μυθολογικό Κρόνο. Ο κανιβαλισμός είναι ταυτισμένος με την εξουσία και οι πιο βάρβαρες μορφές του σε όλη την ανθρώπινη ιστορία ήταν και είναι αποτέλεσμα της πολιτικής τυραννίας.
Η κινδυνολογία περί ασυδοσίας που εκτρέφεται πάνω στο απελευθερωμένο κοινωνικό έδαφος, εκτός του ότι αναπαράγει την ρατσιστική αντιπρολεταριακή και ολοκληρωτική-αντικινηματική προπαγάνδα του καθεστώτως, είναι παρελκυστική: Μεταθέτει τις ευθύνες των πολιτικών φατριών που έχουν χτίσει τα προνόμιά τους εκμεταλλευόμενα την άμεση δράση της άγριας νεολαίας και την εξεγερσιακή ιστορία των Εξαρχείων, πάνω σ’ αυτούς από τους οποίους αντλούν την πολιτική υπεραξία τους κι έρχονται σήμερα να τους απαξιώσουν. Σίγουρα υπάρχει κατεστημένη ασυδοσία στα Εξάρχεια και αλλού και εντοπίζεται στον συντηρητισμό και τον αμοραλισμό των πολιτικών φατριών, που έχει ως αποτέλεσμα την εγκατάληψη του ανοιχτού μαχητικού προλεταριακού αγώνα και τελικά την εχθρότητα απέναντι του.
Η αντιπρόταση απέναντι στην βία και την τρομοκρατία των εξουσιών δεν είναι η στρατιωτική κυριαρχία ενός πολιτικού σώματος εκλεκτών και τα συνωμοτικά δικαστήρια, αλλά ο παλλαϊκός εξοπλισμός μέσα στην εξέγερση και η άμεση κοινωνική αυτοδιεύθυνση. Το αντιπαράδειγμα δεν είναι η Τσεκά και ο Μπέρια, που απέτυχαν ιστορικά, αλλά τα YPG/YPJ και οι κομμούνες (συνελεύσεις βάσεις) της Βόρειας Συρίας. Σ’ αυτή την επανάσταση ο καθένας έχει ισότιμη δυνατότητα στην αυτοπροστασία του και ισότιμο εθελοντικό καθήκον στην κοινωνική αυτοάμυνα. Η πρωτοβουλία της βάσης, ο λοιδορημένος αυθορμητισμός και η πλέρια ανοιχτότητα των ελεύθερων πολιτικοκοινωνικών δομών, αποτελούν θεμέλια της συνομοσπονδιακής αντίστασης. Επίσης, προσδιοριστικό χαρακτηριστικό της κοινωνικής αυτοάμυνας και αυτοδιεύθυνσης είναι η ανοιχτή και πλατιά ατζέντα του συλλογικού και δημόσιου διαλόγου, σε αντίθεση με τις ειδικές ατζέντες (πχ η περιστροφή των πάντων γύρω από τον αγώνα ενάντια στην μαφία) που επιχειρούν να επιβάλουν οι πολιτικάντικοι τακτικισμοί.
Η αντιδιαστολή με τα Εξάρχεια είναι απόλυτη. Εδώ οι κατασταλτικοί μηχανισμοί κάνουν επιδείξεις ισχύος, η αγορά διασκέδασης ξεζουμίζει ανεμπόδιστα τους εργαζόμενους νεολαίους, οι κυβερνητικοί κομματικοί μηχανισμοί κυκλοφορούν ανενόχλητοι, οι οπορτουνιστές που τους στήριξαν, εγκληματικά, διεκδικούν παράσημα αγώνα και οι μαφίες από πίσω κάνουν τις δουλειές τους. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτής της υποκρισίας είναι η ξαφνική ανακάλυψη των εργαζομένων και η επίκληση της συλλογικής ισχύος τους, με αφορμή έναν καβγά μεταξύ θαμώνων, περαστικών και πιθανώς και μπράβων έξω από το φούρνο “Τα Στάχυα”5. Ενώ, δεν έχει υπάρξει καμία πολιτική πρωτοβουλία οργανωμένης στήριξης, αγωνιστικής υποδοχής και κινητοποίησης της μεγάλης μάζας των υποπρολετάριων της αγοράς των Εξαρχείων ποτέ μέχρι σήμερα. Ορισμένες ομαδοποιήσεις παραδέχονται ότι γνώριζαν ότι ο συγκεκριμένος καταστηματάρχης ασκούσε βία πάνω σε εργαζόμενους, αλλά δεν είχαν εκδηλώσει μέχρι σήμερα καμία αντίδραση, ούτε καν το είχαν δημοσιοποιήσει, παρά μόνο ασχολήθηκαν με το συγκεκριμένο μαγαζί τώρα που εμφανίστηκε η ευκαιρία αξιοποίησης ενός συμβάντος για την εξελισσόμενη εκστρατεία εκκαθάρισης του δημόσιου χώρου. Για να μη νομίζει κανείς ότι μιλάμε στον αέρα, στις πρώτες συγκεντρώσεις οι οποίες εξελίχθηκαν στην Λαϊκή Συνέλευση Εξαρχείων το ’14, τα μέλη της Α.Σ.Μ.Π.Α. που κατοικούσαν στην γειτονιά, είχαν προτάξει έντονα την αναγκαιότητα για τοπική συγκρότηση της εργατικής αντίστασης. Αυτή η πολιτική θέση προσπεράστηκε διακριτικά, διότι διατάρασσε το κατεστημένο διαταξικό μέτωπο της αντιναρκωτικής εκστρατείας και το δόγμα του τοπικού αντιπρολεταριακού πασιφισμού. Την ίδια στιγμή όλοι οι μισθωτοί είναι ξεχασμένοι, κάτω από την σημαία της επιβίωσης των μικροεπιχειρήσεων της γειτονιάς.
Αυτός ο τακτικισμός με τα ποταπά προσχήματα, πριονίζει τα ίδια του τα πόδια. Για να στηθεί η συλλογική κατηγορία του μπραβιλικιού για όλους όσοι ενεπλάκησαν ή απλά βρέθηκαν στον καβγά έξω από τον φούρνο, ώστε να αφοριστεί ένα σύνολο στοχοποιημένων ανυπότακτων ανθρώπων, μερικοί από τους οποίους ήταν μέσα στα γεγονότα, κατασκευάστηκε ένα γελοίο σενάριο με «τσάμπα τυρόπιτες» και υποψίες τηλεφωνημάτων. Ο χειρότερος δικαστής του πιο βαρβαρικού καθεστώτως, θα έφτιαχνε καλύτερο κατηγορητήριο. Οι πολιτικάντικοι σκοποί όμως, χρησιμοποιούν απαράδεκτα μέσα. Οι συγκεκριμένοι λιωμένοι καταναλωτές που παρουσιάστηκαν ως θύματα, που κατά τις μαρτυρίες που έχουμε έδειχναν να είναι υπό την επήρεια σκληρών ναρκωτικών (από αυτά που προτιμά η νεολαία των υψηλών τάξεων) και όντας ανίκανοι να διαχειριστούν την κοινωνικότητα τους προκαλούσαν σε τσαμπουκά όλους όποιοι αμφισβήτησαν τις σεξουαλικές και βίαιες διαθέσεις τους, έγιναν αυτοστιγμεί η εξαίρεση στην αφήγηση περί αλλοτριωμένου λούμπεν που πρέπει να φύγει με τις κλωτσιές από την γειτονιά. Μάλλον είμαστε από τους τελευταίους που δεν θα υπερασπιζόντουσαν την ελευθερία στην ερωτική έκφραση κι από τους τελευταίους που θα υπερασπιζόμασταν έναν επιχειρηματία. Αλλά από αυτό το σημείο μέχρι τον αχαλίνωτο τσαμπουκά κι ύστερα μέχρι το στήσιμο μιας γελοίας σκευωρίας, χάσκουν αγεφύρωτα κενά. Μόνο με σκευωρίες όμως μπορεί να δικαιολογηθεί ο αντιπρολεταριακός ρατσισμός, ο πολιτικός απολυταρχισμός και η υφαρπαγή του κοινωνικού εδάφους για χάρη του καθεστωτικού ελέγχου. Οι σαθρές καταγγελίες για την κατάληψη του Πολυτεχνείου επίσης υπηρετούν ένα τέτοιο έργο.
Η υπόθεση του συλλογικού δικαίου ξεκινάει από τις οριζόντιες, ανοιχτές και ελεύθερες διαδικασίες άμεσου διαλόγου και συναπόφασης. Τι γίνεται στα Εξάρχεια σήμερα με την μικροπολιτική απόπειρα εγκαθίδρυσης ενός διακαιϊκού μονοπωλίου, όπως αυτό συγκεκριμενοποιείται στην πρακτική της Συνέλευσης για την επανοικειοποίηση των Εξαρχείων, που δηλώνει ότι τάσσεται ενάντια στις σάπιες «αξίες» του γερασμένου κόσμου; Απροσπέλαστες και κανιβαλικές διαδικασίες. Μήνες περιμέναμε απάντηση σε mail με το οποίο ζητήσαμε ενημέρωση για τον χώρο και τον χρόνο πραγματοποίησης των συνελεύσεων, ώστε να πληροφορηθούμε με ακρίβεια για ορισμένες καταγγελίες που αναφέρθηκαν σε κείμενο μέσω mail που στάλθηκε σε συλλογικότητες από την Συνέλευση για την επανοικειοποίηση. Σε τι αποσκοπούν οι πολιτικές ανακοινώσεις; Στην συλλογικοποίηση του αγώνα ή στην διακοίνωση φετφάδων που στην συνέχεια θα ερμηνευτούν αυθαίρετα;
Πρόσφατα, όταν μέλος της συλλογικότητάς μας πήγε στην συγκεκριμένη συνέλευση για να ενημερώσει και να εξηγήσει μαζί με άλλους συντρόφους ως εκπρόσωποι της κοινότητας που συνδεόταν με το επεισόδιο των απειλών και της αποφασιστικής αντιμετώπισής τους στην πλατεία Εξαρχείων, το οποίο περιγράψαμε παραπάνω, βρήκαν αδιαφορία, τυφλή επιμονή στην θέση ότι όταν κυκλοφορεί η περιπολία αυτής της Συνέλευσης κανείς άλλος δεν πρέπει να κουνιέται και ορισμένους εγκάθετους οι οποίοι, ωρυόμενοι έπλεκαν το εγκώμιο του «θύματος» που απειλούσε την κοινότητα. Εκείνοι που έδειξαν μια πιο διαλεκτική αντίληψη αποτέλεσαν μια ελάχιστη εξαίρεση.
Απέναντι στους συντρόφους μας κρατήθηκαν μερικά προσχήματα διαλόγου. Απέναντι στους «κατηγορούμενους» του επεισοδίου στον φούρνο η αυτεπάγγελτη καταδίκη εκφράστηκε σ’ένα θέατρο παραλόγου. Γνωρίζουμε ότι πριν ακόμα βγει η καταγγελία για το συμβάν, τα πρόσωπα που είχαν ήδη στοχοποιηθεί με φημολογίες, πήγαν στην συνέλευση για να καταθέσουν την δική τους περιγραφή των γεγονότων και να κοινοποιήσουν τα πεπραγμένα τους. Όταν οι βασικοί «κατηγορούμενοι» ως μπράβοι, ενημέρωσαν την συνέλευση ότι δεν είχαν καμία εμπλοκή στον καβγά, η κατάθεσή τους προσπεράστηκε σα να μην ειπώθηκε ποτέ, χωρίς κανείς να αμφισβητήσει την αλήθεια της. Κι αμέσως μετά, όταν ο άνθρωπος που πρώτος είχε χτυπήσει τους εξαγριωμένους διασκεδαστές το δήλωσε μέσα στην συνέλευση, διευκρινίζοντας ότι εκείνοι που είχαν στοχοποιηθεί δεν είχαν καμία εμπλοκή, η δήλωσή του προσπεράστηκε και οι κατηγορίες συλλογικοποιήθηκαν με τον λαστιχένιο καταλογισμό της ευθύνης «στο ίδιο παρεάκι». Κι αντί η συνέλευση να απευθύνει την κριτική της ή ότι άλλο καταλάβαινε σε εκείνον που πρωταγωνίστησε στο συμβάν και παρουσιάστηκε εκεί οικειοθελώς, αρκέστηκε στην προσπάθεια φίμωσής του, ώστε να μην αλλοιωθεί το σενάριο περί οργανωμένης ομάδας και να βγει μετά η δημόσια καταγγελία που θα προετοίμαζε την βίαιη αποπομπή των δήθεν μπράβων από την γειτονιά και το κίνημα.
Η μεθοδολογία στην οποία κατρακυλάνε οι επίδοξοι επικυρίαρχοι των δρόμων, είναι καταφανώς προβοκατόρικη. Πίσω από την λάσπη, την αυθαιρεσία και τον τραμπουκισμό ανασταίνονται τα κουφάρια του Μανιαδάκη και του Cointel-Pro. Ο πόλεμος για τον έλεγχο φέρνει άπειρα εσωτερικά σχίσματα κι έναν νικητή: Το κράτος.
Το έχουμε επισημάνει και λίγο παλαιότερα: Οι ποταποί σκοποί συνοδεύονται από ποταπά μέσα. Η σύγκρουση για την σχέση σκοπών και μέσων είχε ξεκινήσει μέσα στην διαδικασία συγκρότησης Αναρχικής Πολιτικής Οργάνωσης. Η Α.Σ.Μ.Π.Α αποχώρησε όταν διαπίστωσε ότι οι μικροπολιτικές φατριές είναι έτοιμες να θάψουν το κεκτημένο με σκληρούς αγώνες κοινωνικό έδαφος, προκειμένου να μην χαλάσουν τις καιροσκοπικές ισοροπίες τους. Όπως γράψαμε στο κείμενο αποχώρησής μας από την διαδικασία: «Το κουκούλωμα μιας ριζικής πολιτικής σύγκρουσης πάνω στα επίμαχα σημεία του πολιτικού αμοραλισμού και της σχέσης των αναρχικών με το κοινωνικό μέτωπο, με ή χωρίς ψαλίδισμα, καταγράφεται ως σημείο θεμελιακής πολιτικής κρίσης για όποιους θέλουν να στέκονται στην μεθοριακή γραμμή της αντικρατικής-αντικαπιταλιστικής πάλης από την προλεταριακή-κοινωνική πλευρά.»6
Τα πιο οργανωμένα κομμάτια του α/α «χώρου» και των Εξαρχείων, το τελευταίο διάστημα έχουν επικεντρωθεί σε μια διαλυτική πολεμική μικροπολιτικής κυριαρχίας, ως συνέπεια των αδιεξόδων που επιφέρει η αγωνιστική υποχώρηση και η εσωτερίκευση των συλλογικών και προσωπικών ηττών του καθενός. Όποιος όμως, κανιβαλίζει το περιβάλλον του, είναι αναπόδραστο ότι θα καταρρεύσει μαζί του.
Όλα τα παραπάνω επιβάλουν στην πολιτική μας συλλογικότητα να σταθούμε με υπεύθυνη θέση πάνω στα γεγονότα και τις εξελίξεις, πριν είναι αργά για το επαναστατικό κίνημα και τα επίδικα των κρίσιμων καιρών που ζούμε. Για τον λόγο αυτό, συμπερασματικά, δεν στεκόμαστε στα επιμέρους των διάφορων περιστατικών, ούτε στις υποθεματικές των επιμέρους αναλύσεων.
Για τους αναρχικούς το επαναστατικό καθήκον επιτάσει να αφήσουν πίσω τις γερασμένες φιλοδοξίες της φεουδαρχίας, που βολεύεται καιροσκοπικά πίσω από τις καθεστωτικές οριοθετήσεις, για να ριχτούν στην πραγματική μάχη, συμπαρατασόμενοι σαν ίσοι προς ίσους με τις ζωντανές δυνάμεις του αγώνα.
Σήμερα όσο ποτέ άλλοτε για την ιστορία, την μνήμη και τις ευθύνες των αναρχικών και του επαναστατικού κοινωνικού κινήματος του ελλαδικού χώρου των τελευταίων πενήντα χρόνων τίθεται η ανάγκη της πιο ευρείας και εθελοντικής συνοργάνωσης σε όλα τα πεδία και τα επίπεδα, για να υποδεχτούμε την καταιγίδα που πλησιάζει και η οποία ή θα μας κάνει ποτάμι που θα ποτίσει μια γη που διψάει ή θα μας κάψει σαν γέρικο δέντρο.
Αναρχική Συλλογικότητα για την Μαχητική Προλεταριακή Ανασυγκρότηση
14 Οκτώβρη 2016
Παραπομπές:
-
Κινηματογραφική ταινία για τον εμφύλιο στην Βοσνία
-
https://asmpa.espivblogs.net/2016/07/13/brosoura-romanos/pdf/
-
https://athens.indymedia.org/post/1563409/ και
-
https://asmpa.espivblogs.net/2015/06/03/apo-final-declaration/