Τα διαδικτυακά πεδία συζήτησης αντανακλούν την πολιτική των διαχειριστών τους. Σ’ αυτά που βρίσκονται σε καθεστωτικά μέσα οι διαχειριστές τους φιλτράρουν, λογοκρίνουν και κατασκευάζουν πληροφορίες και κάτι παραπάνω: κατασκευάζουν τεχνητά σύνολα «συνομιλητών». Στα κινηματικά μέσα ο διαχειριστής δεσμεύεται να μην παρεμβαίνει ενεργητικά πίσω από το ανοιχτό πεδίο. Παρόλαυτα, η οριζόντια λειτουργία του επικοινωνιακού μέσου δεν το ουδετεροποιεί στην σχέση του με τα επικρατούντα χαρακτηριστικά του κοινωνικού/πολιτικού χώρου που το χρησιμοποιεί. Αντιθέτως, η διαδικτυακή συζήτηση ως εργαλείο προσφέρει ιδιαίτερες δυνατότητες πολιτικής παρέμβασης.
Η λειτουργία ενός ελεύθερου πεδίου πολιτικού διαλόγου στο οποίο έχει ισότιμη πρόσβαση ο καθένας, είναι μια αδιαμφισβήτητη κοινωνική κατάκτηση. Το τεχνικό μέσο δίνει μια δυνατότητα που υλοποιείται χάρη στην πολιτική βούληση και την εργασία του συλλογικού διαχειριστή του.
Η ελευθερία ενός πεδίου διαλόγου συμπεριλαμβάνει την δυνατότητα στην πολεμική και στην ελεύθερη ερμηνεία, ακόμα και στην χρησιμοποίηση του ψεύδους. Τα πάντα όμως κρίνονται και ο ελεύθερος διάλογος αποτελεί τον τόπο έκθεσης στην κοινή κρίση.
Η ανωνυμία προσθέτει την δική της δυναμική στον ελεύθερο διάλογο. Η ανωνυμία αποτελεί κεκτημένο της ελεύθερης δημοσιογραφίας. Από μια έποψη ταξικής διαλεκτικής ο λόγος μπορεί να κρίνεται διεαυτόν, ανεξάρτητα από τα πρόσωπα που τον εκφέρουν. Η διαλεκτική της ολότητας και η διαλεκτική του γίγνεσθαι θέτουν υπό την κρίση τους τον εκάστοτε λόγο, χωρίς το πισωγύρισμα στην μεταφυσική του ορθολογισμού. Έτσι, ο λόγος των υποκειμένων γίνεται τεκμήριο κρίσης τους κι όχι το αντίστροφο.
Στα ανοιχτά πεδία συζήτησης η ανωνυμία προστατεύει από την κρατική καταστολή, αλλά κι από τις μικροεξουσίες των κοινωνικών και των πολιτικών πεδίων. Ωστόσο, αυτό το μέτρο ελευθερίας έχει την παρενέργεια να αποσυνδέει την πληροφορία από την πηγή της. Η εξασφαλισμένη ανευθυνότητα δεν προσφέρει στους ανοργάνωτους και τους τυχάρπαστους, που έτσι κι αλλιώς δεν λογοδοτούν σε συλλογικές διαδικασίες, τίποτα επιπλέον της προστασίας από την καταστολή. Η ανευθυνότητα είναι πρόσφορη όμως για δυο κατηγορίες τσάτινγκ: Αφενός για την προπαγάδα, την προβοκάτσια και την άντληση πληροφοριών από κομματικούς, αστυνομικούς και παρακρατικούς μηχανισμούς. Όπως συμβαίνει και στις διαδικτυακές επικοινωνίες, όπου οι μυστικές υπηρεσίες και οι μαφίες χρησιμοποιούν τα ψηφιακά εργαλεία ασφάλειας που χρησιμοποιούν και τα κινήματα. Στον χώρο των διαδικτυακών συζητήσεων όμως, δεν είναι μόνο τα εργαλεία διαθέσιμα προς εκατέροθεν χρήση, αλλά και τα πεδία διαλόγου.
Αφετέρου, η ανευθυνότητα είναι πρόσφορη για την υπονομευτική πολεμική μεταξύ οργανωμένων πόλων του κινήματος. Και είναι αυτή ακριβώς η πρακτική που διαμορφώνει το ύφος και το ήθος των ανοιχτών διαδικτυακών συζητήσεων του αντιεξουσιαστικού «χώρου».
Όχι η ανευθυνότητα των τυχάρπαστων, των οποίων τα κίνητρα είναι ισχνά, αλλά η σκοπούμενη παραπληροφόρηση, συκοφαντία και στοχοποίηση από οργανωμένα υποκείμενα. Η ελευθερία του διαδικτυακού πεδίου δίνει στους πολιτικά αδύναμους χώρο έκφρασης ο οποίος είναι προκαταβολικά ναρκοθετημένος από τους πολιτικά οργανωμένους και το κράτος. Οι ανοργάνωτοι μπορεί να βρίσκουν χώρο εκφραστικής εκτόνωσης, αλλά παραμένουν ανίσχυροι ως τέτοιοι.
Οι δυο κατηγορίες μαύρου τσάτινγκ συνδέονται. Οι εσωτερικοί υπονομευτές δανείζονται τις μεθόδους των κρατικών και κομματικών μηχανισμών. Και οι μηχανισμοί πατάνε πάνω στην δυναμική της εσωτερικής υπονόμευσης για να διαχύσουν τις δρώσες «πληροφορίες» τους. Η σύμπτωση με την κρατική υπονόμευση πηγαίνει βαθύτερα από την ομοιότητα των μεθόδων, αφού είναι ταυτόσημη και η αντίληψη του κοινωνικού πεδίου σαν χειραγωγήσιμο πλήθος και του κινήματος σαν πεδίο ελέγχου.
Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν επαφίεται στα διαδικτυακά μέσα, αλλά στην κυριαρχία του σεχταρισμού, που επιχειρεί να επιβληθεί στην διαχείριση των κινηματικών μέσων . Η μεταμόρφωση αυτού του τοπίου είναι συνυφασμένη με την πολιτική συγκρότηση του κινήματος σε επαναστατικές βάσεις.
Απέναντι στην ιδεολογική/πολιτική στεγανοποίηση του κινήματος
Τα κινήματα των καταπιεζόμενων κουβαλάνε όλες τις παθογένειες του ταξικού κόσμου μέσα και ενάντια στον οποίον παλεύουν. Τα κινήματα ως δραστήριες εστίες του κοινωνικού κόσμου διατρέχονται από δογματικές και μυθικές κατασκευές, που συχνά υπερθεματίζουν τις εκφράσεις της εξουσίας σε αλαζονεία, υπεροψία και κακοπιστία. Η σύγκρουση με τις εξουσιαστικές τάσεις διεξάγεται παντού και μέσα στο κίνημα και μέσα στις συλλογικότητές μας και έχει ταξικό υπόβαθρο. Όσο πιο μαζικό γίνεται ένα κίνημα, τόσο περισσότερο βρίσκεται αντιμέτωπο με αντιδραστικά κατάλοιπα και συντηρητικές σκοπιμότητες, αλλά και γίνεται τόσο πιο ισχυρό απέναντί τους.
Η ριζοσπαστική πολεμική μέσα στο κίνημα διακρίνεται από τους δυο παράλληλα εκδηλούμενους άξονές της: Διαύγαση των συντηρητικών τάσεων και ενίσχυση της ενωτικής κατεύθυνσης. Η κινητικότητα και στους δυο άξονες έρχεται με τους μαχητικούς αγώνες.
Ενώ η πολεμική ενάντια στους διαφορετικούς φορείς της κρατικής κυριαρχίας πρέπει να καταδεικνύει συνεχώς και με πυγμή τον ενιαίο πυρήνα τους, ο αγώνας μέσα στο κίνημα πρέπει να διεξάγεται με το πιο λεπτό νυστέρι. Η κριτική και η απόδοση ευθυνών απαιτείται να γίνονται με απόλυτη ακρίβεια και χωρίς να χάνουμε ούτε στιγμή την σφαιρική αντίληψη της θέσης του καθενός μέσα στο πεδίο της επαναστατικής πάλης.
Παρενθετικά, η έννοια της συλλογικής ευθύνης προϋποθέτει την σύμπραξη. Οι έμμεσες ευθύνες εκτείνονται απεριόριστα και ο προσδιορισμός τους επιδέχεται μια εξαρχής επιλεκτική εφαρμογή. Άρα, η έμμεση υπονόμευση της επαναστατικής πάλης αντιμετωπίζεται μόνο με την ριζοσπαστική εξέλιξη του κινηματικού πεδίου. Η συνοριοποίηση των ιδεολογικών και πρακτικών τάσεων αντανακλά την παρατεταμένη αδυναμία παραγωγής μιας επαναστατικής στρατηγικής, όντας μια επιλογή σεχταριστικής αυτοσυντήρησης.
Επισημαίνουμε εκ’ νέου την υποκρισία και τον κίνδυνο της άνισης πολεμικής, που γίνεται επιλεκτικά ανάλογα με τις ιδεολογικές, οργανωτικές ή φιλικές συγγένειες: Όταν οι αντικινηματικές και αμοιβαία οι κομματικές μεθοδεύσεις συγκαλύπτονται πίσω από έναν ταξικό-κοινωνικό λόγο, η σύγχυση, η διαλυτικότητα και ο κανιβαλισμός που επιφέρουν μπορούν να πάνε πολύ βαθύτερα από εκεί που μπορεί να φτάσει ο καχεκτικός ατομικισμός κι ο σεχταριστικός ελιτισμός.
Είναι εύλογο ότι όποιοι αντιλαμβάνονται την αυτοοργάνωση με εκλεκτικούς όρους, θεωρούν απαραίτητο τον αποκλεισμό διαφορετικών αγωνιζόμενων υποκειμένων από τις συλλογικές διαδικασίες τους. Όποιος χτίζει πάνω σε δογματικά σημεία ή ακόμα χειρότερα, όποιος οργανώνεται με σχεσιοκρατικά στεγανά, αναγνωρίζει ως ζήτημα αυτοπροστασίας την πολιτική περιχαράκωσή του. Γι’ αυτό, η στεγανοποίηση των αποφασιστικών διαδικασιών επιχειρείται συνήθως υπό το πρόσχημα κάποιας πραγματικής ή αξιακής προσβολής ή δυνητικών κινδύνων. Πάραυτα, είναι παραπλανητικό να μιλάμε για πρόβλημα αποκλεισμών μέσα σ’ έναν φεουδαρχικό μικρόκοσμο. Τα σημερινά αδιέξοδα του «χώρου» δεν εγείρουν μόνο ζητήματα αλληλεγγύης και ισοτιμίας, αλλά και την αναγκαιότητα επανασυγκρότησης ανοιχτών πεδίων άμεσης πάλης.
Αναρχική Συλλογικότητα για την Μαχητική Προλεταριακή Ανασυγκρότηση
Αθήνα 1 Ιούλη 2016