Για την σύγκρουση που ανοίχτηκε με επίκεντρο την Συνέλευση Κατειλημμένων Προσφυγικών. Για την υπεράσπιση του συλλογικού απελευθερωτικού αγώνα και της επαναστατικής προοπτικής του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Κρίσιμες παρατηρήσεις σχετικά με την παρουσία της Συνέλευσης Κατειλημμένων Προσφυγικών :
Η συ.κα.προ. είναι μια κοινωνική συλλογικότητα με αντιεξουσιαστικά χαρακτηριστικά. Άνθρωποι που κατοικούν σε κατειλημμένα διαμερίσματα των προσφυγικών της λεωφόρου αλεξάνδρας αποφάσισαν και συλλογικοποίησαν τις ανάγκες τους στη βάση των κοινών βιωματικών συνθηκών σπάνης πόρων, απομόνωσης, εκμετάλλευσης και καταστολής. Συνοργανώθηκαν με όρους αυτονομίας από οποιαδήποτε εξουσία (πολιτική, οικονομική, θεσμική), αλληλεγγύης, ισοτιμίας, ελεύθερης δέσμευσης και συνυπευθυνότητας. Αγωνίζονται για την κοινωνικοποίηση σε άμεσο χρόνο της διαβίωσής τους με όρους ρήξης και ανταγωνισμού απέναντι στο κράτος και την αγορά. Το εγχείρημά τους έχει απτά αποτελέσματα, αφενός στην βελτίωση του βίου τους (και ικανοποίηση αναγκών και νόημα και απόλαυση μέσα στην κοινότητα), αφετέρου με τη συμβολή του σε κινηματικά πεδία.
Η συ.κα.προ. έχει δημιουργήσει και λειτουργεί αυτοοργανωμένες υποδομές για την κάλυψη καθημερινών και ειδικών αναγκών των συμμετεχόντων, άλλων κατοίκων των προσφυγικών και άλλων ανθρπώπων. Επισκευές σπιτιών και κτηριακών υποδομών, παρασκευή ψωμιού, συλλογική κουζίνα, πλυντήρια, παρασκευή υλικών υγειινής και φαρμακευτικής, σχολεία για μετανάστες και ντόπιους, προγράμματα σωματικής αγωγής και γνωστικής καλλιέργειας και έκτακτη φιλοξενία προσφύγων είναι στοιχεία της διαρκούς δραστηριότητας της συνέλευσης.
Στο συγκρότημα των πολυκατοικιών των προσφυγικών λειτουργούσαν κυκλώματα διακίνησης ναρκωτικών και στεγαστικής εκμετάλλευσης μεταναστών πριν δημιουργηθεί η συ.κα.προ. . Λόγω του συγκεχυμένου ιδιοκτησιακού καθεστώτως τους τα προσφυγικά είναι ένας χώρος ευνοϊκός για την εγκατάσταση κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων που λιμαίνονται την εξαθλίωση των πιο αδύναμων και τους προσδένουν στα συμφέροντα των εκμεταλλευτών τους. Τέτοια κυκλώματα, που δεν παρενοχλήθηκαν ποτέ από το κράτος, δρούσαν με την παθητική ανοχή των καταληψιών οικιστών, αλλά και την άγνοια ή την αδιαφορία του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος (δηλαδή όλων μας) μέχρι πρώτινως. Η συ.κα.προ. τάραξε αυτήν την κατάσταση επιτιθέμενη στους διακινητές ουσιών και στους νταβατζήδες στέγης, που εμπορεύονται κατειλλημένα σπίτια, συχνά ξαναπουλώντας τα επαναλαμβανόμενα σε κατατρεγμένους τους οποίους μεταχειρίζονται σαν λεμονόκουπες. Η σύγκρουση της συ.κα.προ. με τα κυκλώματα και η εκδίωξή τους, στην οποία έχει την αλληλέγγυα στήριξη και άλλων συντρόφων, αποτελεί προτωβουλία ρήξης με τον πολιτισμό της σήψης, αποφασιστική υπεράσπιση των καταλήψεων και των συλλογικών εγχειρημάτων της περιοχής και απαλλοτρίωση πόρων για την διεύρυνση της ελεύθερης κοινότητας. Γιατί η ύπαρξη εκμεταλλευτικών δραστηριοτήτων μέσα στα κατειλημμένα προσφυγικά απονοηματοδοτεί την πρακτική και την έννοια της κατάληψης, διαβρώνει τον κοινωνικό χώρο μέσα στον οποίο αναπτύσσεται ένας αυτοοργανωμένος αγώνας, παραδίνει τους καταπιεσμένους στον έλεγχο των εκμεταλλευτών και στρώνει το έδαφος στην καταστολή.
Η συ.κα.προ. βλέπει τον εαυτό της ως ενεργό μέρος ενός ευρύτερου κοινωνικού κινήματος κι έτσι εκφράζει εμπράκτως την κινηματική αλληλεγγύη της και συνοργανώνεται με άλλα συλλογικά σχήματα σε πολλαπλά πεδία αγώνα. Μια τέτοια στάση ανοίγει το επιμέρους και το ειδικό σε κοινές προοπτικές συνολικής ανατροπής. Με ένα τέτοιο πνεύμα η συ.κα.προ. ήταν ανοιχτή στην συμμετοχή συντρόφων από άλλα συλλογικά εγχειρήματα που είχαν ανάγκη στέγασης, στις διαθέσιμες δομές της και στην προσπάθειά της.
Στις πολιτικές διαδικασίες της συ.κα.προ. και στην κοινότητα που διαμορφώνεται μέσα και γύρω από τις δραστηριότητες της συνέλευσης συμμετέχουν καθημερινά, αποφασιστικά και μαχητικά πολιτικοί και οικονομικοί πρόσφυγες. Άνθρωποι που διέμεναν ήδη στα προσφυγικά, άλλοι που έρχονται στην γειτονιά μέσω άλλων συγκυριών και εκείνοι τους οποίους υποδέχεται εξαρχής η συ.κα.προ. στις δομές που διαθέτει. Ορισμένοι είχαν μαχητική πολιτική εμπειρία και βιώματα σκληρής καταστολής πριν βρεθούν στα προσφυγικά. Και κάποιοι άνθρωποι, μετανάστες και ντόπιοι έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με το παράδειγμα της αυτοοργάνωσης και το ανταγωνιστικό κίνημα μέσα από την ισότιμη συμμετοχή τους στην συγκεκριμένη συνέλευση. Το μπόλιασμα ντόπιων και μεταναστών προλεταρίων, έμπειρων και νέων αγωνιστών, το οποίο επιχειρεί και προτάσσει η συ.κα.προ. κυοφορεί μια δυναμική συμβολή στην εξέλιξη των κοινωνικών αντιστάσεων.
Η συ.κα.προ. δεν είναι μια πολιτική ομάδα και οι υποδομές της δεν είναι μια πολιτική κατάληψη. Η συλλογικοποίηση των κατειλημμένων προσφυγικών με την μορφή της συ.κα.προ. είναι μια κοινωνική διεργασία που έχει δείξει ότι αγκαλιάζει τις ανάγκες των συμμετεχόντων με μια οπτική σύνθεσης. Η κοινωνική βάση του εγχειρήματος δεν αποκλείει την πολιτική ζύμωση, αλλά αντιθέτως, διευρύνεται και θωρακίζεται με τις πολιτικές συμφωνίες της συνέλευσης. Η αυτοκατανόησή της συγκεκριμένης συλλογικής διεργασίας ως εξελισσόμενης κουμούνας προσδίνει στην σύμπραξη των υποκειμένων που την απαρτίζουν ένα νόημα συγκρότησης ταξικής ισχύος με άμεσα απτά αποτελέσματα, εδαφικοποιώντας και σε αυτήν την γειτονιά της πόλης-φυλακή την προοπτική της γενικής ανατροπής. Ο δυναμισμός των εγχειρημάτων αυτοοργάνωσης πηγάζει από την σύμφυση πολιτικών και κοινωνικών αξόνων. Όχι βέβαια με όρους αφομοίωσης των αντιστάσεων σε κυβερνητικά προγράμματα, αλλά με όρους αντικρατισμού, αντικαπιταλισμού και οριζοντιότητας. Την παρούσα εποχή η ανάπτυξη ή η αποδυνάμωση των λαϊκών συνελεύσεων και των εστιών κοινωνικής αυτονομίας θα κριθεί σε αυτήν την διελκυστίνδα.
~~~~~
Η επίθεση που δέχεται η Συνέλευση Κατειλημμένων Προσφυγικών, το υπόβαθρό της, οι συνέπειές της και η αναγκαιότητα ενός κινηματικού ξεπεράσματος :
Εδώ και αρκετούς μήνες η συ.κα.προ. έχει γίνει στόχος μιας παρατεταμένης και κλιμακούμενης συκοφαντικής επίθεσης που αποσκοπεί ρηττώς στην διάλυσή της (όλα τα καταγγελτικά κείμενα αφενός προτάσσουν ότι η ύπαρξή της είναι περιττή και τα χαρακτηριστικά της αδόκιμα, αφετέρου εξακοντίζουν μια πολεμική ενάντια σε επιλογές της). Η εχθρικότητα της δημόσιας κριτικής που έχει κατατεθεί είναι προφανέστατη. Θα έπρεπε να είναι αυτονόητη η κρισιμότητα μιας τέτοιας επίθεσης, όχι μόνο για την συνέχεια του συγκεκριμένου συλλογικού εγχειρήματος και των αντιστάσεων τις οποίες εμψυχώνει, αλλά πρωτίστως για τις προοπτικές κινηματικής συγκρότητησης τόσο των σχημάτων κοινωνικής αυτοοργάνωσης, όσο και των αναρχικών.
Οι κατηγορίες που εξαπολύωνται εναντίον της συ.κα.προ. αντιστρέφουν ριζικά τα νοήματα των κοινωνικών αγώνων. Η ικανοποίηση κοινών ατομικών αναγκών με όρους συλλογικού αγώνα και αλληλεγγύης παρουσιάζεται ως εκβιαστική εκμετάλλευση. Η ισότιμη συμμετοχή σε διαδικασίες αυτοοργάνωσης παρουσιάζεται ως εκβιαστική στρατολόγηση. Η ελεύθερη συμφωνία, η δέσμευση στις συλλογικές διαδικασίες και η συνυπευθυνότητα, που είναι στοιχεία απαραίτητα για οποιοδήποτε αυτοοργανωμένο εγχείρημα παρουσιάζονται ως πολιτική κυριαρχίας. Οι μετανάστες παρουσιάζονται ως αδαείς και ανίκανοι να αντισταθούν στην εκμετάλλευσή τους. Το κοινωνικό ρίζωμα εκείνων των πολιτικών θέσεων που εμπιστεύονται, καλλιεργούν και υπερασπίζονται την ριζοσπαστικοποίηση και την αυτονομία της ταξικής βάσης παρουσιάζεται ως κομματισμός. Η πολιτική και πρακτική υπεράσπιση της συλλογικότητας παρουσιάζεται ως καθεστωτικός μπολσεβικισμός και η άμυνα μιας συνέλευσης απέναντι σε μια παρασκηνιακά ενορχηστρωμένη εχθρική επίθεση ως κρατική τρομοκρατία.
Τέτοιου είδους προπαγάδα σύγχυσης και αποδόμησης εκδηλώνεται ανά καιρούς ενάντια σε κοινωνικά εγχειρήματα και ενάντια στους αναρχικούς. Αλλά οι φορείς της είναι τα Μέσα Μαζικού Ελέγχου, τα πολιτικά στελέχη του κρατικού μηχανισμού και οι αντιπρόσωποι της θεσμικής ενσωμάτωσης που επιχειρούν να απογυμνώσουν τα κοινωνικά εγχειρήματα από το χειραφετιτικό και ανατρεπτικό δυναμικό τους. Είναι η ίδια πολεμική που θα εξαπολύσει το κράτος αν και όταν σε ένα επαναστατικό εγχείρημα οι αυτοοργανωμένες κοινωνικές δυνάμεις επιχειρήσουν να κοινωνικοποιήσουν ζωτικούς πόρους και υποδομές. Όμως, η εσωτερίκευση του καθεστωτικού πλέγματος συκοφάντησης στον αναρχικό χώρο είναι πρωτοφανής. Και συμβαίνει μάλιστα, τώρα που η αναγκαιότητα της κοινωνικοποίησης βρίσκεται στον ημερήσιο διάλογο και οι προτάσεις συγκρότησης των κινημάτων δοκιμάζονται.
Τόσο μέσω των καταγγελτικών κειμένων, όσο και με έμπρακτες τοποθετήσεις σε δημόσιες συλλογικές διεργασίες επιχειρείται η απομόνωση της συ.κα.προ. από το ευρύ σύνολο των αγωνιζόμενων ατόμων και σχημάτων. Η διάχυση της καχυποψίας αποδιαρθρώνοντας τους δεσμούς αλληλεγγύης αφαιρεί από τα συλλογικά εγχειρήματα το θεμελιακό νόημά τους και τις προοπτικές εξέλιξής τους. Επιπλέον, ενώ η λασπολογία προσφέρει στο κράτος τα βέλτιστα επιχειρήματα καταστολής, η άμεση και έμμεση απομόνωση μιας συλλογικότητας προετοιμάζει ένα έδαφος ελάχιστης αντίστασης απέναντι σε μια ενδεχόμενη κατασταλτική απόπειρα. Η προσπάθεια διάλυσης της συ.κα.προ. μέσω της απομόνωσής της ρίχνει νερό στο αυλάκι της κύριας αντεπαναστατικής στρατηγικής του κράτους : Γενικευμένος και εσωτερικευμένος κατακερματισμός. Εκτοπισμός των υποκειμένων που γίνονται επικίνδυνα για την διατήρηση του καθεστωτικού ελέγχου.
~~~~~
Η αφηγηματική βάση της συκοφαντικής προπαγάνδας ενάντια στη συ.κα.προ.στρέφεται γύρω από έναν άξονα ανταγωνισμού πάνω στο ζήτημα της στέγασης. Όλα τα επιχειρήματα των συκοφαντών τοποθετούν πάνω σε αυτό το επίμαχο ζήτημα την ιδιωτικότητα ενάντια στη συλλογικότητα. Οι αφηγήσεις τους αρχινάνε από μια επίκληση των συνθηκών που επικρατούσαν στην γειτονιά πριν την εμφάνιση της συ.κα.προ. και οι οποίες θα έπρεπε, όπως μας κοινοποιούν νοσταλγικά, να παραμείνουν όπως ήταν. Οι επικρατούσες συνθήκες, που ανατρέπονται από την δράση της συ.κα.προ., αλλά ακόμα δεν έχουν καταργηθεί καθολικά και τώρα επιστρατεύονται αντιδραστικά απέναντι στην συλλογικοποίηση, είναι η ιδιωτική πρωτοβουλία στέγασης, η ιδιοκτησία και η αγορά της στέγης, η απομόνωση και η απάθεια μπροστά στα φαινόμενα σήψης που ρίζωναν στον οικισμό και η πολιτική σιωπή. Η απαίτηση σεβασμού στον προεγκατεστημένο κατακερματισμό και στην κυριαρχία της αγοράς βρίσκεται στον πυρήνα της αστικής ιδεολογίας. Πρόκειται για μια συντηρητική αφήγηση που ως πολιτικό επιχείρημα υπερασπίζεται μια εντοπιότητα του καθεστώτως κατακερματισμού, φτώχειας και κανιβαλισμού.
Ένα πρώτο συμπέρασμα συτής της συντηρητικής τοποθέτησης είναι η άρνηση της αναγκαιότητας του συλλογικού αγώνα πάνω στην στέγη και η αντιπρόταξη μιας διαχειριστικής λογικής. Η απολίτικη διαχείριση είναι σαφώς πολιτική πράξη και εκφράζει μια πολιτική αντίληψη: διαχωρισμός των αναγκών, απόκρυψη του ταξικού υποβάθρου τους και διαχωρισμός από μια ταξικά ανταγωνιστική προσέγγιση, αποκλεισμός της συλλογικής προοπτικής ικανοποιήσης και μετασχηματισμού τους και τελικά, διατήρηση του κατακερματισμού. Ο τεμαχισμός του κοινωνικού πεδίου είναι ο τρόπος με τον οποίον το φιλελεύθερο κράτος των δυόμισι τελευταίων αιώνων πραγμοποιεί τους υποτελείς του, αποκοινωνικοποιώντας τα πάντα και κλασματοποιεί τον έλεγχο στις σχέσεις των αθρώπων μεταξύ τους και με τα πράγματα. Αντιδιαμετρικά, η ριζοσπαστικοποίηση του καθημερινού βίου περνάει μέσα από μια σφαιρική οπτική των πρακτικών ζητημάτων ικανή να επανασυνδέει το καταπιεσμένο δυναμικό ενάντια στις πολιτικοοικονομικές και πολιτισμικές αιτίες των προβλημάτων μας. Έτσι διαφένεται η αναπόσπαστη πολιτικότητα των κοινωνικών αγώνων. Και η συ.κα.προ. ένα τέτοιο πρίσμα καταθέτει εμπράκτως.
Η δομή της συκοφαντικής προπαγάδας επιχείρησε αρχικά να στηριχθεί αξιακά σ’έναν ατομικισμό αταξικό και ιδεαλιστικό. Αταξικός γιατί αποτελεί ένα αφηρημένο φιλοσοφικό πλαίσιο που αντιλαμβάνεται την αυτονομία των ατόμων και τις σχέσεις τους έξω από τον ανταγωνισμό των απελευθερωτικών εγχειρημάτων με τις υφιστάμενες συνθήκες κυριαρχίας· τάσσει τον αλληλοσεβασμό στην βάση της ιδιοκτησίας, διαστρεβλωτικά και επιθετικά ενάντια στο δυνάμωμα του αλληλέγγυου αγώνα. Ατομικισμός ιδεαλιστικός γιατί αναπαράγοντας το αστικό ιδεολογικό αξίωμα της ανεξαρτησίας των ατόμων, που πραγματικά ενδιαφέρει μόνο τους βολεμένους για την προστασία των προνομίων τους, θεωρεί το άτομο αυτοτελές. Με χοντροκομένες ιστορικές μεταφορές σκηνοθετείται το σενάριο της υπεράσπισης μιας αφηρημένης ατομικής ελευθερίας απέναντι στην «τυραννία» της συλλογικά πολιτικής στάσης. Αυτή η καρικατούρα αντισοβιετισμού επιδιώκει να κατοχυρώσει μέσα στον «χώρο» των αναρχικών την συντηρητική αντίδραση ενάντια σ’εκείνους που δυναμοποιούν και εξελίσσουν τον ατομικό αυτοκαθορισμό τους μέσα σε εδαφικές συλλογικές διεργασίες, οι οποίες απελευθερώνουν την αυτενέργεια, συγκροτούν την αντικειμενική ισχύ της στην πάλη για την κατάλυση κάθε εξουσίας και γεννούν τα συνεκτικά νοήματά της με τρόπους κοινά διαθέσιμους.
Η μικροπολιτική κάλυψη των επιθετικών ενεργειών των ιδιωτών οικιστών δίνει διάφορες ιδεολογικές προεκτάσεις στην σχισματική αντίληψή τους. Κοινό σχήμα ανάλυσης και πρόταγμα των μεθοδολογικών επιχειρημάτων τους είναι ο διαχωρισμός του πολιτικού, του κοινωνικού και των μέσων. «Κατάληψη στέγης, γειτονιά ή χώρος αγώνα;», διερωτάται ένας τίτλος. Προφανώς, οι συντάκτες του ερωτήματος αμφισβητούν τα υπαρκτά χαρακτηριστικά των περισσότερων κοινωνικών εγχειρημάτων και των περισσότερων αναρχικών συλλογικοτήτων και τον κινηματικά και αντικειμενικά κατοχυρωμένο προσανατολισμό της αυτοοργανωσιακής σύμπλευσης των αναρχικών με την κοινωνική βάση μέσα από μια ενότητα μέσων και σκοπών. Εκείνα τα εγχειρήματα γειτονιάς που επιβιώνουν μέσα στις συνθήκες της κρατικής επέλασης, κρατώντας ανοιχτή την δυνατότητα μιας ανατρεπτικής γενίκευσης, είναι εκείνα που αυτοπροσδιορίζονται ως συλλογικοί χώροι αγώνα, αναγνωρίζοντας και στηρίζοντας την συλλογικοποίηση ως αδιαμφισβήτητη αναγκαιότητα. Αυτά τα εγχειρήματα σίγουρα δεν είναι μια μειοψηφία μέσα στο κίνημα των γειτονιών. Πολλά από αυτά έχουν και κατειλημμένους χώρους, ανοιχτούς ή στεγασμένες υποδομές (πχ ο κοινωνικός χώρος για την υγεία της κατάληψης πρώην πικπα). Και βέβαια, τι νόημα έχει ένας πολιτικός διάλογος για τις καταλήψεις, είτε πρόκειται για εγχειρήματα κοινωνικών είτε πολιτικών σχημάτων, αν δεν μιλάμε για χώρους αγώνα; Επιπλέον, ένα ισχυρό σύνολο αναρχικών συλλογικοτήτων και ατόμων αγωνίζεται εδαφικοποιημένα εδώ και χρόνια, έχοντας ανοίξει σημεία και πεδία κοινωνικού αγώνα και μπολιάζοντας τις κοινωνικές αντιστάσεις με την αντιεξουσιαστική-ελευθεριακή μεθοδολογία και ηθική. Αν μπορούσε κάποιος να φτιάξει ένα πειραματικό πρότυπο (γιατί κανείς δεν μπορεί να το επιβάλει πραγματικά στο κοινωνικό κίνημα) αφαιρώντας την αγωνιστικότητα από τα κοινωνικά εγχειρήματα και τα πολιτικά χαρακτηριστικά τους, αλλά κρατώντας την διαχειριστικότητα, θα είχε τα συνοικειακά συμβούλια του πασοκ του ’80 (που στην πράξη δεν λειτούργησαν ποτέ).
Μέσα στον ιδεολογικό κατακερματισμό που αντικατοπτρίζει τον α-κοινωνικό κατακερματισμό και την αίτια αστική πολιτική κυριαρχία πάνω στον κοινωνικό βίο και στην κοινωνική αντίληψη, οι λέξεις ουδετεροποιούνται για να απονοηματοδοτήσουν τα παραδείγματα και τα επιχειρήματα εκείνων που εκφράζουν μια στάση συλλογικού αγώνα και τώρα συγκεκριμένα της συ.κα.προ.. Γράφει μια πολιτική ομάδα ότι «η συλλογικοποίηση δεν αποτελεί προφανώς αυταξία ή αυτοσκοπό», αφού «συλλογικοποιούνται εξίσου (με διαφορετικό τρόπο και στόχευση) τόσο οι καπιταλιστές, οι λενινιστές όσο και οι φασίστες», επισημαίνοντας ότι «το περιεχόμενο της συλλογικότητας είναι αυτό που δίνει κινηματική, πολιτική και κοινωνική αξία στην ύπαρξή της». Και σε άλλο σημείο αναφέρει ότι και οι φασίστες κάνουν καταλήψεις, για να ουδετεροποιήσει την έννοια της κατάληψης. Το ίδιο όμως δεν ισχύει και για τις λέξεις κοινωνία, ελευθερία, επανάσταση, αυτοοργάνωση και αναρχία πχ (ας θυμηθούμε τον παπανδρέου να λέει «είμαστε οι αντιεξουσιαστές της κυβέρνησης»); Η αποδόμηση των εννοιών που κατακτιούνται συλλογικά μέσα στους αγώνες είναι μια δουλειά που κάνει το κράτος για να φθείρει τις αξίες μας και να αφομοιώσει τα προτάγματά μας. Ειδικά οι φασίστες εμφανίστηκαν ιστορικά στις αρχές του 20ού αιώνα για να στηρίξουν την αστική αντεπανάσταση υφαρπάζοντας, αντιστρέφοντας και αφομοιώνοντας επαναστατικά προτάγματα.
Τα «περιεχόμενα», δηλαδή τα νοήματα αρθρώνονται μέσα από την σχέση των λέξεων, δηλαδή των μορφών και εδράζονται στις αξίες που οι λέξεις αποκτούν και μεταφέρουν μέσα από τις συνεκτικές σχέσεις τους. Η ιδέα ότι οι λέξεις, όπως η συλλογικότητα ή η κατάληψη, αιωρούνται σε μια κοινή αγορά χωρίς αξίες και τις παίρνει ο καθένας για να τις κάνει ότι θέλει είναι μεταφυσική και αστικοφιλελεύθερη. Οι λέξεις δεν είναι ποτέ ουδέτερες, αλλά αντιθέτως υπάρχουν μόνο μέσα στα συμφραζόμενά τους, τα οποία έχουν πάντα ένα ταξικό υπόβαθρο. Οι αναρχικοί προτάσσουμε και δοκιμάζουμε την συλλογικότητα γιατί συνάδει με την ελευθερία μας και αποτελεί αναπόδραστο τρόπο για τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Επίσης, προτάσσουμε σε όλο το κοινωνικό πεδίο και πραγματοποιούμε καταλήψεις, γιατί είναι τρόπος αντιστασιακής επιβίωσης (για όποιους θέλουν ν’αντισταθούν) και γιατί θεωρούμε ότι η ανακατάληψη όλου του κοινωνικού υλικού από τους καταπιεσμένους είναι εξελικτικά αναγκαία. Η συ.κα.προ. ξεκίνησε από την προϋπάρχουσα αντιστασιακή πρακτική της κατάληψης και υπερασπίζεται την ελέυθερη συλλογικοποίησή της, απέναντι στο καθεστώς του κέρδους και του κατακερματισμού, ο οποίος πρόσφατα εισέβαλε διαλυτικά μέσα και ενάντια στο συγκεκριμένο κοινωνικό εγχείρημα. Η αυταξία της συλλογικοποίησης στην οποία αναφέρονται οι σύντροφοι της συ.κα.προ. τοποθετείται μέσα σ’ένα πεδίο σύγκρουσης μεταξύ ιδιώτευσης και ταξικής πάλης και προκύπτει ακριβώς από την ταξική σκοπιά της συνέλευσης. Η αντιπαράθεση που έχει ανοίξει και οι σχισματικές συνέπειες της αντιδραστικής εχθρότητας προς την συλλογικοποίηση ενός καθημερινού πεδίου υποδεικνύουν πόσο καίρια ήταν η πρόταξη της.
Από μια οπτική ταξικής διαλεκτικής το κράτος αναιρεί την αξία των μορφών της αντίστασης (λόγοι, σχέσεις, δράσεις, μέθοδοι κλπ) ταυτίζοντάς τις συκοφαντικά με το δικό της πολιτισμικό κατακάθι και αναπαράγοντάς τις προγραμματικά, ελεγχόμενα, αποσυνδετικά και ουδετεροποιημένα. Η χρήση των τρόπων μας από φορείς εξουσίας και ειδικότερα ετούτων που έχουν ατσαλωθεί και διαχυθεί μέσα από τον κοινωνικό αγώνα, όπως η συλλογικοποίηση και η κατάληψη, είναι μορφές πολεμικής επανενσωμάτωσης του επαναστατικού κοινωνικού δυναμικού. Αποσυνδέοντας τις λέξεις από το συνεκτικό περιβάλλον τους, όπως αποσυνδέοντας την συλλογικοποίηση και την αυταξία της από το ταξικά ανταγωνιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συναρθρώνονται, δεν μένει κανένα νόημα, παρά μόνο οι αποπροσανατολιστικές αναφορές στον αστικό κόσμο. Χάνοντας την πολιτική, ιστορική και εξελικτική σημασία των εργαλείων τα απονοηματοδοτούμε, αφήνοντας χώρο στην κρατιστική ενσωμάτωση. Η χρηστική αντίληψη των μορφών αναπαράγει την εξουσιαστική διάσταση σκοπών και μέσων. Αντιθέτως, σε μια διαλεκτική, άρα εξελικτική και μη δογματική, ενότητα των μέσων και των σκοπών οι τρόποι αγώνα οφείλουν να ενέχουν και να εκφράζουν αυτάξια τον κόσμο της αλληλεγγύης και της ελευθερίας και να αναδεικνύουν άμεσα την προοπτική της συνολικής απελευθέρωσης. Μόνο όπου έχει μια ανατρεπτική και κοινωνική αυταξία έχει αξία η συλλογικοποίηση κι έτσι συναντιόμαστε εκεί.
Επανερχόμενοι στον θεωρητικό πυρήνα της απονοηματοδότησης των αντιστασιακών προταγμάτων, στον δογματικό διαχωρισμό των εννοιών πολιτικό, κοινωνικό και εργαλεία, ας προσθέσουμε ότι η ουδετεροποίηση των εργαλείων μεταφέρει την κυριαρχία του πολιτικού πάνω στο κοινωνικό. Με τον διαχωρισμό του κοινωνικού από το πολιτικό ο πολιτικός σκοπός δικαιολογεί την κατά βούληση εκμετάλλευση του κοινωνικού υλικού. Το γνωστό δίλλημα περί του αγιασμού των μέσων αντικαθιστά την πολιτική σκοπιμότητα από ηθικολογικές επιταγές, οι οποίες μπορούν εξίσου να την υπηρετούν μεσολαβητικά παράγοντας καταστολή. Βγάζοντας τις έννοιες από την εκάστοτε πραγματική ταξική αντίθεση μέσα στην οποία εκφράζονται μπορούμε να τις χειριστούμε αναδιατάσοντας θεωρητικά τον κόσμο από «τα πάνω». Η υπαγωγή των αντιστασιακών μορφών σ’έναν διαλυτικό σχολαστικισμό αποπολιτικοποιεί ελιτίστικα το κοινωνικό πεδίο. Ένας δρόμος είναι η επιβολή κανονιστικών τύπων που περιορίζουν την πολυμορφία και την αναγκαία συνθετότητα των κοινωνικών πρακτικών. Ένας παράλληλος δρόμος είναι η απαξίωσή τους βάση ηθικών αρχών, όπως η αξιωματική υπεράσπιση των ατόμων ενάντια στην συλλογικότητα, στην συγκεκριμένη περίπτωση, ή όπως μια τυφλή ανθρωπιστική αποστροφή της βίας, συνηθέστερα. Συχνά, ο ηθικολογικός δογματισμός εκφράζεται ως ανόρθωση της προσωπικότητας ενάντια στην ωμή πολιτικότητα (το γνωστό «αυτά εμένα δεν μ’αρέσουν») . Ο διαχωρισμός της ατομικής διάθεσης από το αντικειμενικά αναγκαίο διατηρεί την πρόσδεση του πολιτικού στο ιδιωτικό και αλληλένδετα την κυριαρχία του πολιτικού πάνω στο κοινωνικό. Ο ένας δρόμος ουδετεροποιεί τα μέσα για να τ’ακρωτηριάζει και να τα εκμεταλλεύεται κατά βούληση, ενώ ο δεύτερος τ’ακρωτηριάζει εξαρχής όταν διαρηγνύουν πολιτικές συμβάσεις.
Η σχολαστική φιλοσοφία που επί αιώνες προσπαθούσε να χτίσει έναν κανοναρχημένο κόσμο με αναλλοίωτες απόλυτες διακρίσεις και καθαρές κατηγορίες έχει καταρριφθεί γνωσιολογικά προκαιρού. Ωστόσο, η εξουσία εξακολουθεί να παράγει τέτοιες κοσμοκατασκευές (όπως, η νομική γλώσσα, οι οικονομικές επιστήμες, σε πολλές πτυχές τους οι κοινωνικές επιστήμες, οι θρησκείες και ο προπαγανδιστικός επιστημονισμός). Αλλά και όποιος χρειάζεται ερμηνευτικές παραχαράξεις για να εξάγει ιδεολογικούς αφορισμούς, μπορεί να ανατρέχει σε αυτήν την παράδοση. Ποιός ο σκοπός; Στην περίπτωση των πολέμιων ενάντια στην συ.κα.προ., να αποκρυβεί πίσω από κατασκευασμένες μεθοδολογικές και ηθικολογικές επιφάσεις το κοινωνικό διακύβευμα. Ελευθεριακή κουμουνιστικοποίηση ή συντήρηση του κανιβαλισμού, σ’έναν χώρο που συμπυκνώνει πολλές από τις αντιθέσεις της κυριαρχούμενης κοινωνίας. Οι μικροπολιτικοί χειρισμοί, πρακτικοί και ιδεολογικοί, που επιδιώκουν να τεμαχίσουν και να ουδετεροποιήσουν μια μορφή αγώνα (συλλογικοποίηση της κατάληψης) και να ενοχοποιήσουν τον δυναμικό προσανατολισμό του (συλλογικοποίηση) έρχονται να υπερασπιστούν τις ιδιωτικές σχέσεις.
Η πρόταξη του διαχωρισμού του πολιτικού από το κοινωνικό συνεπικουρεί τους τελευταίους μήνες την προσπάθεια απομόνωσης της συ.κα.προ. από κινηματικές διεργασίες. Το εργαλείο είναι ένας απαγορευτικός μεθοδολογικός κανόνας που λέει ότι τα πολιτικά και τα κοινωνικά σχήματα πρέπει να μην συνεργάζονται. Η επίκληση αυτής της αντίληψης δεν είναι τυχαία. Ας δούμε τι σημαίνει. Η εξαρχής απόρριψη της από κοινού οργανωμένης κινηματικής συνάντησης πολιτικών και κοινωνικών σχημάτων υπονοεί την ταύτιση του πολιτικού με την κυριαρχία και υποτιμάει το κοινωνικό μπροστά στον κίνδυνο της χειραγώγησης. Ή ακόμα χειρότερα, υποτιμάει την ικανότητα του κοινωνικού να ανταπεξέρχεται στις πολιτικές στοχεύσεις του αγώνα. Είναι αλήθεια ότι στον αστικό κόσμο ο ανταγωνισμός πολιτικού-κοινωνικού είναι εγγενής. Στα φιλελεύθερα κράτη η πολιτική κυριαρχία βαθαίνει με την χειραγώγηση και την θεσμική αφομοίωση των κοινωνικών διεργασιών. Ο κοινοβουλευτισμός είναι η κύρια μορφή αυτής της δομικής διαδικασίας. Στην δημοκρατία η πολιτική δομή κατακερματίζει την κοινωνία αφομοιώνοντας τις καταπιεσμένες κοινότητες και την κοινότητα των καταπιεσμένων σ’ένα διαχωρισμένο και προκαταβολικά ελεγχόμενο πεδίο συγκέντρωσης της πολιτικής ισχύος. Ο θεσμικός διαχωρισμός των εξουσιών, που προτάθηκε από τον αστό φιλόσοφο Λοκ και συνεχίζεται στα σύγχρονα κράτη, διαμοιράζει τυπικά την ενιαία κρατική κυριαρχία, για να εξωραϊσει τον ολοκληρωτισμό της, θωρακίζοντας όμως τον αποκλεισμό της καταπιεζόμενης κοινωνίας από το πολιτικό εποικοδόμημα. Η μεθοδολογική αποστασιοποίηση των πολιτικών και κοινωνικών σχημάτων μεταφέρει μέσα στο κοινωνικό κίνημα τις πλάνες του αστικοφιλελεύθερου φορμαλισμού, διότι φαινομενικά προστατεύει το κοινωνικό από την πολιτική κυριαρχία, διατηρώντας όμως το σχίσμα, όταν δεν υποτιμάει το κοινωνικό συνολικά. Η περιχαράκωση των πολιτικών θεσμών απέναντι στις κοινωνικές διεργασίες είναι ο τρόπος άλωσής τους, ενάντια στην κοινωνική αυτονομία. Ο διαχωρισμός των εξουσιών εξυπηρετεί την συγκάλυψη της κυριαρχίας (αφού μοιράζονται κάποιοι τα οφίτσια, δεν χρειάζεται να τα μοιράζονται όλοι). Στην αντίπαλη πλευρά, της αντίστασης, τι προσφέρουν οι περιοριστικοί κανόνες στο φάσμα της αυτοοργάνωσης; Ή ένα από τα δυο, πολιτικό-κοινωνικό, είναι περιττό και σιγά σιγά το εγκαταλείπουμε ή το πολιτικό επιδιώκει να συγκαλύψει την κυριαρχικότητά του πίσω από μια οριογραμμή.
Είναι γεγονός ότι εκφράζεται μια διόλου αμελητέα άποψη από αναρχικούς που αμφισβητεί δομικά την ικανότητα των κοινωνικών σχημάτων να απαντήσουν οργανωμένα, σταθερά και συντονισμένα σε ορισμένα άμεσα κοινωνικά προβλήματα, όπως η ανάδυση του φασισμού. Και είναι ο φορμαλιστικός διαχωρισμός που δίνει έναν κανονιστικό χαρακτήρα σε μια τέτοια τοποθέτηση, αντίθετα στην προσπάθεια μετασχηματισμού των εμποδίων στην κοινωνική βάση του αγώνα. Η υποτίμηση των δυνατοτήτων του ανοιχτού κοινωνικού αγώνα εμπεριέχεται και στην υποτίμηση των κοινωνικών σχημάτων απέναντι στην χειραγώγηση. Και χωρίς ακόμα την πρόθεση κυριαρχίας του πολιτικού, η υποτίμηση του κοινωνικού φέρνει την ουδετεροποίησή του, την αποστασιοποίηση και έμμεσα την κυριαρχία των πολιτικών ιδεών ερήμην του κοινωνικού αγώνα. Υπάρχουν σύντροφοι που αφενός είναι κοινωνικά δραστήριοι και αφετέρου συντάσσονται στην οργανωτική απομόνωση των πολιτικών και των κοινωνικών σχημάτων, ίσως διότι δεν έχουν ακόμα εμπιστευτεί την κοινωνική δυνατότητα στην αυτονομία. Ωστόσο, η δογματική υποτίμηση των κοινωνικών διεργασιών προσφέρει κάλυψη στην ιδιώτευση και στον ελιτισμό.
Αντιστρόφως, αλλά όχι με συμμετρικά αποτελέσματα, εκείνοι που ταυτίζουν το πολιτικό με την κυριαρχία, αρνούμενοι να την αναπαράξουν απαρνούνται τελικά κάθε πολιτική ταυτότητα.
Σ’ετούτο το σημείο, θα καταθέσω επιγραμματικά μια διαλεκτική προσέγγιση στην άρση του σχίσματος πολιτικού και κοινωνικού, για να γίνει σαφής η αντίθεση μεταξύ των σημείων εκκίνησης και των συμπερασμάτων μιας εξελικτικής ταξικής οπτικής από την μια πλευρά και μιας στατικής απαγορευτικής-διαλυτικής οπτικής από την άλλη πλευρά. Η κατάργηση της εξουσίας του πολιτικού πάνω στο κοινωνικό δεν γίνεται με μια αντίστροφη επένδυση, δηλαδή με την απαξίωση του πολιτικού μέσα στην κοινωνική πρακτική. Η φαινομενικά (αντι)συμμετρική αλλαγή αντίληψης και πρακτικής δεν φαίρνει ποιοτικούς μετασχηματισμούς, παρά έναν μυωπικό εναλλακτισμό που είναι αδύνατο να σβήσει την πολιτική κυριαρχία εφόσον αρνείται τον πολιτικό στόχο της σύγκρουσης με αυτήν. Ούτε ο τυπικός προστατευτισμός του κοινωνικού μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυσή του ενάντια στην πολιτική κυριαρχία, όπως εξήγησα παραπάνω. Η σύνθεση που εκφράζει την κατάργηση μιας αντίθεσης δεν είναι όπως διατεινόταν ο κλασσικός ιδεαλισμός η τακτοποίηση των αντιθέτων κάτω από έναν κανονιστικό τύπο διακρίσεων, ακόμα κι αν γίνεται με όρους ισονομίας. Η απάντηση στο εξουσιαστικό σχίσμα είναι η σύμφυση, που όσο ακόμα αυτοκαλλιεργείται μέσα σ’ένα σχισματικό περιβάλλον κι άρα γίνεται ακόμα σε διαχωρισμένα πεδία, τάσσεται ανταγωνιστικά προς το σχίσμα. Για να αυτονομηθεί το κοινωνικό απαιτείται να πολιτικοποιηθεί προοδευτικά στον μέγιστο βαθμό, που σημαίνει, να δημιουργήσει μια συλλογικά συνολική αντίληψη της προοπτικής μας και να απαλλοτριώσει μαζικά την αποφασιστική ισχύ, διότι αυτά έχει στερηθεί από την πολιτική κυριαρχία. Αντιστροφή της κυρίαρχης πρακτικής, της πολιτικής, οπότε πόλεμος ενάντια στην κυριαρχία, μέσα στο καταπιεσμένο πεδίο, στο βαλλόμενο κοινωνικό. Η αυτοοργάνωση των ιδεών και της πάλης των αναρχικών είναι δραστηριότητα κοινωνικής ανασυγκρότησης, αφού είναι ένας αγώνας καταπιεσμένων ενάντια στις συνθήκες και στις αιτίες της καταπίεσής τους και είναι συγχρόνως πολιτική παρέμβαση, αφού προσανατολίζεται στη συνολική απελευθέρωση από το κράτος. Οργανωνόμαστε πολιτικά για να ριζοσπαστικοποιήσουμε και να μπολιάσουμε την αυτοοργάνωση κοινωνικά. Έτσι συμβαίνει στην πραγματικότητά μας και στην ιστορία μας. Όντας πολιτικά υποκείμενα δημιουργούμε εστίες κοινωνικής αυτοοργάνωσης και στηρίζουμε αυτές που δεν δημιουργήσαμε εμείς (όποιοι το κάνουν) και με τις πολιτικές σημάνσεις μας συμμετέχουμε σε αυτές (όποιοι συμμετέχουν), γιατί η αντιστασιακή κοινωνικοποίηση είναι ο ελεύθερος τόπος μας και ο δρόμος μας προς την επανάσταση. Αν στα κοινωνικά σχήματα αρμόζει να μην παρεμβαίνουμε ως αντιπρόσωποι πολιτικών σχημάτων, ισχύει όχι επειδή υπάρχει κάποιος λόγος να μην εκφράζονται τα δεύτερα μέσα στα πρώτα, αλλά απλά και καθαρά, γιατί η ποιοτική δυναμική ή η μαζικότητα της οποιασδήποτε ομάδας πρέπει να μην έχει καμία αποφασιστική ισχύ στις οριζόντιες διαδικασίες της βάσης. Ωστόσο, έχουμε κάθε λόγο να κοινοποιούμε, να πραγματευόμαστε, να δοκιμάζουμε και να ξαναζυμώνουμε μέσα στα κοινωνικά σχήματα τις πολιτικές αντιλήψεις μας, που ίσως να εκφράζουν και τις πολιτικές συλλογικότητές μας, δίχως σεμνοτυφίες. Η κοινωνική αυτονομία θεμελιώνεται και δυναμώνει με την πολιτικότητά της. Η αναρχική παρουσία είναι ανατρεπτική όσο προωθεί έμπρακτα και συμμετοχικά την κοινωνική αντίσταση και την αυτοοργάνωσή της. Ο οργανωτικός δυισμός εκφράζει την διάχυση που επιζητούσαμε και κάποιοι αγωνίστηκαν επίμονα για την ανάδυση ενός ανοιχτού κινήματος αυτοοργάνωσης. Και τώρα αρμόζει να εμπιστευτούμε και να ενισχύσουμε το κοινωνικό κίνημα με τα σκαμπανευάσματά του, διότι από εκεί ξεπηδάνε οι ραγδαίες αλλαγές. Όχι απαιτώντας, αλλά προσμένοντας δραστήρια και καρτερικά, παντού όπου μπορούν να συναντηθούν οι διαφορετικές μορφές της αυτοοργανωμένης αντίστασης.
Θα προσθέσω τις συνέπειες της διαλεκτικής αντίληψης στη σχέση πολιτικού-κοινωνικού με όρους σχέσης ποιότητας-ποσότητας, επειδή συχνά αναφέρεται μια ανησυχία απώλειας της καθαρότητας των επαναστατικών προσανατολισμών μας μέσα στα κοινωνικά εγχειρήματα, ως επιχείρημα αποστασιοποίησης ή υποτίμησης και αποκλεισμού. Η έννοια της μετατροπής της ποιότητας σε ποσότητα και το αντίστροφο, που αποτελεί έναν από τους βασικούς νόμους του ιστορικού υλισμού, για τις φυσικές επιστήμες θεωρείται προπαίδεια. Για παράδειγμα κάθε υλικό αλλάζει άμεσα και ολοκληρωτικά την δομή του σε συγκεκριμένες οριακές θερμοκρασίες (όπως, το νερό, ο πάγος και ο υδρατμός) και αυτόν τον μετασχηματισμό τον ονομάζουμε αλλαγή φάσης. Ή τα ηλεκτρόνια μεταπηδούν στις στοιβάδες (αλλάζουν την ακτίνα της τροχιάς τους) όταν η ενδεχομένως κυμαινόμενη ενέργειά τους περάσει συγκεκριμένα όρια και σε αυτό το φαινόμενο στηρίχτηκε η κβαντική φυσική. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σχετικά πρόσφατη ανακάλυψη της υπεραγωγιμότητας, όπου τα ηλεκτρόνια κάποιων υλικών εμφανίζουν εντελώς διαφορετική συμπεριφορά (συγχρονίζονται), που περιγράφεται με άλλους «νόμους», όταν βρεθούν σε συγκεκριμένες θερμοκρασίες . Σε κάθε κατάσταση υπάρχουν οριακά σημεία όπου μια απειροελάχιστη ποσοτική αλλαγή, ίσως αδιόρατη, μεταμορφώνει την ύλη εκτατικά. Αντίστροφα, τα υλικά που ονομάζονται καταλύτες επιταχύνουν τις ποσοτικές μεταβολές ή και είναι απαραίτητα για συγκεκριμένες χημικές αντιδράσεις. Μάλιστα, τα προηγούμενα πενήντα χρόνια μελετήθηκαν οι αντιδράσεις αυτοκατάλυσης, στις οποίες η ίδια η διεργασία παράγει τους καταλύτες της, επιταχύνοντας την χημική εξέλιξη και τους ποιοτικούς μετασχηματισμούς (συνολικά άλματα). Κι απ’ότι φαίνεται, ο έμβιος κόσμος μεταλλάσσεται ακριβώς με αυτόν τον τρόπο και όχι τυχαία, όπως πίστευαν οι πρώτοι εξελικτικιστές. Κάθε δομική δραστηριότητα μπορεί να φτάνει σ’ένα σημείο μη ισορροπίας μέσα από περιβαλλοντικές πιέσεις, αφού εσωτερικεύει τις συνοριακές αντιθέσεις και τότε αυτομεταμορφώνεται ραγδαία.
Έτσι λοιπόν, η πολιτική αντίληψη της αυτοοργανωμένης αντιστασιακής δράσης που αποτελεί την συνειδητή σχέση του υποκειμένου με μια ολότητα και μια απελευθερωτική προοπτική των κοινωνικών σχέσεων, εκφράζει την ποιοτική μορφή της κοινωνικής δράσης και επιταχύνει την πορεία της προς την ανατροπή διαχυτικά. Αντίστοιχα, η κοινωνική αυτοοργάνωση της αντίστασης εκφράζει το πλήθος των επιμέρους ποιοτικών μετασχηματισμών, που καθώς συνάπτονται οργανικά γίνονται ικανοί να αλλάξουν συνολικά την δομή, την μορφή και την δραστικότητα της οργανικής σχέσης τους. Τα καταπιεσμένα κοινωνικά υποκείμενα κάνουν τα ποιοτικά άλματα όταν αυτενεργούν και συνοργανώνονται (και αποτελούν και τα δυο προϋποθέσεις για να είναι υποκείμενα και κοινωνικά προς τον εαυτό τους κι όχι «κοινωνικά υποκείμενα» μιας εξωτερικής ανάλυσης). Οι επαναστατικοί μετασχηματισμοί είναι κοινωνικοί και όχι στενά αναρχικοί, διότι είναι εφικτοί όταν το καταπιεσμένο και κατακερματισμένο κοινωνικό σώμα επανανακαλύπτει τον εαυτό του, χωρίς να δεσμεύεται από καμία ιστορική ταυτότητα, δηλαδή, λόγω της ραγδαίας δυναμικής τους κι όχι λόγω της βραδυπορείας της κοινωνίας, όπως λέει μια διαδεδομένη στατική αντίληψη, εξίσου ελιτίστικη με το φραξιονίστικο πρόταγμα της αναρχικής επανάστασης. Ο μετασχηματισμός δεν ξεκινάει κάπου στο βάθος της πολιτικής συνείδησης ή του χρόνου, αλλά στην άμεση εκδήλωσή του στο εκάστοτε επίπεδο αντιστασιακής αντίληψης. Η πρακτική διαλεκτική του γίγνεσθαι θεμελιώνει την διαλεκτική της ολότητας.
Η τοποθέτηση του ποιοτικού και του ποσοτικού αντιδιασταλτικά βρίσκει αναφορά μόνο στην διευθυντικότητα, την εκμεταλλευτικότητα και τα εγκλοβιστικά σχίσματα του αστικού πολιτισμού. Η διαχωρισμένη πραγμοποίηση της ποιότητας και της ποσότητας (κλασσική μεταφυσική) βρίσκει πεδίο διαλυτικής εφαρμοφής στην ενότητα των πολιτικοκοινωνικών απελευθερωτικών διεργασιών, επειδή φαίνεται πιο χειρίσιμο να τεμαχίζουμε την πραγματικότητα με απλουστευτικά πρίσματα και να διαλέγουμε ότι μας ταιριάζει. Αλλά οι άνθρωποι και η εξέλιξή τους δεν προχωράνε έτσι.
Η παρένθετη θεωρητική ανάλυση μας δίνει την δυνατότητα να κατανοήσουμε τι ενώνει τις αντιφατικές θέσεις των πολέμιων ενάντια στην συ.κα.προ. και τι δεδομένα παράγουν. Η διαχωρισμένη αντίληψη έχει άμεσες πρακτικές συνέπειες. Στην σύγκρουση γύρω από τα προσφυγικά εκφράζονται αρκετά φαινόμενα σήψης που προέρχονται ακριβώς από την άμεση ή έμμεση υποτίμηση των κοινωνικών διεργασιών. Οφείλουμε να τα δούμε αν θέλουμε να δώσουμε την μάχη για την κινηματική συγκρότηση των αγώνων μας.
Στον βίο, αλλά και στην επιχειρηματολογία εκείνων που τάχθηκαν από μια πολιτική θέση ενάντια στην συ.κα.προ., μέσα κι έξω από την συνέλευση, μέσα κι έξω από τα προσφυγικά, η πολιτική ένταξη με όρους συνάφειας έγινε βατήρας υπονόμευσης ενός κοινωνικού σχήματος. Άνθρωποι πολιτικά οργανωμένοι, αναρχικοί, σύντροφοι που ανταποκρίθηκαν στην διαθεσιμότητα των διεργασιών και των δομών της συ.κα.προ. για να κατοικήσουν σε κατειλημμένα διαμερίσματα της συνέλευσης ή να καταλάβουν μαζί νέα, γνωρίζοντας ότι μπαίνουν σε μια συλλογικότητα αγώνα, διεκδίκησαν ύστερα την ιδιοχρησία και την μετατροπή της συνέλευσης σε απολίτικο διαχειριστικό όργανο. Η πολιτική ένταξή τους σε άλλη συλλογικότητα προβάλεται ως κεφάλαιο που τους απάλλασε από κάθε δέσμευση στην κοινωνική συλλογικότητα στην οποία συμμετείχαν. Καταφανέστατη απαξίωση και εκμετάλλευση του κοινωνικού. Άλλοι άνθρωποι πολιτικά οργανωμένοι, αναρχικοί, σύντροφοι, που πήγαν ως νέοι οικιστές στα προσφυγικά με προσωπική τους πρωτοβουλία και δεν αξιώθηκαν ποτέ να παρακολουθήσουν την συνέλευση της γειτονιάς τους, παρότι προσκλήθηκαν, στράφηκαν τελικά εχθρικά απέναντί της με έργα και με λόγια βασισμένα σε μαρτυρίες τρίτων. Η πολιτική ένταξη τους προβάλεται ως κεφάλαιο που τους αποδεσμεύει από το πολιτικό καθήκον της ελάχιστης στήριξης προς τις κοινωνικές διεργασίες που γίνονται στο καθημερινό περιβάλλον τους. Και καταλήγει η πολιτική συντροφικότητα να επιτίθεται άμεσα στην κοινωνική συλλογικότητα, χωρίς καμία κινηματική εγγύηση, χωρίς κανέναν ανοιχτό πολιτικό διάλογο, χωρίς καν μια ερώτηση. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, αντί η πολιτική αυτοοργάνωση των αναρχικών να εισχωρεί στο καθημερινό κοινωνικό πεδίο ριζοσπαστικά, το αποπολιτικοποιεί και καλύπτει την ιδιώτευση, ακόμα και με την βία.
Η αποστροφή μπροστά στην συνθετότητα των κοινωνικών διεργασιών ενσταλάζει στις πολιτικές ερμηνείες ιδεολογικό πουρι(τανι)σμό (η καθαρότητα που συνάγεται από τον προαναφερόμενο σχολαστικισμό). Όταν θέλουμε ν’αποφύγουμε την ζύμωση με το ζωντανό υλικό της αντίστασης, καταφεύγουμε στο ατέρμονο κοσκίνισμα των «περιεχομένων» (μια επιστημονικά παρωχημένη και παραπλανητική έννοια για την περιγραφή της έλλογης αντίληψης, αφού πλέον ξέρουμε ότι οι λέξεις δεν είναι κουτάκια). Ας παρατηρήσουμε για παράδειγμα, ότι σε μετέπειτα αποτιμήσεις συντρόφων που αποχώρησαν από την κατάληψη του πολυτεχνείου τη νύχτα της 6ης Δεκέμβρη 2008 αρνούμενοι να συνυπάρξουν με το υποπρολεταριακό κομμάτι της εξέγερσης, το οποίο ήταν και το κατεξοχήν ανεξέλεγκτο, δεν αναγνωρίζονταν οι ταξικοί παράγοντες εκείνης της σύγκρουσης. Αλλά αν δεν βλέπουμε το ταξικό υπόβαθρο κάθε ανταγωνισμού και κάθε ρήξης, το οποίο βρίσκεται και θα παραμένει συγκαλυμένο πίσω από παρελκυστικές αντιλήψεις στον βαθμό που λείπει ακόμα η δύναμη της προλεταριακής ενότητας, θα είναι αδύνατο να συναντήσουμε το εξεγερσιακό δυναμικό και να ανασυγκροτήσουμε την κοινωνικότητά μας. Η αυτοπερίφραξη στον καθαρό λόγο εγγυάται την αμοιβαία εγκατάληψη στην αντίφαση, στην ασάφεια και πρακτικά στην αποσυνοχή. Ο κατακερματισμός και κατά συνέπεια η βραδυκινησία του κινήματος είναι εδώ, κραταιά. Ειδικά στην μικροπολιτική πολεμική ενάντια στην συ.κα.προ. επινοούνται διάφορες εκδοχές δήθεν καθαρού αναρχισμού για να στηριχτεί ότι πιο συντηρητικό, ότι πιο ιδιοτελές, ότι πιο κανιβαλικό. Η φαινομενική καθαρότητα της πολιτικής περιχαράκωσης προσφέρει συχνά καταφύγιο στην αισχρότητα (πέρασαν κι οι χριστιανοί πριν από μας).
Αφότου η κοινωνική συλλογικοποίηση αποσχίζεται από την πολιτική και υποτιμάται, τοποθετημένες σε μια οπτική ανταγωνιστικής σχέσης, το πέρασμα στην μικροπολιτική συνωμοσιολογία είναι παρεπόμενο. Αφού η κυριαρχία της πολιτικής οργάνωσης θεωρείται δεδομένη, όλες οι πολιτικές εκφράσεις των κοινωνικών αντιστάσεων ερμηνεύονται υπό το πρίσμα μιας γενικής πάλης για έλεγχο. Έτσι, κατασκευάστηκε μια ερμηνευτική θεωρία για την απαξίωση της συ.κα.προ. που ανάγει τις αποφάσεις και την συνοχή της συνέλευσης στην εκβιαστική εξουσία μιας φανταστικής πολιτικής ομάδας. Ένα κείμενο ονομάζει «πυρήνα» το σκιαγραφόμενο σκοτεινό διευθυντήριο της συνέλευσης. Η προφανέστερη συνέπεια τέτοιων ισχυρισμών είναι η ισοπεδωτική υποτίμηση των ανθρώπων που ζουν και αγωνίζονται μέσα από ένα κοινωνικό εγχείρημα. Οι καταπιεσμένοι, οι μετανάστες, οι άστεγοι, δεν μπορούν παρά να είναι χειραγωγούμενοι σύμφωνα με την θεωρία περί διευθύνουσας πολιτικής ομάδας. Ορισμένοι, και σύντροφοι αναρχικοί, λαμβάνουν ευθέως ως δεδομένο ότι οι αντικειμενικές συνθήκες καταδικάζουν τους αδύναμους στην εξάρτησή τους στα σχέδια επιτήδειων. Ο ορίζοντας της ανατρεπτικής πολιτικοποίησης του κοινωνικού, δηλαδή η κοινωνική επανάσταση, εξαφανίζεται.
Τα πολιτικά μας ήθη είναι τέτοια που επέτρεψαν να κυκλοφορεί ασχολίαστο και να εντάσσεται στην φαρέτρα της επίθεσης στην συ.κα.προ. ένα κείμενο το οποίο υποβιβάζει όλους τους συμμετέχοντες μιας συνέλευσης σε ματαιόδοξα και άβουλα ζώα, παρομοιάζοντας την συ.κα.προ. με την «φάρμα των ζώων» του Όργουελ. Ο συντάκτης της άθλιας μεταφοράς διατηρεί για τον εαυτό του μια θέση ελιτίστικης ενατένισης μέσα στην προσωπική τραγωδία του. Όχι μόνο δεν υποτάχθηκε στον «πυρήνα», παρά αναλαμβάνει να μας διαφωτίσει και να εμπλουτίσει την πολιτική εκστρατεία για την απελευθέρωση των κακόμοιρων ζώων. Από τον υποτιθέμενο προστατευτισμό του κοινωνικού, που καλύπτει τον πολιτικό σεχταρισμό, περνάμε στον σωτηριακό πατερναλισμό. Η επιχειρηματολογική και εκφραστική αμετροέπεια με την οποία η αυταρχικότητα προβάλεται ανεστραμένα πάνω στα πολιτικά στοιχεία του κοινωνικού, φανερώνει το ηθικό και πολιτικό ποιόν της. Έχουμε αντιμετωπίσει αρκετές φορές στο παρελθόν την «ανιδιοτέλεια», τις ίντριγκες, τις συκοφαντίες και τις μανιπουλάτσιες εκείνων που θέλουν να αφαιρέσουν τον λόγο από τους παραδοσιακούς, τους «ξύλινους» της αναρχίας για να δόσουν βήμα στη «νεότητα» (που όντας ανίκανη να αυτομορφωθεί και να αυτονομηθεί περιμένει τέτοιους ανανεωτές). Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο κατήγορος είναι κάποιος που είχε προσφέρει διδακτικό έργο στην κοινότητα των προσφυγικών, η οποία αυτοοργανώνεται μέσα από την συ.κα.προ., και στην συνέχεια δοκίμασε να κατοικήσει εκεί, αξιοποιώντας τις διαθέσιμες δομές της συνέλευσης. Όταν όμως ανακάλυψε ότι η προσφορά στην συλλογικότητα δεν ανταποδίδει προσωπικές κτήσεις (ένα διαμέρισμα για πάρτη μου, παρακαλώ, για τον μεγάλο δάσκαλο και οι πολιτικές αγγαρείες για τους αναξιοπαθούντες), διότι η συλλογικότητα χτίζεται με τον αγώνα και την κοινή δέσμευση σε αυτόν, τότε διαπίστωσε ότι αυτό το ασύμφορο πεδίο για φιλανθρωπία καθοδηγείται από έναν τρομερό «πυρήνα». Όταν δεν θέλουμε να δούμε τι κουβαλάμε εκεί που πατάμε, τότε μας κυνηγούν τα νεφελίμ.
Ύστερα, με βάση τις ήδη κατατεθημένες καταγγελτικές μαρτυρίες, οι προβληματικές καταστάσεις έγιναν υποθέσεις αντιπαράθεσης πολιτικών ομάδων. Παρεμβαίνουν πολιτικές ομάδες για να υπερασπιστούν πρόσκαιρα τα αδύναμα κοινωνικά υποκείμενα, τα οποία μπορούν να τα δουν μόνο εξατομικευμένα, απέναντι στην κυριαρχία μιας υποτιθέμενης πολιτικής ομάδας. Η υπεράσπιση των εκδιωκόμενων από την συ.κα.προ. αυτοαναιρείται καθώς επεμβαίνει εξωτερικά ενάντια στην συνέλευση, χωρίς βάση αγωνιστικής αλληλεγγύης πάνω στο επίμαχο έδαφος, στην γειτονιά, καταχρώμενη την αδυναμία κάποιων ανθρώπων. Αυτοανάθεση εκπροσώπησης και μάλιστα με μηχανορραφίες, σ’ένα πεδίο στο οποίο οι επιτιθέμενοι θέλουν να μην χτίσουν τίποτα, παρά μόνο να καταστρέψουν. Όμως, η κραυγαλαία αντίφαση δεν εκλαμβάνεται ως εμπόδιο από τους επιτιθέμενους, ακριβώς γιατί το κατανοητικό σύμπαν τους είναι η μικροπολιτική πολεμική. Η θεωρία της «πολιτικής ομάδας», εξαφανίζοντας τα ζωντανά υποκείμενα ενός εγχειρήματος και τις συλλογικές σχέσεις τους καθιστά την ιδέα της συνέλευσης ένα άδειο φετίχ, σκόπιμα. Η καταδίκη του κοινωνικού στην κενότητα που απορρέει από μια αποκλειστικά εξουσιαστική πολιτικότητα, επιτρέπει την υπαγωγή του στην μικροπολιτική πολεμική. Η συνέλευση μετονομάζεται για να τεθεί στην αρμοδιότητα της πολιτικής υπονόμευσης. Οι συμμετέχοντες ενός κοινωνικού σχήματος ισοπεδώνονται ιδεολογικά για να χτυπηθεί η συλλογικότητα με τους γνώριμους τρόπους αλληλοσπαραγμού του αντιεξουσιαστικού «χώρου». Ο πάντα βολικός σεχταρισμός επιζητά την απομόνωση συλλογικοτήτων, συντρόφων, αγώνων.
Η πολιτική υποτίμηση των κοινωνικών εγχειρημάτων καταδεικνύει τις καταγωγές της μέσα από τις συνέπειές της. Οι αντικοινωνικές μικροπολιτικές παρεμβάσεις ενάντια στην συ.κα.προ. κι ενάντια στην ανοιχτότητα των κινηματικών δεσμών εκδιπλώθηκαν όταν κι επειδή η συγκεκριμένη συνέλευση υπερασπίστηκε τα ριζοσπαστικά πολιτικά χαρακτηριστικά της. Η κοινωνική αυτονομία μας στηρίζεται στην κοινή αντίσταση, στην απαλλοτρίωση των πόρων από την κυριαρχία της εκμετάλλευσης και στην υπεράσπιση του συλλογικού χώρου ενάντια στην εξατομίκευση, στον συντηρητισμό της και στην διαλυτικότητά της. Πολιτικοί προσανατολισμοί των καταπιεσμένων, που από ορισμένους εχθρευόμενους ιδιώτες χαρακτηρίστηκαν απαξιωτικά κουμουνισμός. Έτσι στάθηκε και η συ.κα.προ. και γι’αυτό δέχεται επίθεση. Ο διαχωρισμός πολιτικού και κοινωνικού στρέφεται επιθετικά ενάντια στην απελευθέρωση του κοινωνικού, καθόσον προσφέρεται δομικά για την αντίδραση της ιδιώτευσης απέναντι στον καθημερινό συλλογικό αγώνα.
Η αντισυλλογική εκστρατεία επωάστηκε στους προϋπάρχοντες σεχταριστικούς δεσμούς μέσα στον αντιεξουσιαστικό «χώρο», στα προσφυγικά και στην συ.κα.προ., που προέρχονται γενικότερα από τον α-κοινωνικό κόσμο της αστικής κυριαρχίας. Οι σεχταριστικές ομαδοποιήσεις πασχίζουν να απλωθούν σαν καρκινώματα σε όλες της βαθμίδες αυτοοργάνωσης, ανακατασκευάζοντας την πραγματικότητα με όρους βιασμού και κινώντας παρασκηνιακές διαδικασίες. Ο σεχταρισμός είναι ένας χρηστικός συνεταιρισμός των ιδιωτών μέσα στο αντιστασιακό κίνημα και μόνο τέτοια συλλογικότητα θέλουν οι πολέμιοι ενάντια στην συ.κα.προ., γι’αυτό δεν δίστασαν να επιστρατεύσουν τα πιο ποταπά μέσα. Με μόνο κοινό κίνητρό την εχθρότητά τους ενάντια σε μια συνέλευση αγώνα συναντήθηκαν στην μικροπολιτική ίντριγκα, στην υπονόμευση συλλογικών προσπαθειών, στην υπόθαλψη διαλυτικών φαινομένων, στην καλλιέργεια εμπάθειας, στην επίκληση και εκμετάλλευση άλλων καταπιεσμένων (μεταναστών) και στον τραμπουκισμό. Οι ποταπές, δόλιες μεθοδεύσεις αποτελούν το σύνορο των ποταπών κινήτρων του εσωστρεφούς κανιβαλισμού.
Η ιδιοτέλεια των προθέσεων ενώνει μόνο πρόσκαιρα, οπότε επιτρέπει την εκμετάλλευση πολιτικών δεσμών, κινηματικών διαδικασιών και ανθρώπων, που μετά εγκαταλείπονται. Ο τυχοδιωκτισμός ενός αντιδραστικού συνασπισμού χωρίς κανένα κοινωνικό-πολιτικό πρόταγμα συνεπάγεται την ανευθυνότητα των εμπλεκόμενων ως προς τις θέσεις που έχουν εκφράσει (σε πολλά σημεία αντιφατικές αναμεταξύ τους), ως προς τον βαθμό συμμετοχής τους, ως προς τις πράξεις τους και ως προς τα αποτελέσματά τους. Είναι ασήμαντο το ότι ορισμένοι ήθελαν εξαρχής να διαλύσουν μια συλλογικότητα και να προκαλέσσουν διχόνοια στο κίνημα, ενώ άλλοι μπήκαν αντανακλαστικά στο άθλιο παιχνίδι για να υπερασπιστούν σεχταριστικά, εξίσου ανήθικα και αντικινηματικά, τους κοντινούς συντρόφους τους. Αφού βουτάνε παρέα στον ίδιο βούρκο και τελικά δίνουν από κοινού πολιτική κάλυψη στην κυριαρχία των σεχταριστικών δεσμών σε όλα τα επίπεδα αυτοοργάνωσης, ενάντια στην ανοιχτή συντροφικότητα, την ισονομία και το μοίρασμα μέσα στην συλλογικότητα (με πρόσχημα μια τεχνητή οριοθέτηση της οικειότητας) και ενάντια στην κινηματική δυναμική (με αλλοπρόσαλα προσχήματα, όπως η ιερότητα της ατομικότητας ή η πολιτική ανηθικότητα του «πυρήνα», πάλι η οικειότητα ή ο πολιτικός φορμαλισμός στον οποίον αναφέρθηκα παραπάνω, το απαράδεκτο μιας πολιτικής προσβολής ή η αδιαφορία για την βαθύμενη σύγκρουση).
Επιστρέφοντας στο αρχικό διακύβευμα, στο ζήτημα του συλλογικού αγώνα για την στέγη και την κοινωνική απελευθέρωση, τα εχθρικά προς την συ.κα.προ. κείμενα δηλώνουν ανενδοίαστα ότι η στέγαση πρέπει να αποκλειστεί από μια συλλογική πραγμάτευση, απαιτώντας την ιδιωτική νομή της στέγης. Παρατηρούν ότι οι αποσπασματικοί δεσμοί και οι ευκαιριακές σχέσεις αλληλεγγύης επαρκούσαν για την διαχείρηση των κατειλημμένων σπιτιών. Βέβαια, παρατηρούσαν ψευδώς, καθώς κάποιοι άλλοι δεν βολεύονταν στις συνθήκες του κατεστημένου κατακερματισμού και στην περιρέουσα σήψη. Για εκείνους όμως που ήθελαν να διατηρήσουν την κατάσταση όπως ήταν, οι συλλογικοποιούμενοι, όντας μη βολευόμενοι, έγιναν αντιληπτοί ως ξένο σώμα. Η συκοφαντική συντηρητική προπαγάνδα εξαφανίζει τις κοινωνικές ανάγκες που γεννάνε αντίσταση και αποδίδει ευθύνες σε σκοτεινά πολιτικά κίνητρα. Σύμφωνα με τα επιχειρήματα των καταγγελτικών κειμένων, τα συνειδητά πολιτικά χαρακτηριστικά της συ.κα.προ. εκφράζουν την εγγενή κυριαρχικότητα της πολιτικοποίησης του κοινωνικού επειδή διαταράσσουν την επικρατούσα ησυχία σ’έναν περιορισμένο αστικό τόπο. Βλέπουμε ευκρινώς, μια αντίληψη αντεπαναστατικού ολοκληρωτισμού. Το γελοίο επιχείρημα ότι η συλλογική πρωτοβουλία πρέπει να μην ονομάζεται συνέλευση κατειλημμένων προσφυγικών αφού δεν συμμετέχουν όλοι οι καταληψίες γείτονες, απλά, συνηγορεί. Τότε, καμία συνέλευση δεν θα ονομαζόταν συνέλευση της τάδε γειτονιάς, αλλά η καταγεγραμμένη αλήθεια είναι ότι οι υπονομευτές δεν θέλουν καμία συλλογικότητα αντίστασης στην γειτονιά των προσφυγικών.
Ο αποκλεισμός της στέγασης από τον συλλογικό αγώνα προϋποθέτει την εξωπραγματική παραδοχή ότι η ατομική στέγη είναι ένα κεκτημένο, ανεξάρτητα από ταξικές και κοινωνικές σχέσεις. Άλλα λόγια ν’αγαπιόμαστε, για να το πούμε λαϊκά. Εκατομύρια άνθρωποι μεταναστεύουν, στοιβάζονται σε αποθήκες γαιοκτημόνων, σε υπόγεια για τα οποία δουλεύουν σαν σκλάβοι ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, άλλοι δεσμεύουν όλη την ζωή τους για ένα ενοίκειο ή για τους φόρους ή ξεσπιτώνονται και η εκμετάλλευση εντείνεται στηριζόμενη στην γενική απομόνωση. Για τι άλλο να αγωνιστούμε αν όχι για την συλλογικοποίηση που μας δυναμώνει απέναντι στην εξουσία και με την οποία δημιουργούμε βάσεις για την κοινωνική αυτονομία μας; Και που αλλού αν όχι στα πεδία του λεηλατημένου κι αλλοτριωμένου καθημερινού βίου; Ο βαθύτερος πυρήνας του ταξικού ανταγωνισμού είναι η πάλη ανάμεσα στον κατακερματισμό και την εδαφική επανασυγκρότηση της αγωνιζόμενης προλεταριακής κοινότητας. Ποιά υποκειμενικότητα μπορεί να έχει νόημα μέσα στις παρούσες συνθήκες, αν όχι αυτή που προτάσσει την συλλογικότητά της απελευθερωτικά;
Το εγχείρημα της συνδιαχείρησης μέσα σε μια διεργασία αντίστασης και κινηματικής συνοργάνωσης απαντάει στην ανισότητα, στην ιδιοτέλεια και στον ανταγωνισμό, επανοικειοποιούμενο άμεσα το κοινοτιστικό όραμα. Μια τέτοια εμπειρία καταθέτει και προσφέρει ανοιχτά η συ.κα.προ., τόσο προς την γειτονιά, όσο και προς τους νέους καταληψίες οικιστές εκτός των υποδομών της, τους οποίους στηρίζει, όσο και προς το κίνημα και προς όποιους θέλουν να συστεγαστούν στην συλλογικότητα. Ειδικά σ’ετούτη την εποχή που το κεφάλαιο ισοπεδώνει κάθε προηγούμενη παροχή ασφάλειας προς τους καταπιεσμένους και το κράτος αδυνατεί να επαναφομοιώσει μεγάλα πλήθη, η εδαφικοποίηση του αγώνα για κοινωνική αυτονομία γίνεται επίκαιρη όσο ποτέ πριν. Την ίδια ώρα που κάποιοι εδώ χτυπούσαν μια κατάληψη, ένα ισχυρό κίνημα στην ιταλία καταλάμβανε ολόκληρες πολυκατοικίες. Τα προσφυγικά σαν γειτονιά και σαν σημείο σύγκρουσης συμπυκνώνουν τις αντιθέσεις της εποχής.
Αναρωτιούνται ορισμένοι «για το πόσο και το πού μπορεί να επεκταθεί η κοινοκτημοσύνη, πέρα από τα μέσα παραγωγής». Αν θέλουμε να έχουμε εφαρμόσιμες ανατρεπτικές προτάσεις για τα κοινωνικά προβλήματα, απαιτείται ν’απαντάμε με σαφήνεια σε τέτοια ερώτημα και οι επιθετικές θέσεις μας οφείλουν να προσβλέπουν στην αντικειμενική αναίρεση των κατεστημένων ανισοτήτων υπερβαίνοντας το πολιτισμικό πλαίσιο της εξατομίκευσης, στο οποίο εκ’των συνθηκών και ιστορικά βρισκόμαστε εγκλοβισμένοι βιωματικά και αντιληπτικά. Επί του συγκεκριμένου λοιπόν, η καταληψιακή κουλτούρα των τελευταίων δεκαετιών έβλεπε τα άδεια σπίτια σαν φρούτα που κρεμώντουσαν από το μεγάλο δέντρο της αστικής χωροταξίας. Το καταληψιακό κίνημα δεν μπορούσε να χτυπήσει τις ρίζες της κεφαλαιοκρατικής πολεοδομίας, αφού η εδαφικοποιημένη άρνηση της ιδιωτικής κατοχής προϋποθέτει μια επαναστατική πηγμή και κατά κύριο λόγο δεν ήθελε να συγκρουστεί με τον κορμό της, επειδή ήταν έκφραση ενός εναλλακτισμού στο περιθώριο της παραγωγής καπιταλιστικών σχέσεων. Ωστόσο, τα σπίτια και τα κτίσματα γενικότερα είναι προϊόντα παραγωγικών διαδικασιών που συμπλέκουν κοινωνικούς και κεφαλαιακούς παράγοντες. Είναι αδύνατο να μιλήσουμε για συλλογική παραγωγή αφήνοντας απέξω εκείνο το πεδίο οργάνωσης του βίου μέσα στο οποίο εκδιπλώνονται και περιχαρακώνονται οι βασικότερες ατομικές ανάγκες, δηλαδή την στέγη. Η κοινοκτημοσύνη των μέσων είναι ένα ελεύθερο δημιουργικό παιχνίδι, αλλά μέχρι να μετοικήσουμε σε άλλους πλανήτες, ουτοπικούς, ξεκινάει από την συλλογική αναδιανομή του συνόλου των υπαρχόντων πόρων, συμπεριλαμβάνοντας τις δομές ικανοποίησης των βασικότερων αναγκών μας. Σε οποιαδήποτε συνθήκη η συλλογική παραγωγή δίχως συλλογική νομή των προϊόντων είναι άτοπη.
Ειδικά στον καπιταλισμό, οι σχέσεις κατοχής, ελέγχου και εκμετάλλευσης συγκαλύπτονται πίσω από σχέσεις νομής. Το ίδιο το αστικό καθεστώς επιτρέπει τυπικά την ελεύθερη παραγωγική δραστηριότητα, αλλά την ελέγχει πρακτικά και την υποτάσσει στις κεκτημένες υλικές και συμβολικές συσσωρεύσεις. Η ιδιωτική κατοχή προϊόντων, όπως σπιτιών, εμπερικλείει προεγκατεστημένες σχέσεις εξουσίας και απομόνωσης. Άλλοι έχουν παλάτια σε όλες τις άκρες της γης, άλλοι φτιάχνουν τον αυτιστικό μικρόκοσμό τους μέσα σε σπίτια-κελιά και άλλοι ζουν στον δρόμο. Η κτητικότητα και η κληρονομικότητα αναπαράγουν τις υπάρχουσες ανισότητες και είναι βέβαια οι κυρίαρχοι θεσμοί του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτως, αλλά και κάθε εξουσιαστικού πολιτισμού. Έχουμε να κάνουμε με φαινόμενα που διαβρώνουν διαρκώς το καταληψιακό κίνημα, φαινόμενα κραταιά και μέσα στα προσφυγικά μέχρι την καινοτομική εμφάνιση της συ.κα.προ. και ανταγωνιστικά προς το αναγκαίο συλλογικό πείραμα.
Εξετάζοντας τον αστικό κόσμο ως πολιτισμική (όχι στενά πολιτιστική) παραγωγή, ο ιδιωτικός χωροχρόνος ανήκει στην α-κοινωνική αναπαραγωγή της ζωής προς ώφελος του κεφάλαιου. Η ιδιωτική οίκιση και η οικογενειακή ή ατομική οργάνωση του βίου αντανακλούν τον ταξικό κατακερματισμό, που ξεκινάει από την εργασία και θωρακίζεται κλασματοποιούμενος στην αντικειμενική εξατομίκευση της προσωπικής ζωής. Το «σπίτι μας» φαίνεται να έχει μια αυταξία, ακριβώς μέσα στις δεδομένες ιστορικές συνθήκες καθολικής εξάρτησης από το κεφάλαιο και γενικής απομόνωσης.
Για να χαρακτηριστεί η συλλογικοποίηση περιττή κατασκευάζεται μια πραγματικότητα ειδυλλιακή, ενώ για να δικαιολογηθούν οι σφετεριστές της κοινότητας, όπως ένας άνθρωπος που αρχικά φιλοξενήθηκε από την συ.κα.προ. και αξιοποίησε την μετέπειτα συμμετοχή του στην συνέλευση για χασισεμπόριο, αναγνωρίζεται η στέγη ως ζήτημα σπάνης. Η στέγαση γίνεται προτεραιότητα με οποιουσδήποτε όρους όταν το αφορούμενο υποκείμενο στρέφεται ενάντια στην συλλογικότητα. Και τότε η ανάγκη του δικαιολογεί κάθε πράξη του, όσο εκμεταλλευτική κι αντικοινωνική ή όσο αντισυντροφική και διαλυτική κι αν είναι. Η συνισταμένη των δυο αλληλοαποκλειόμενων δεδομένων είναι η υπεράσπιση του κατεστημένου α-κοινωνικού καθεστώτος. Αναγνωρίζεται μια κυριαρχία των υλικών συνθηκών, αλλά με όρους ετερονομίας, δηλαδή μόνο ως ανυπέρβλητος καταναγκασμός. Μάλιστα, τα σημεία στα οποία αναγνωρίζεται μια κρισιμότητα είναι εκείνα και μόνο εκείνα στα οποία αντιπαρατίθεται στην συλλογικότητα η ιδιοτέλεια. Στον επιχειρηματολογικό ειρμό των πολέμιων ενάντια στην συ.κα.προ. οι καταπιεσμένοι φαίνεται να μην μπορούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους μέσα από ένα ταξικό πρίσμα, αγωνιστικά και συλλογικά, διότι έχει απαξιωθεί, εγκαταληφθεί και στοχοποιηθεί προκαταβολικά η δυνατότητα της αντιστασιακής συλλογικοποίησης. Αφού έχει υποτιμηθεί ένα κοινωνικό εγχείρημα κι έχουν εξαφανιστεί από την πολεμική αφήγηση τα συμμετέχοντα αγωνιζόμενα υποκείμενα, επανεμφανίζονται όταν υπηρετούν τις μεθοδεύσεις των συνασπισμένων ιδιωτών, ως έρμαια αντικειμενικών συνθηκών.
Αν οι αντικειμενικές συνθήκες δεν δημιουργούν την ανάγκη να κοινωνικοποιήσουμε τον κόσμο μας, αλλά δικαιολογούν κάθε ιδιωτική δραστηριότητα, τότε νομίζουμε ότι είμαστε ελεύθεροι από ηθικές αναστολές, αδέσμευτοι από πολιτικές συνέπεις, ανεξάρτητοι από κοινωνικές δομές, ανεύθυνοι για οτιδήποτε κάνουμε, ελεύθεροι από κάθε λογοδοσία. Έτσι περιγράφουν πρακτικά την ελευθερία οι πολέμιοι ενάντια στην συ.κα.προ., γιατί θέλουν να διατηρήσουν την ιδιωτική κτήση της στέγης, που ειδικά στα προσφυγικά είναι μια ιστορία εκμεταλλεύσεων και αρπαγών, ακόμα και μεταξύ «συντρόφων». Ο ανταγωνισμός με την συλλογικότητα εισάγει τον κανιβαλισμό μέσα στο κοινωνικό εγχείρημα. Αν και υπάρχουν άδεια σπίτια στα προσφυγικά, ορισμένοι θέλησαν να ιδιωτικοποιήσουν κοινούς πόρους για πάρτη τους. Η υφαρπαγή φαίνεται ευκολότερη και ασφαλέστερη αν έχεις υποτιμήσει χρησιμοθηρικά το κοινωνικό εγχείρημα, όπως έχει συμβεί και σε άλλες καταλήψεις.
Η πολιτική επίκληση της στεγαστικής ανάγκης εκείνων που απαιτούν από την συνέλευση ιδιωτικές απολαβές είναι παντελώς υποκριτική για έναν επιπλέον λόγο. Οι πολέμιοι απαιτούν εκλεκτικά την παραχώρηση υποδομών της συλλογικότητας, αλλά οι ίδιοι δεν ανοίγουν τα σπίτια τους σε όποιον έχει ανάγκη, ούτε τα πολιτικά γραφεία τους και τα στέκια τους, όποιοι μετέχουν σε πολιτικά σχήματα, ούτε άνοιξαν τις καταλήψεις τους, όποιοι μετείχαν σε συλλογικές καταλήψεις, οι οποίες είχαν αυστηρά κριτήρια συμμετοχής, δείχνοντας «πόρτα» ή δίνοντας «πόδι» όπως έκανε και η συ.κα.προ. και ίσως με σφικτότερα κριτήρια. Κάποια πολιτικά σχήματα παραχωρούν στον εαυτό τους δικαιώματα που δεν επιτρέπουν στα κοινωνικά εγχειρήματα. Να πάλι η ξεδιάντροπη υποτίμηση του κοινωνικού στον αποκλεισμό του από το πολιτικό. Και με την αυθαίρετη κατηγορία ότι το συγκεκριμένο κοινωνικό εγχείρημα ελέγχεται από μια ανεπιθύμητη πολιτική ομάδα, κατηγορία που ισοπεδώνει προδεδηλωμένα το κοινωνικό σχήμα, τα προαναφερόμενα πολιτικά σχήματα δίνουν στον εαυτό τους το δικαίωμα να εισβάλουν και να παραδόσουν στην λεηλασία τον συλλογικό χώρο.
Όποιος θα ήθελε να προσφέρει συλλογικές απαντήσεις στο ζήτημα της στέγης υπεράνω πολιτικών συμφωνιών, θα μπορούσε να συγκροτήσει σχετικά εγχειρήματα, έστω και ανταγωνιστικά προς την συ.κα.προ., αλλά οι επιτιθέμενοι δεν έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Όσοι απ’αυτούς είναι καταληψίες των προσφυγικών προστατεύουν την ιδιωτικότητα των σπιτιών τους και όσοι υπήρξαν πολιτικοί καταληψίες βρισκόντουσαν σε χώρους πολιτικά περιφρουρούμενους. Ως γνωστό, όποιος θέλει να δόσει μοιράζεται κι όποιος θέλει ν’αρπάξει την πέφτει σ’αυτόν που θεωρεί πιο εύκολο. Αν κάποιοι κόπτονται να στεγάσουν όποιον έχει ανάγκη ξεκινώντας από τους χασισέμπορους, ας κάνουν έναν γενικό αναδασμό των πολιτικών υποδομών τους και των σπιτιών τους στις πιάτσες της αθήνας.
Η χρηστική αντίληψη για την συλλογικότητα απονοηματοδοτεί επάλληλα την κοινωνική και την πολιτική αυτοοργάνωση. Η πρόκριση με όρους ηθικής επιταγής του απολίτικα προσωπικού στο θέμα των σχέσεων και κυρίως στο θέμα της κτήσης καθιστά την πολιτική και κοινωνική αυτοοργάνωση χομπισμό. Γιατί να δημιουργούμε οριζόντιες διαδικασίες αν πρόκειται να υπονομεύονται από προεγκατεστημένα στεγανά; Γιατί να δημιουργούμε κοινές υποδομές αν πρόκειται να αφεθούν στην ιδιώτευση; Ναι, αλλά η ενασχόληση με την πολιτική έχει τα γούστα της. Σ’ένα περιβάλλον εξατομίκευσης είναι αναπόφευκτο η πολιτική αυτοοργάνωση να αναπαράγει μέσα στους κόλπους της όψεις του αστικού κόσμου. Ο ιδεαλιστικός ατομικισμός που εκφράζουν όλοι οι δηλωμένοι πολέμιοι ενάντια στην συ.κα.προ. δίνει άσυλο στην απόλυτη αδιαφορία προς τις συνέπειες και των προσωπικών επιλογών και των πολιτικών πράξεων. Αδιαφορία που εκβάλλει από μια εμμένουσα αναντιστοιχία μεταξύ της ελεύθερης πολιτικής ένταξης και της ηθικής και πολιτικής ευθύνης για τις επιλογές μας κινηματικά και κοινωνικά. Το προσωπικό είναι σίγουρα πολιτικό, αλλά σημασία έχει προς πια κατεύθυνση στέκεται ο καθένας και οι σχέσεις του. Για την κοινή απελευθέρωση ή για τα εκλεκτικά αλληλοβολέματα;
Η πολιτική παίζει με την συνοχή και την αποδόμηση του κοινωνικού κόσμου. Η οργάνωση του λόγου και η διάδοσή του αποτελούν φυλογενετικά πολεμικές δράσεις. Η πολιτική οργάνωση προσφέρει στους μετέχοντες μια βάση ισχύος. Συνεπώς, η κατεξοχήν πολιτικά συνειδητή και οργανωμένη τάξη είναι η κυρίαρχη, επί του παρόντος η αστική. Ο πολιτικός συνεταιρισμός είναι το καβούκι των ιδιωτών. Η αυτοοργάνωση με όρους συνεταιρισμού ατόμων κι όχι συλλογικής ταυτότητας τοποθετείται στην κληρονομική και αναπαραγωγική γραμμή του αστικού ανταγωνισμού. Οπότε, άνετα μπορεί και αξιοποιείται στην υπηρεσία ιδιωτικών συμφερόντων. Με τέτοια πλαίσια δεν είναι τυχαίο ότι ο αντιεξουσιαστικός «χώρος» μαστίζεται ασταμάτητα από σεχταριστικές τάσεις, δυσπραγία στην σύνδεση των αγώνων και αδυναμία στην προώθηση των κοινωνικών αντιστάσεων προς την κατεύθυνση της επιθετικής ταξικής ανασυγκρότησης. Μπορούμε να φτιάξουμε άπειρες θεωρίες για να στηρίξουμε τον συντηρητισμό μας σε μια προσαρμοσμένη ελευθεριακή ηθική. Εκεί που κρίνονται όλα όμως, είναι στο κοινωνικό παράδειγμα. Η κάθε τοποθέτηση τι προσφέρει στα κατειλημμένα προσφυγικά, στο ζήτημα της στέγασης, για τις ανάγκες της καθημερινής επιβίωσης, απέναντι στο διττό πρόβλημα του κατατρεγμού και της εκμετάλλευσης των μεταναστών, στο διακύβευμα της συλλογικής αντίστασης, ενάντια στα κανιβαλικά αναχώματα, στις πολιτικές ζυμώσεις, στην κινηματική συνοργάνωση, στους κοινωνικούς αγώνες ευρύτερα, στην επαναστατική προοπτική; Δεν αρκεί τα μέσα να συνάδουν με έναν αξιακό κώδικα για να είναι συνεπή προς τον σκοπό, αφού έτσι κι αλλοιώς οι αξιακοί κώδικες συντάσσονται κατά πως βολεύει τον σκοπό. Στα αποτελέσματα φαίνονται τα πραγματικά κίνητρα και η ποιότητα των μέσων. Ένα λαϊκό ρηττό λέει ότι δεν αρκεί η γυναίκα του βασιλιά να φαίνεται έντιμη, αλλά πρέπει και να είναι. Το πατριαρχικό υπονοούμενο ότι κανείς δεν μπορεί να απαιτήσει από τον βασιλιά να είναι έντιμος το ξαναβρίσκουμε στην υπεροπτική παρέμβαση πολιτικών σχημάτων ενάντια σ’ένα κοινωνικό εγχείρημα. Η δολιότητά του «πολιτικού άντρα» μεταφράζεται σε διαχειριστική καπατσοσύνη ή σε στρατηγική ιδιοφυία, όπως αντίστοιχα η μικροπολιτική υπεράσπιση της επίθεσης στην συ.κα.προ. φαίνεται από την χοντροκοπιά της να πίστευε ότι θα κατοχυρωνόταν αφήνοντας στο απυρόβλητο την αξιολογική αυθαιρεσία των επιχειρημάτων της.
Ο μπολσεβικισμός, που προσάπτεται στον πολιτικό «πυρήνα» της συ.κα.προ., πράγματι μας δίνει ιστορικές μεταφορές της κατάστασης στα προσφυγικά και του επακόλουθου σχίσματος στο κίνημα. Οι πολέμιοι ενάντια στην συ.κα.προ. εκλαμβάνουν τον αριστερό κομματισμό μέσα από ένα πρίσμα αστικής ηθικολογίας, το οποίο αντιστρέφει το ταξικό νόημα των γεγονότων. Η εκβιαστική στράτευση, η πολιτικο-οικονομική εκμετάλλευση και η πειθαρχική τρομοκρατία των μπολσεβίκων και των συνεχιστών τους ερμηνεύονται ως μια εξουσία του συλλογικού πάνω στις ατομικότητες, για να ταυτιστούν η αυταξία και η αυτοάμυνα ενός συλλογικού εγχειρήματος με τον κρατισμό. Τα κκ αναφέρονται σα να είναι παρανοϊκές εκδοχές της αντικαπιταλιστικής πάλης. Ενώ, από μια προλεταρική σκοπιά πρόκειται για διευθυντικές ιεραρχίες που οργανώνονται και παρεμβαίνουν εξουσιαστικά εξυπηρετώντας τα συμφέροντά τους. Στο Πέραμα, που αναφέρθηκε ως παράδειγμα σ’ένα κείμενο, το πρόβλημα δεν είναι ότι «όποιος θέλει να κάνει μεροκάματα στη ζώνη πρέπει υποχρεωτικά να είναι μέλος του σωματείου», που ως πολιτική πρακτική είναι ιστορικά μια άμυνα της αντιστεκόμενης κοινότητας των εργαζόμενων απέναντι στην απεργοσπασία και στον κατακερματισμό και όποτε κερδήθηκε χρειάστηκαν αιματηροί αγώνες, αλλά ότι το κομματικό σωματείο ελέγχεται από τους εργολάβους, οι οποίοι μαζί με τους εφοπλιστές, τους ναυπηγούς, τους τραπεζίτες κλπ απομυζούν και θυσιάζουν τους εργαζόμενους στα μεροκάματα του τρόμου. Ο άνεργος ή ο εργαζόμενος σίγουρα δεν είναι πιο ισχυρός ή πιο ελεύθερος έξω από μια συλλογική συγκρότηση. Η τυπική ελευθερία στο μεροκάματο είναι θεμέλιο της κυριαρχίας του κεφάλαιου. Ο κρατικός και ο μαφιόζικος συνδικαλισμός κλέβει και ενσωματώνει τα προλεταριακά εργαλεία στον αστικό έλεγχο και ο κομματικός συνδικαλισμός διαπραγματεύεται την ισχύ του μέσα σ’αυτόν. Από μια ταξική αντικρατική σκοπιά η ελεύθερη εργασία, η ελεύθερη στέγαση κλπ δεν μπορούν να υπάρξουν (για όλους) έξω από την αντιστασιακή συλλογικοποίηση και την ισχυροποίησή της.
Τώρα φαίνεται μια αναλογία. Η μικροπολιτική επίθεση στην συ.κα.προ. επιδιώκει να απομονώσει μια συλλογικότητα αντίστασης για να την διαλύσει. Όποιος θέλει βέβαια μπορεί να κάνει κατάληψη στα προσφυγικά χωρίς την συνέλευση, αλλά για τους πολέμιούς της είναι πολιτικά και ηθικά δίκαιος ο αποκλεισμός της από κινηματικές διεργασίες. Με ποιά συλλογική διαδικασία ελέγχονται οι αναρχοταυτότητες; Με τα κολλητιλίκια, τα στεγανά, τις μηχανορραφίες, τους τσαμπουκάδες και την υποκρισία του σεχταρισμού.
Το 1923 οι μπολσεβίκοι συκοφαντούσαν τους απεργούς της πετρούπολης και την αλληλέγγυα εξέγερση των ναυτών και των εργατών της κρονστάνδης, κατηγορώντας τους ότι ζητάνε την επαναφορά του ελεύθερου εμπορίου και της ατομικής ιδιοκτησίας. Μόλις τσάκισαν την εξέγερση, εφάρμοσαν ακριβώς αυτές τις οπισθοδρομικές μεταρυθμίσεις, που οι εξεγερμένοι μέσα από τα πολιτικά όργανά τους αρνούνταν ότι ήταν ανάμεσα στα αιτήματά τους. Η «νέα οικονομική πολιτική» του λένιν δημιούργησε μια ανερχόμενη αστική τάξη εξαρτημένη από το κόμμα, τους λεγόμενους nepmen (οι άνθρωποι της nep), φέρνοντας περισσότερη εκμετάλλευση, υπερσυσσώρευση, ανεργία, φτώχεια και καταστολή. Ο μπολσεβικισμός ήταν ένα καθεστώς συγκεντρωτικής αστικής ανάπτυξης κι όχι σοσιαλισμός με τον βούρδουλα. Ο νεποτισμός αναβιώνει όπου κάποιοι εκμεταλλεύονται παρακαταθήκες αγώνων και πολιτικούς δεσμούς για ατομικά ωφέλη. Κάνοντας ένα λογοπαίγνιο με την φράση του προυντόν για την ιδοκτησία και την κλοπή, μπορούμε να πούμε ότι η ιδοκτησία είναι κατάληψη κοινών πόρων και η κατάληψη ενίοτε γίνεται ιδιοκτησία. Ο νεποτισμός αναβιώνει όταν οι πολιτικοί σχηματισμοί στηρίζουν ή και επιχειρούν να επιβάλουν ιδιωτικά συμφέροντα πάνω στις κοινωνικές διεργασίες.
Την πολεμική εποποιία του κόμματος την έκλεισαν τα παιδιά του καθεστώτως που δεν έζησαν τους πρώτους χρόνους, ο χρουτσόφ και ο μπέρια, ο αρχιδολοπλόκος των μυστικών υπηρεσιών. Αλλά κι αυτός αφανίστηκε. Οι τωρινοί επίγονοί του πασχίζουν να ξεριζώσουν εστίες προλεταριακής αυτοοργάνωσης για ν’ανακόψουν τις δυνατότητες πολιτικής και κοινωνικής συγκρότησης προς την επανάσταση, υποδαυλίζοντας άθλια ένστικτα, κληρονομημένα από τον πολιτισμό που θέλουμε να καταστρέψουμε. Η σήψη του μικροαστικού συμβιβασμού, ο οποίος αργοπεθαίνει κάτω από τον σύγχρονο οδοστρωτήρα της κυριαρχίας απλώνει την μπόχα της. Το ξέσπασμα του μικροπολιτικού ιδιωτισμού είναι ένα απαίσιο θεατρικό.
Η επίθεση στην συ.κα.προ. επιδιώκει να κλονίσει την εμπιστοσύνη όλων μας, της κοινότητας των προσφυγικών, των συντρόφων και των αλληλέγγυων προς το συγκεκριμένο κοινωνικό εγχείρημα, των αγωνιζόμενων για την ταξική ανασυγκρότηση, των συλλογικοτήτων αντίστασης και αυτονομίας, των αναρχικών, την εμπιστοσύνη όλων προς μια κοινή προοπτική ανατροπής. Χωρίς την εμπιστοσύνη μένει το σύνορο της ιδιώτευσης. Ανταγωνιστικά, να συνεχίσουμε να οικοδομούμε την κοινωνική απελευθέρωση στην βάση της ελεύθερης ανοιχτής κουμούνας, αποδομώντας τον κόσμο της γενικευμένης απομόνωσης, της εκμετάλλευσης, του κανιβαλισμού. Ο καθημερινός αγώνας πάνω στην πλάστιγγα των αντικειμενικών συσχετισμών είναι το πολυτεχνείο της αυτομόρφωσης. Η συνέλευση και η κοινότητα των κατειλημμένων προσφυγικών έχουν καταθέσει το παράδειγμά τους.
~~~~~
Στις 21 Φλεβάρη του ’13 υποδομές και μέλη της συ.κα.προ. δέχτηκαν βίαιη επίθεση από την ομαδοποίηση των καταληψιών που την συκοφαντούσαν τους προηγούμενους μήνες. Η βίαιη επίθεση είχε την υποστήριξη και την ενεργό συμμετοχή ανθρώπων που δεν κατοικούν στα προσφυγικά, μεταξύ των οποίων και μέλη σχημάτων του αντιεξουσιαστικού «χώρου». Το συγκεκριμένο συμβάν ήταν ένα αποκορύφωμα της υπονομευτικής προπαγάνδας που είχε προηγηθεί, ήταν η καθαρή όψη των εχθρικών προθέσεων.
Αφορμή για την βίαιη επίθεση ήταν η έξωση ενός χασισέμπορου από τα σπίτια της συ.κα.προ., ο οποίος όντας οικονομικός πρόσφυγας φαινόταν κατάλληλος για μια φιλανθρωπική ευαισθητοποίηση ενάντια στην συνέλευση, δίνοντας συγχρόνως άλλοθι στην εκμεταλλευτική δραστηριότητά του. Η ηθικολογική επίθεση επιδίωκε να θωρακίσει την βίαιη παρέμβαση, εμπεδώνοντας την απομόνωση της συ.κα.προ. από τους αναρχικούς και το κοινωνικό κίνημα. Η επίκληση μιας έκτακτης ανάγκης ήταν το πρόσχημα για την βίαιη κορύφωση της επίθεσης. Ας σημειώσουμε, ότι η συνέλευση είχε προσφερθεί στο πρώην μέλος της να το βοηθήσει να βρει στέγη έξω από τις υποδομές της, με δεδομένο ότι παρότι θα μπορούσε και μόνος του να μπει σ’ένα άδειο σπίτι στην γειτονιά, ο ίδιος δεν αναλάμβανε την ευθύνη να το κάνει. Κανείς από τους επιτιθέμενους ενάντια στην συνέλευση δεν ανέλαβε πρωτοβουλία με προτεραιότητα την στέγαση του μετανάστη. Ο τελευταίος βρήκε υποστήριξη ακριβώς και αποκλειστικά επειδή επέμενε να ιδιοποιηθεί συλλογικό χώρο. Η υπόθεση της στέγασης ενός ανθρώπου έγινε σημείο σύγκρουσης, όχι λόγω μιας κατ’επίφαση ανθρωπιστικής κρισιμότητας, αλλά λόγω του πολιτικού διακυβεύματος. Ήταν μια θεαματική ευκαιρία να πληγεί η αυτονομία του κοινωνικού εγχειρήματος.
Η άμεση κρισιμότητα είναι η δικαιολογία για το προσπέρασμα κάθε κινηματικής εγγύησης και για την μη δέσμευση ως προς τις συνέπειες της πρωτοβουλίας. Οι επιτιθέμενοι στην συ.κα.προ. επιστρατεύουν το ιδεολογικό υπόβαθρο του πολέμου, που δεν έχει τελειωμό, διότι όταν ξεκινήσει τα πάντα γίνονται κρίσιμα. Μόνο οι παντελώς ανερμάτιστοι ηθικά και πολιτικά αντιλαμβάνονται την βίαιη παρέμβαση σε μια αυτοοργανωμένη κινηματική συλλογικότητα ως περιορισμένη επιχείρηση αποκατάστασης της τάξης (των ιδιωτών και των σπεκουλαδόρων) σ’ένα πλαίσιο σωτηριακής αθωότητας ή ως μεμονωμένο επεισόδιο μιας τοπικής αντιπαλότητας.
Η επιστράτευση βίας για την διαπραγμάτευση διαφορών μέσα στον «χώρο» της αντιεξουσίας είναι αντικινηματικός κανιβαλισμός κι έχει τις πολιτισμικές καταβολές του στις πυραμιδικές σχέσεις κυριαρχίας. Η καταπίεση διοχετεύεται στην αναπαραγωγή εξουσιών προς τους πιο καταπιεσμένους και εκτονώνεται βίαια, μα και ανώδυνα για το κράτος, στο προσωπικό μικροπεριβάλλον του καθενός (όπως αντιλαμβάνονται τα προσφυγικά οι ιδιώτες καταληψίες). Οι αστοί διεξάγουν πολέμους με όλα τα μέσα, σφαγιάζοντας τους πιο αδύναμους, σπέρνουν ιδεολογίες που οδηγούν τους πιο εξαθλιωμένους στην αλληλοεξόντωση, αλλά οι φατρίες των καταπιεσμένων ιδιωτών τρώγονται μεταξύ τους και το κάνουν με τον πιο πρωτόγονο τρόπο, με τα μπράτσα τους, διότι οι αταβιστικές εξάρσεις προσφέρουν μια φανταστική ικανοποίηση των εντατικά τροφοδοτούμενων μεν, αλλά απωθημένων δε, βίαιων ενορμήσεων, με τον ελάχιστο κίνδυνο. Ο ψευτοτσαμπουκάς που ενδημεί και στα πέριξ, παίρνοντας μάλιστα χαρακτηριστικά αξίωσης, ξερνάει την χείριστη ηθική και πολιτική εξαθλίωση μέσα σ’ένα σύστημα που αφοπλίζει και κατακερματίζει την κοινωνία.
Η φατριαστική εχθρότητα βρίσκει το υπέδαφος της μέσα στον «χώρο» στην διαλυτική κυριαρχία των προσωπικών δεσμών και στην απαξίωση της ανοιχτής συνοργάνωσης για χάρη του σεχταρισμού της παρέας ή της ομάδας, που κατακρημνίζουν την συντροφικότητα στην επιλεκτικότητα και εφαρμόζουν μια φαρισαϊκή αντίληψη του δικαίου. Η μικροπολιτική κάλυψη της βίαιης επίθεσης στην συ.κα.προ. ήταν μια αντίδραση αυτοσυντήρησης αυτού του πολιτισμικού περιβάλλοντος κι εξαυτού τα πολιτικά χαρακτηριστικά της είναι ευθαρσώς αντικινηματικά, αντικοινωνικά, εώς και προβοκατόρικα. Άλλωστε, το πλέγμα προστασίας των πολέμιων της συνέλευσης και η εκτατική απόπειρα απομόνωσής της συγκολλούν τα νήματα του φατριασμού με την παρασκηνιακή διακίνηση πληροφοριών. Σ’αυτό το πλαίσιο η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για όσα έχουν διαπραχθεί είναι κάτι παραπάνω σπό κενή νοήματος, είναι μια αλαζονική χλεύη ενάντια στον αγώνα για την ταξική ανασυγκρότηση, ενάντια στον αγώνα για την πολιτική ενότητα των αναρχικών σε μια επαναστατική προοπτική.
Η επίθεση ενάντια στην συ.κα.προ. κορυφώθηκε λίγο μετά την κρατική επιχείρηση ενάντια σε αντιεξουσιαστικές καταλήψεις και στέκια. Μια στοιχειώδης πολιτική αντίληψη ή το ελάχιστο πνεύμα αλληλεγγύης στην παρούσα συγκυρία θα αυτοπεριόριζε την αντιπαράθεση με μια συλλογικότητα καταληψιών, ακόμα κι αν πάταγε σε γερά κοινωνικά ή κινηματικά ερείσματα. Αλλά ακριβώς εκεί που εκλείπει η βάση ενός αγωνιστικού κινήτρου γίνεται αποδεκτή η κανιβαλική ανακύκλωση της καταστολής. Οι ιδιώτες καταληψίες δεν μπορούν να δουν πέρα από το σπίτι τους ή ορισμένοι ενδεχομένως να αντιλαμβάνονται ως ευνοϊκή συνθήκη την απειλή της καταστολής για την υπονόμευση της συλλογικότητας και οι υποστηρικτές τους έχουν συνηθήσει να κοιτούν αποσπασματικά και κοντόθωρα. Εδώ όμως η πραγματικότητα θα μας στιγματίσει με ιστορικές ευθύνες για το κάθετί που κάνουμε και λέμε. Για να σταθούν στο ύψος των καιρών και των ελευθεριακών αξιών οι σύντροφοι αναρχικοί που μαζί περπατήσαμε και μαζί με συντρόφους από την συ.κα.προ. σε σοβαρές στιγμές όπως η 12η Φλεβάρη του ’12 και οι σύντροφοι καταληψίες που ταχθήκαμε μαζί σε κρίσιμες μέρες όπως η εξέγερση του ’08 και που σήμερα προσδοκούν την εξαφάνιση ενός αντιστασιακού εγχειρήματος σε μια γειτονιά καταλήψεων, οφείλουν τουλάχιστον ν’ανακαλύψουν τη ντροπή.
~~~~~
Η τυχοδιωκτική επίθεση αποδείχτηκε ανίσχυρη απέναντι στην συνοχή μιας αγωνιζόμενης συλλογικότητας. Η συκοφαντική εκστρατεία αποδεικνύεται ανίσχυρη απέναντι στην αλληλεγγύη όσων αγωνίζονται, αυτοοργανώνονται, συνοργανώνονται και αντιλαμβάνονται όλα τα ζητήματα από μια κινηματική σκοπιά για την κοινωνική επανάσταση.
Πριν ακόμα από την βίαιη επίθεση της 21ης Φλεβάρη ορισμένοι σύντροφοι αναζητούσαν μια διαδικασία επίλυσης της σκοπούμενης πολεμικής κατάστασης με όρους κοινού πολιτικού διαλόγου. Αμέσως μετά το συγκεκριμένο κρίσιμο συμβάν εκδηλώθηκε μια προσπάθεια για συνδιοργάνωση δημόσιας συζήτησης. Συναντήθηκαν σχήματα που είχαν πάρει ανταγωνιστικές θέσεις, αλλά η άρνηση ορισμένων να συγκαλέσουν ή και να συνυπάρξουν με την συ.κα.προ. εμπόδισε τον κοινό διάλογο. Οπότε, η συ.κα.προ. πήρε αναγκαστικά την πρωτοβουλία για την διοργάνωση μιας ανοιχτής συζήτησης. Στο ξεκίνημα της συζήτησης που πραγματοποιήθηκε στο πολυτεχνείο (εμπ) έγινε απόπειρα αναβολής της από σχήματα που είχαν στηρίξει την επίθεση στην συ.κα.προ., με μεθοδολογικές και πρακτικές επιφάσεις (μη αντικειμενικότητα, έλλειψη ενημέρωσης κλπ) που αναιρούνταν από το γεγονός ότι τα σχήματα που απαιτούσαν την ακύρωση της διαδικασίας απείχαν κατ’επιλογή τους από την συνδιοργάνωση, ενώ προηγουμένως είχαν αυτήν την δυνατότητα. Η υπονόμευση στον πολιτικό διάλογο, η οποία επισημοποιήθηκε σε ένα αμφιθέατρο, απέτυχε. Η σύνεση των συντρόφων της συ.κα.προ. μπροστά σε συκοφάντες και δηλωμένους εχθρούς της, κάποιοι από τους οποίους προέβαιναν και σε επιθετικές προκλήσεις, απέτρεψε ένα κατρακύλισμα στο επίπεδο του τσαμπουκά, το οποίο θα επιβεβαίωνε το φατριαστικό κατεστημένο.
Ωστόσο, όποιοι επιδιώκουν την διάλυση της συ.κα.προ. επιτείνοντας μέχρι και τώρα τις σεχταρισιτκές προσπάθειες απομόνωσής της και όποιοι περιμένουν αδιάφορα να ξεχαστεί το συγκεκριμένο εγχείρημα και η επίθεση που δέχτηκε, αναπαράγοντας την σαπίλα των εκλεκτικών σχέσεων, αυταπατώνται. Κανένα κίνημα δεν μπορεί να αφήσει τους ανθρώπους της συνέλευσης και της κοινότητας των κατειλημμένων προσφυγικών να φορτωθούν τον ρόλο του πλουμπίδη. Αν στο παρελθόν ο γενικευμένος σεχταρισμός του «χώρου» μέσα σ’ένα πλαίσιο επιβεβλημένων από το κράτος συμβάσεων επέτρεπε να επικρατεί το σκεπτικό «αφήστε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους», σήμερα, μέσα στην άγρια ταξική σύγκρουση ή θα αλληλοφαγωθούμε και θα μας θάψουν όλους μαζί ή θα εμπιστευτούμε τον συλλογικό απελευθερωτικό δρόμο και θα τους φάμε όλοι μαζί.
Το γεγονός ότι συκοφαντούνται με τον πιο αισχρό τρόπο σύντροφοι που έχουν αφοσιωθεί σ’ένα κοινωνικό εγχείρημα δεν μπορεί να προφυλαχτεί στον βούρκο των παρασκηνίων. Την ίδια στιγμή που ένας σύντροφος από την συ.κα.προ. έκανε μεροκάματα για να αποπληρώσει την θεραπευτική περίθαλψη του χασισέμπορα, την οποία είχε αναλάβει η συνέλευση πριν αυτός εκδιωχθεί κι ένας άλλος σύντροφος έφυγε μετανάστης για δουλειά σε φεουδοχώραφα, οι άνθρωποι της συ.κα.προ. καταγγέλονταν ως εκμεταλλευτές μεταναστών και έμποροι ναρκωτικών και αντιμετώπισαν τις βιαιοπραγίες των συκοφαντών. Η πολιτική φρόνηση και η υπομονή που απαιτεί η εμπιστοσύνη στις συλλογικές διαδικασίες δεν σημαίνουν ανοχή στην συκοφαντία και στον τραμπουκισμό. Οι πάγοι της λίμνης Κότλιν έχουν λιώσει και το Πετροπαβλόφσκ κινείται. Ας μην χρειαστεί να περάσει πρώτα πάνω από τραμπούκους καθώς θ’αντεπιτίθεται στο κράτος.
Πολιτικές σχέσεις που έχουν κατακτηθεί μέσα σε αγώνες, έχουν ήδη δηλητηριαστεί. Ο πολιτικός διάλογος έχει ήδη ακρωτηριαστεί. Η συλλογική δυναμική κατακερματίζεται. Το αυτοοργανωμένο κοινωνικό έδαφος απονοηματοδοτείται. Η άρνηση της αλληλεγγύης προς μια συνέλευση και μια κοινότητα που βάλονται είναι τροχοπέδη στις προοπτικές συνάντησης και ριζοσπαστικοποίησης των αντιστασιακών κοινωνικών εγχειρημάτων και στην απόπειρα συνοργάνωσης των αναρχικών. Η αναγκαία αλληλεγγύη για να υπάρχουν χώροι αγώνα δεν μπορεί να πραγματώνεται δίχως την σαφή υπεράσπιση της συ.κα.προ. απέναντι στις εχθρικές επιθέσεις. Η αναγκαία αλληλεγγύη για να υπάρχει κίνημα δεν μπορεί να πραγματώνεται δίχως την συνεπή αντίσταση στις προσπάθειες απομόνωσης της συ.κα.προ..
Η αποστασιοποίηση αποτελεί συντήρηση της γενικής απομόνωσης με την οποία προστατεύεται το καθεστώς ελέγχου και λεηλασίας.
Αυτοί που παρορμητικά χώθηκαν στην επίθεση κι αυτοί που βρήκαν χρόνο και αποφασιστικότητα για να την στηρίξουν, ας βρουν χρόνο και αποφασιστικότητα για να αναστοχαστούν. Κι εκείνοι οι σύντροφοι που καταλάβαιναν, αλλά νόμιζαν ότι μπορούν να αφήνουν τον κανιβαλισμό έξω από την αυλή τους θα βρουν μόνο συντρίμια αν δεν αναθεωρήσουν εγκαίρως. Πρέπει να διαβούμε όλοι μαζί κι ο καθένας μια πόρτα ξανακρίνοντας τα πεπραγμένα μας μέσα από το πιο ευρύ ανατρεπτικό πρίσμα.
Ή θα γίνουμε ο κόσμος που θέλουμε ή θα ισοπεδωθούμε με τις συνήθειές μας.
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
ΤΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ, ΤΗΣ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗΣ, ΤΟΥ ΚΑΝΙΒΑΛΙΣΜΟΥ,
ΟΛΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Δημήτρης Χατζηβασιλειάδης ( Ιούλιος-Αύγουστος 2013 )
Σημείωμα για το κείμενο:
Γνωρίζω την συ.κα.προ. από τις πρακτικές συντροφικές σχέσεις που επέλεξα να έχω με το συγκεκριμένο κοινωνικό εγχείρημα λόγω των ιδιαίτερων ριζοσπαστικών χαρακτηριστικών του. Έχω συνδεθεί πολιτικά με ορισμένα μέλη της συνέλευσης, όπως και με αρκετούς από εκείνους που στράφηκαν εναντίον της. Με όποιους βρεθήκαμε ή και στεκόμαστε ακόμα κοντά συναντηθήκαμε ως συναγωνιστές, δίχως να μας δεσμεύει τίποτα που να μην υπηρετεί το προχώρημα της κοινής απελευθέρωσης. Με τον ίδιο προσανατολισμό τοποθετούμαι και τώρα. Η θέση πολιτικής εγγύτητας που έχω με την συγκεκριμένη κοινωνική συλλογικότητα, αλλά και το σχίσμα που διανοίγεται στον πολιτικό χώρο που αντιλαμβάνομαι ως βάση εκκίνησης της αντιστασιακής αυτοοργάνωσης, στην οποία είμαι ταγμένος επί χρόνια, με υποχρεώνουν να τοποθετηθώ στις γραμμές του κινηματικού διαλόγου.
Με δεδομένο ότι στον παρόντα χρόνο δεν θα αναλογούσε στα συλλογικά σχήματα στα οποία συμμετέχω να αναλάβουν πρωτοβουλία παρέμβασης στην σύγκρουση που περιγράφω, έκρινα απαραίτητο να υπερασπιστώ ανοιχτά την συ.κα.προ. και τις ενωτικές προοπτικές του αντιστασιακού κινήματος με ένα προσωπικό κείμενο. Η πρωτοβουλία έρχεται για να γονιμοποιήσει την δημόσια σιωπή.
Το κείμενο απευθύνεται στους αναρχικούς, αφού η επίθεση εναντίον της συ.κα.προ. σχηματοποιείται με την δομή του «ενδοχωρικού» σεχταρισμού και έχει διαλυτικές συνέπειες για τις κινηματικές διεργασίες. Απευθύνεται επίσης, στους συντρόφους των αυτοοργανωμένων κοινωνικών εγχειρημάτων, αφού βάλεται μια συλλογικότητα αντίστασης στα ριζικά χαρακτηριστικά της. Η εμπιστοσύνη στην υπερίσχυση της κινηματικής συνείδησης είναι αναπόφευκτα απαραίτητη. Είναι στο χέρι του κάθε συντρόφου να κρίνει σφαιρικά και να τοποθετηθεί με υπευθυνότητα και παρρησία, αντιστεκόμενος στην παρασκηνιακή πολεμική και στις εκλεκτικές συγγένειες.
Τα στοιχεία τα οποία αποτέλεσαν το υλικό αυτής της κριτικής ανάλυσης είναι οι κοινωνικές δραστηριότητες της συ.κα.προ., οι δημόσια κατατεθημένες απόψεις της και τα καταγγελτικά κείμενα. Καμία άλλη πληροφορία δεν με απασχόλησε και δεν θα μπορούσε να είναι χρήσιμη. Δεν αναφέρομαι ονομαστικά ούτε σε συλλογικά σχήματα ούτε σε πρόσωπα, διότι η παρέμβασή μου αποσκοπεί στην καταύγαση των αντιλήψεων και των στάσεων εκείνων που εμφανίζονται διαλυτικά μέσα σε τόπους αντίστασης κι όχι οπωσδήποτε η προσβολή των φορέων τους και σίγουρα όχι η απαξίωση συλλογικοτήτων. Επιπλέον, η ανάλυσή μου δεν ακολούθησε τον ειρμό και την ιστορική σειρά των καταγγελτικών κειμένων, διότι κίνητρό μου δεν ήταν η αντανακλαστική απάντηση στις συκοφαντίες και στα πολιτικά επιχειρήματα των πολέμιων, αλλά η ανάδειξη της ενότητάς τους μέσα σε μια αντικινηματική εκστρατεία που πήρε και βίαιη τροπή. Οι θεμελιακές αντιφάσεις των καταγγελτικών επιχειρημάτων αποκαλύπτουν ποιές προθέσεις στηρίζουν. Επ’αυτού, οι αναγνώσεις μου είναι αδιαχώριστες από τις πολιτικές προθέσεις μου και από τα δικά μου αντιληπτικά εργαλεία και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Πάραυτα, νομίζω ότι απέφυγα να κάνω παραχαράξεις των νοημάτων (όπως συνέβη σε ερμηνείες των γραπτών της συ.κα.προ. από καταγγέλοντες) κι επέμεινα στα πρόδηλα σημαινόμενα των πολεμικών επιχειρημάτων, στα οποία εστίασα για να ξεδιπλώσω την κριτική επιχειρηματολογία μου. Όποιος σύντροφος θέλει να διαμορφώσει μια δική του εικόνα για όσα έχουν γραφτεί, μπορεί να ζητήσει τα σχετικά κείμενα είτε από την συ.κα.προ., είτε από εμένα, είτε απ’όπου αλλού πιστεύει ότι θα έχει μια συνολική ενημέρωση.
Το κείμενο δημοσιοποιείται μόνο κινηματικά κι όχι ανοιχτά, για να προστατευτούν οι εμπλεκόμενες συλλογικότητες, αλλά η σύγκρουση που ξεκίνησε με επίκεντρο την συ.κα.προ. δεν αφορά αποκλειστικά τους εμπλεκόμενους, ούτε μόνο τους αναρχικούς. Αφορά την υπόθεση της κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης.
…
Τον Δεκέμβρη του ’12, επανερχόμενος στην πόλη-φυλακή μετά από κάποιους μήνες προφυλάκισης, η πιο βαρυά πραγματικότητα που βίωσα από το πρώτο εικοσιτετράωρο «ελευθερίας», πιο βαρυά απ’όλες τις στιγμές του εγκλεισμού, ήταν η νυχτερινή απόσυρση στην απομόνωση του σπιτιού μου. Σ’ένα κελί είχα ανακαλύψει τον συλλογικό βίο. Κάθε εμπειρία απελευθέρωσης είναι ένα οριακό σημείο μη επιστροφής στο παρελθόν.