ΤΟ ΔΙΚΙΟ ΤΟ ΕΧΟΥΝ ΟΙ ΕΞΕΓΕΡΜΕΝΟΙ…
Το βράδυ της 6ης Δεκέμβρηκατέβηκαστην οχυρωμένη γειτονιά των Εξαρχείων. Εδώ από αυτή την πλευρά των οδοφραγμάτων πλήθος χιλιάδων τιμούσαν την μνήμη του δολοφονημένου από μπάτσους Αλέξη Γρηγορόπουλου με μια γιορτή οργής ενάντια στους ένοπλους φρουρούς του κράτους που εκείνη την ημέρα πολιορκούσαν την γειτονιά. Στην φετινή επέτειο, συλλογικότητες αγώνα επέλεξαν να περιφρουρήσουν την γειτονιά απέναντι σε τούτη την πολιορκία στήνοντας αδιαπέραστα οδοφράγματα σε κομβικά σημεία ευρύτερα της πλατείας. Πλήθος κόσμου προασπίστηκε τα οδοφράγματα από την Τοσίτσα και την Στουρνάρα, μέχρι τη Σόλωνος και την Εμμ. Μπενάκη, ενώ μάχες δίνονταν και στην Χ.Τρικούπη ενάντια στις στρατοπεδευμένες δυνάμεις των ματ.
Αργά το βράδυ, μετά από πολύωρες συγκρούσεις με τους μπάτσους και αφότου η οργανωμένη περιφρούρηση αποχώρησε συντονισμένα, τα ματ που μέχρι τότε δεν είχαν καταφέρει να σπάσουν τα οδοφράγματα, εισέβαλαν περιφερειακά της πλατείας και συνέλαβαν όποιον είχαν μπροστά τους, χτυπώντας και σέρνοντάς τους στην άσφαλτο. Είναι πάγια τακτική των μπάτσων να συλλαμβάνουν κόσμο στο σωρό εκεί όπου εκτυλύσσονται δυναμικές και μαζικές συγκρούσεις, αποδίδοντας έτσι συλλογική ευθύνη σε όσους κατεβαίνουν στο δρόμο, πόσο μάλλον όταν στοχοποιείται μια ολόκληρη γειτονιά από την καταστολή. Βρισκόμουν στην συμβολή της Θεμιστοκλέους και της Κωλλέτη, όταν οι μπάτσοι εκμεταλλευόμενοι την αραίωση του πλήθους, κατάφεραν να περάσουν το οδόφραγμα της Κωλλέτη. Μία ολόκληρη διμοιρία ματ έπεσε πάνω μου, χτυπώντας και βρίζοντας και συγχαίροντας ο ένας τον άλλον για την λεία τους, σε μια προσπάθεια να αναπληρώσουν την ήττα που είχαν υποστεί όλες τις προηγούμενες ώρες. Όταν είδαν ότι είμαι γυναίκα επιδόθηκαν σε μια ακόμη πάγια τακτική τους, τις απειλές βιασμού. Η ιδιαίτερη αυτή μεταχείριση των γυναικών από τους μπάτσους, επιχειρεί να ενσταλάξει τον φόβο διπλά: όχι μόνο φόβος του βασανισμού, αλλά και του εξευτελισμού. Ο βιασμός άλλωστε χρησιμοποιείται ως όπλο πολέμου. Το κράτος αντέδρασε εκδικητικά στην αναβαθμισμένη οργάνωση όσων κατέβηκαν στους δρόμους στις 6 Δεκέμβρη, με την κράτησή μας στα μπουντρούμια της ΓΑΔΑ για 3 μέρες, ακόμη και όσων κατηγορήθηκαν με πλημμελήματα, καθώς και με την παραδειγματική προφυλάκιση τριών εκ των συλληφθέντων στις φυλακές του Κορυδαλλού.
Εδώ στα Εξάρχεια, 8 χρόνια πριν, το κράτος, με τη σφαίρα που σκότωσε τον δεκαπεντάχρονο αναρχικό Αλέξη, στοχοποίησε όλους τους αγωνιζόμενους καταπιεσμένους, σημαδεύοντας πρώτα την νεολαία. Η αναφορά στην μνήμη μας συγκινεί και μας κινητοποιεί για τους αγώνες μας σήμερα. Η ζωντανή μνήμη είναι αυτή που κατεβαίνει στον δρόμο, Εϊναι αυτή που αντί να ψάχνει ψυχαναγκαστικά για την “σύνδεση”, συνδέεται φυσικά με το διαρκές βίωμα της καταπίεσης και της υποδούλωσης και με τον καθημερινό αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση. Είναι αυτή που αντιλαμβάνεται κάθε νεκρό και βασανισμένο στα χέρια του κράτους, κάθε αιχμάλωτο σαν κομμάτι του συνεχούς ταξικού πολέμου. Οι κρατικές δολοφονίες αποσκοπούν στο να σπείρουν τον τρόμο σε όσους αντιστέκονται. Είναι η ύστατη έκφραση της ωμής βίας της εξουσίας. Η υποτέλεια θεμελιώνεται πάνω στον έλεγχο της ζωής και του θανάτου και στο μονοπώλιο της βίας που ασκεί το κράτος για να κρατά αυτόν τον έλεγχο. Η επιλογή του τόπου, τα Εξάρχεια, δεν ήταν τυχαία. Τόσο ιστορικά όσο και σήμερα, τα Εξάρχεια είναι ένα έδαφος κοινωνικής αυτοοργάνωσης και μαχητικής αντίστασης. Η εισβολήτων κρατικών φρουρών 8 χρόνια πριν, μέσα σε τούτη τη γειτονιά για να ασκήσουν δολοφονική βία, ήταν ξεκάθαρα μια πράξη επίθεσης σε όσους τολμούν να αγωνιστούν ενάντια σε κάθε εξουσία.
Ως ενεργό κομμάτι της γειτονιάς των Εξαρχείων, των δομών κοινωνικής αυτοοργάνωσης και του ανταγωνιστικού κινήματος ευρύτερα, με την συνείδηση ότι αυτή η ιστορία είναι και δίκη μου ιστορία, ένοιωσα σαν αδιαμφησβήτητο καθήκον μου να υπερασπιστώ αυτή την γειτονιά, την ιστορία της και το παρόν της, απέναντι στην καταστολή.
Το πρόταγμα της κοινωνική αυτοοργάνωσης, του αγώνα ενάντια σε κράτος και κεφάλαιο παίρνει σάρκα και οστά όταν εδαφικοποιείται εδώ και τώρα στο κάθε σημείο όπου βρισκόμαστε, ζούμε και κινούμαστε ως αγωνιζόμενοι. Τα Εξάρχεια είναι έδαφος οργάνωσης του αντικρατικού αγώνα, πολιτικής ζύμωσης και συνέγερσης των καταπιεσμένων. Ως κεκτημένο έδαφος του κινήματος, η υπεράσπισή του, είναι αναπόσπαστο κομμάτι του αγώνα και αναγκαιότητα για το προχώρημά του. Με άλλα λόγια, για να επιχειρήσουμε το πρόταγμα της απαλλοτρίωσης από την εξουσία ολόκληρου του εδάφους το οποίο κατέχει, πρέπει να μπορούμε να κρατήσουμε και να οχυρώσουμε το δικό μας ζωτικό έδαφος. Η διάδραση της ακατάπαυστης κινητικότητας και της διαρκούς έμπρακτης αμφισβήτησης του κρατικού ελέγχου και της αστυνομοκρατικής πολιορκίας μέσα στην γειτονιά συγκροτεί μέχρι σήμερα την άμυνά της απέναντι στα σχέδια των κεφαλαιοκρατών για την βαθύτερη εκμετάλλευση και τον “εξευγενισμό” της, σχέδια που προϋποθέτουν και αποσκοπούν στην πραγματική ερήμωση της γειτονιάς, δηλαδή στην εξόντωση του κοινωνικού κινήματος.
Όσο οι αφέντες εντείνουν την λεηλασία τους πάνω στους εκμεταλλευόμενους, τόσο οξύνεται και η ταξική πόλωση μέσα στο κοινωνικό σώμα. Όλοι καλούνται εκ των πραγμάτων και εκ θέσεως να στρατευτούν είτε για την υπεράσπιση των ιδιωτικών συμφερόντων τους, είτε για την προώθηση της κοινωνικής απελευθέρωσης, δηλαδή της κοινωνικοποίησης των πάντων για το κοινό όφελος των καταπιεζόμενων. Μέσα σε μια μητροπολιτική γειτονιά όπου συμπυκνώνονται οι ταξικές αντιθέσεις και η οποία βάλλεται από την καταστολή, τα ιδιωτικά και εμπορικά συμφέροντα τοποθετούνται σαφώς εχθρικά απέναντι στον αντικρατικό, αντιεξουσιαστικό αγώνα.Το κοινωνικό κίνημα σήμερα, έχει να αντιπαλέψει τον στρατευμένο αντικοινωνικό κανιβαλισμό των ιδιωτών. Οι ιδιώτες, που με το πρόσχημα της διαφύλαξης της περιουσίας τους, εμμέσως πλην σαφώς προσκαλούν την καταστολή, είναι οι κατεξοχήν αντικοινωνικοί, ακριβώς επειδή αντιλαμβάνονται τον δημόσιο χώρο όχι ως κοινωνικό, αλλά ως μια έρημο εμπορικής δραστηριότητας, και είναι κανίβαλοι, ακριβώς επειδή εναποθέτουν την υπεράσπιση των ιδιωτικών τους συμφερόντων στους βασανιστές και δολοφόνους του κράτους. Η ησυχία προστατεύεται από την στρατιωτική κατοχή. ´Οπως γράφτηκε σε ανακοίνωση συλλογικοτήτων ενόψει της 6ης Δεκέμβρη, καλώντας την γειτονιά να συνοργανωθεί για την υπεράσπισή της: “Τον Κορκωνέα τον όπλισαν οι κλειστές πόρτες”. Αυτοί που κατοικούν δεν ταυτίζονται με αυτούς που ζουν. Ο καθένας παίρνει θέση μέσα στον ταξικό πόλεμο: ή στην καβάντζα του ή στον αγώνα. Το κοινωνικό καθήκον κάθε κάτοικου κάθε γειτονιάς είναι η αυτοοργάνωση ενάντια στην εκμετάλλευση και τους θεσμούς, η κοινωνικοποίηση όλου του χώρου, δημόσιου και ιδιωτικού, και η υπεράσπισή του απέναντι στην καταστολή. Για να χτίσουμε κοινότητες αντίστασης σε κάθε γειτονιά.
Για να δώσω ένα μικρό, καθημερινό παράδειγμα της σημασίας της υπεράσπισης του κοινωνικού εδάφους της γειτονιάς των Εξαρχείων, παραθέτω μια προσωπική μαρτυρία. Σε ανοιχτή εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε λίγες μέρες πριν τις 6 Δεκέμβρη στην πλατεία Εξαρχείων, σχετικά με την επικείμενη κινητοποίηση της γειτονιά για την περιφρούρησή της, έπιασα κουβέντα με κάποιους θαμώνες της γειτονιάς. Τους ρώτησα από πού είναι καθώς δεν μιλούσαμε την ίδια γλώσσα και μου απάντησαν “από μακρυά” και ότι εδώ στην Αθήνα που βρίσκονται καιρό τώρα μένουν επίσης μακρυά κάπου στα δυτικά της Αττικής. Στην ερώτησή μου, πώς και περνούν την ώρα τους εδώ, μου περιέγραψαν την πραγματικότητα της ζωής όσων έρχονται από μακρυά κατατρεγμένοι από τον πόλεμο και την φτώχεια: όπου αλλού και να σταθούν μέσα σε στην μητρόπολη, δέχονται συνεχώς παρενοχλήσεις, απειλές ή και βασανισμούς από μπάτσους. Εδώ στα Εξάρχεια, όπως είπαν, μπορούν να ‘υπάρχουν’. Αυτό το ‘άσυλο’ οφείλουμε να το υπερασπιστούμε. Αυτό το ‘άσυλο’, ‘άβατο’ για τους καθεστωτικούς, έχει χτιστεί με κόπο και μαχητική αντίσταση δεκαετίες τώρα και μόνο έτσι θα το περιφρουρήσουμε.
ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ Σ’ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ
ΟΛΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ
Μ. Σ.
Γενάρης 2017