Θέσεις για την «πρωτοπορία»

Αναρχική Συλλογικότητα για τη Μαχητική Προλεταριακή Ανασυγκρότηση

Θέσεις για την «πρωτοπορία» (στο πλαίσιο του προσυνεδριακού διαλόγου):

Το θέμα «πρωτοπορία» αποτελεί μια ειδική όψη της σχέσης πολιτικού-κοινωνικού. Όπως όλα τα ζητήματα έτσι και το συγκεκριμένο υπάγεται στην αμοιβαία συνέπεια μέσων και σκοπών. Έχουμε επισημάνει παραπάνω ορισμένες επίκαιρες όψεις άμεσης ή έμμεσης κυριαρχίας του πολιτικού πάνω στο κοινωνικό, οι οποίες υπηρετούν αλλότριους σκοπούς. Οι διαφορετικές θέσεις πάνω στο θέμα «πρωτοπορία» εκφράζουν μέχρι και ριζικά αντίθετους προσανατολισμούς στο βασικό ζήτημα της κοινωνικής απελευθέρωσης. Αν η ΑΠΟ τοποθετηθεί δημόσια για το θέμα, ο λόγος μας οφείλει να είναι απόλυτα σαφής σε σχέση με τα πολιτικά επίδικα και τα ιστορικά φορτία.
Οι θέσεις της ΑΣΜΠΑ για το θέμα «πρωτοπορία» είναι απόρροια των θέσεών της για τα άλλα δυο πραγματευόμενα θέματα της ενότητας ΑΡΧΕΣ, με θεμέλιο την αδιαίρετη ενότητα των ηθικών και πολιτικών ζητημάτων. Σημειώσαμε στην πρότασή μας για την σχέση μέσων και σκοπών ότι οι σκοποί συγκεκριμενοποιούνται μέσα από την τρέχουσα και την ιστορική εμπειρία και κρίνονται στην αλληλουχία τους ως προς την συνεκτικότητά τους μέσα στον αγώνα, με σημείο εκκίνησης τις παρούσες ταξικές-κοινωνικές αντιθέσεις και απότερη προοπτική την αναρχία. Έτσι, η οπτική μας γύρω από τις προτάσεις συγκρότησης πρωτοπορίας, αλλά και γύρω από τις ετερόδοξες κριτικές, επιχειρεί να εισδύσει στην πραγματικότητα και να μην προσκολλάται στο όποιο ιδεατό. Από την ίδια θέση εξετάζουμε και τι δείχνουν οι ιδεαλιστικές προσεγγίσεις. Μπορούμε να συνοψίσουμε σ’ένα βασικό ερώτημα ως εξής: Ποιά είναι τα πραγματικά διακυβεύματα για την ταξική-κοινωνική πάλη σήμερα γύρω από την έννοια «πρωτοπορία»;
Θα ξεκινήσουμε από μια παρεμφερή πρόταση που ακούγεται συχνά και υποδηλώνει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της έννοιας πρωτοπορία, όπως υϊοθετείται από αρκετούς αντικρατιστές την τρέχουσα περίοδο. Αναφερόμαστε στην «ηγεμονία των ιδεών μας (τους)». Από μόνη της η απόδοση μιας θέσης καθοριστικής ισχύος στις πολιτικές ιδέες ανεξάρτητα από τις συνθήκες της ταξικής διαπάλης και του κοινωνικού βίου ανήκει στην παράδοση του αριστοκρατικού ιδεαλισμού. Μάλιστα, πρόκειται για μια πεποίθηση που κατά τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό αποκαθηλώθηκε, κυρίως με την αναγνώριση των υλικών συνθηκών ως προϋπόθεση ή παράγοντα αποκλεισμού από την παιδεία. Η αυταπάτη και η απάτη της εγγενούς αρτιότητας του λόγου έχει αποδειχτεί ήδη από την εποχή του Πυθαγόρα [1] κι εκείνο το φιλοσοφικό ρεύμα που πίστευε στην αυτοθεμελίωση της λογικής κι ονομάστηκε ορθολογισμός έχει απορριφθεί επιστημολογικά [2] από τις αρχές του 20ού αιώνα. Ωστόσο, η φιλελεύθερη ιδεολογία συντηρεί την μεταφυσική ιδέα της ακαταμάχητης ισχύος του λόγου και την υποκρισία της ελεύθερης πάλης των ιδεών, για να συγκαλύπτει τις ολιγαρχικές-δικτατορικές δομές της αστικής κυριαρχίας. Η μονοδιάστατη αντίληψη που προσβλέπει στην επικράτηση ορισμένων πολιτικών ιδεών ως προϋπόθεση και ικανό όρο για την ανάπτυξη του ταξικού-κοινωνικού αγώνα, απλώς επιπλέει στον πλουραλισμό του φιλελεύθερου κράτους.
Βέβαια, όπως εξηγήσαμε στην ανάλυση της αμφίσημης σχέσης μέσων και σκοπών, ο ιδεαλισμός εξυπηρετεί κάποιες αξιώσεις ισχύος πολύ απτές, κατά κανόνα καιροσκοπικές. Αν και συχνά οι πατέρες των ηγεμονικών ιδεών αρκούνται στην συντηρητική αυτοπραγμάτωσή τους στο φάσμα της ιδεολογίας, αφού η πραγματικότητα πάντα διαψεύδει τους επίδοξους αυθέντες, συνήθως προσβλέπουν στην ανάληψη πολιτικών μεσολαβήσεων. Γι’αυτό, τα ιδεολογικά συστήματα ερμηνεύουν αυθαίρετα και δίχως όρια τα πάντα και πολεμούν για το μονοπώλιο της αντικειμενικότητας.
Αν λέγοντας «οι ιδέες μας» εννοούμε τις αναρχικές ιδέες γενικά, τότε σίγουρα δεν χρειάζονται να ηγεμονεύσουν. Η ιστορία της ταξικής πάλης έχει αποδόσει μια αναφαίρετη κοινωνική σημασία στις αναρχικές ιδέες, οι οποίες ριζώνουν μέσα στον κόσμο των καταπιεσμένων στον βαθμό που δυναμώνουν οι αγώνες τους οποίους εκφράζουν αυτές οι ιδέες. Η άμεση ταξική-κοινωνική σύγκρουση επικαιροποιεί τις επαναστατικές ιδέες κι εμπλουτίζει την ιστορική συνέχεια της αναρχίας. Χωρίς την ανάπτυξη των αγώνων οι ιδέες μένουν σε κάποιες εξαιρετικές βιβλιοθήκες.
Αν λέγοντας «οι ιδέες μας» εννοούμε τις ιδιαίτερες απόψεις της συλλογικότητάς μας ή τις θέσεις της ΑΠΟ, τότε σίγουρα ο ηγεμονισμός αντιτίθεται στην ανοιχτή, ζωντανή και διαρκώς εξελισσόμενη συλλογική διαλεκτική των αντιστάσεων. Η αντίληψη κάθε υποκειμένου που συμμετέχει στην ταξική πάλη από μια θέση ελευθεριακή μπορεί να εκφράζει ένα μόνο μέρος του απελευθερωτικού κινήματος. Κάθε διατύπωση των κοινών αναρχικών προταγμάτων και κάθε επιμέρους ιδέα ανήκουν στην συλλογική ευφυϊα της αντίστασης.
Στεκόμαστε αντιπαραθετικά σε κάθε μορφή ελιτισμού και ειδικά στην αλαζονία της διανόησης. Οποιαδήποτε αυτόκλητη αυθεντία της επαναστατικής συνείδησης υπονομέυει το οριζόντιο κίνημα και στην θέση του ενθρονίζει τον σεχταρισμό. Οι πολιτικές πρωτοπορίες είναι πάντα συντηρητικές διότι αντιλαμβάνονται την ταξική συνείδηση των μαζών ως πιο καθυστερημένη. Οι διαχωρισμοί που επικαλούνται μια συγκριτική διαβάθμιση της πολιτικής συνείδησης του κοινωνικού σώματος τείνουν να απαρνούνται την άμεση αναγκαιότητα του σκληρού αγώνα, την προϋπόθεση της καθημερινής πολιτικής ζύμωσης μέσα στον κόσμο των καταπιεσμένων, την τριβή με τις λεπτομέρειες της πραγματικής σύγκρουσης, το ζητούμενο της μαζικής συνοργάνωσης, μεταθέτοντας την ευθύνη του ίδιου του υποκειμένου που μιλάει, στους «λιγότερο συνειδητοποιημένους».
Η πολιτική οργάνωση των αναρχικών οφείλει να γονιμοποιεί τον δημόσιο διάλογο μέσα στις γραμμές της αντίστασης, να αφουγκράζεται τις διαφορετικές εκφράσεις του ταξικού ανταγωνισμού και να εξελίσσεται με την ενεργό συμμετοχή της στους κοινωνικούς αγώνες. Υπόθεσή μας είναι η ριζοσπαστικοποίηση και το δυνάμωμα του ταξικού πεδίου, το άπλωμα, η συλλογική πραγμάτευση κι η επικαιροποίηση των αναρχικών ιδεών κι όχι η επιβεβαίωση οποιουδήποτε δόγματος. Η ζύμωση στην βάση του αγώνα χτίζει το επαναστατικό κίνημα.
Οι προτάσεις συγκρότησης πρωτοπορίας και η αντιθετική κριτική επίσης, πρέπει να εξετάζονται σε σχέση με το ιστορικό φορτίο της έννοιας. Η αναφορά σε έναν όρο που επί έναν αιώνα ήταν το επίκεντρο ριζικών και κρίσιμων πολιτικών αντιπαραθέσεων, συχνά βίαιων, δεν μπορεί να είναι τυχαία. Έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχει ουσία έξω από την ιστορικότητα. Ανάμεσα στην αντίληψη που θεωρεί αναγκαία την πρωτοπορία και οργανώνεται για την πολιτική ηγεμονία της, αφενός και σ’εκείνην που την αντιλαμβάνεται ως αστική-κρατιστική διεύθυνση και αγωνίζεται ενάντια στην οπισθοδρόμηση της προλεταριακής αυτοδιάθεσης, αφετέρου, χάσκει ένα ρήγμα αγεφύρωτο. Στην έννοια «πρωτοπορία» έχει συμπυκνωθεί ο κρατισμός της αριστεράς.
Η επαναστατική πρωτοπορία πήρε ένα πολύ ειδικό νόημα από τους λένιν-στάλιν, που οργάνωσαν ένα κόμμα με επαγγελματικά στελέχη, συγκεντρωτικό και προσωποκεντρικό. Μετά το 1917 η έννοια της πρωτοπορίας ταυτίστηκε με το μπολσεβίκικο κομματικό καθεστώς και την κομιντέρν, φτάνοντας σε μυθικά επίπεδα. Ας σημειώσουμε ότι οι πλατφορμιστές αναρχικοί, παρότι έχουν κατηγορηθεί για συγκεντρωτισμό, ποτέ δεν χρησιμοποίησαν τον όρο πρωτοπορία. Από την δεκαετία του ’30 διευρύνθηκε το νόημα της λέξης, για να προσδόσει στα κομμουνιστικά κόμματα την ηγετική θέση στους αντιδικτατορικούς κι εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες. Μετά την γιάλτα τα κομμουνιστικά κόμματα των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών αναγορεύτηκαν σε πρωτοπορίες της δημοκρατίας. Η ΕΔΑ επίσης, και το ΚΚΕ με τη νομιμοποίησή του το ’74. Ο δημοκρατικός-πατριωτικός προσανατολισμός της κομματικής διεύθυνσης υπήρχε ήδη στο «μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος». Για τους μαρξ και ένγκελς οι κομμουνιστές αποτελούσαν το πιο προωθημένο κομμάτι των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.
Η πολιτική κουλτούρα της αριστεράς είναι θεμελιακά αστική, δηλαδή, διευθυντική, συγκεντρωτική εως και ολοκληρωτική, κρατιστική και βουτηγμένη στην κακοπιστία και στον καιροσκοπισμό. Η εγγενής διάσταση της πολιτικής πρωτοπορίας από την ταξική βάση συνεπάγεται πάντα το φρενάρισμα ή την εξάντληση της δεύτερης από την πρώτη. Όταν οι εκμεταλλευόμενοι εξεγείρονται, αν η πολιτική πρωτοπορία βρίσκεται ανέτοιμη να κυβερνήσει, όπως συμβαίνει συνήθως στο ξεκίνημα μιας σύγκρουσης, τους συγκρατεί ή και τους καταστέλει. Όταν η πρωτοπορία αποφασίζει ότι μπορεί να αποσπάσει ένα κεφάλαιο πολιτικού ελέγχου, σπρώχνει τις εξελίξεις από τα πάνω, προωθώντας την διευθυντική ανάληψη της ισχύος απέναντι στο δυνάμωμα της κοινωνικής αυτοοργάνωσης.
Από την δεκαετία του ’90, μετά την πλήρη φιλελευθεροποίηση των κρατικομονοπωλιακών καθεστώτων παγκοσμίως, εκδηλώθηκαν διάφορες αντιφατικές τάσεις, παράγωγα της κρίσης στην αριστερά. Η μεταμοντέρνα κριτική η οποία ταυτίζει την πρωτοπορία με την επαναστατική δράση εν’γένει, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση. Η αριστερά έχοντας επαναπροσδιορίσει την θέση της μέσα στο αστικό καθεστώς με όρους υποταγής στη νομιμότητα και αφομοίωσης στη φιλελεύθερη ιδεολογία, στρέφει την κατεπίφαση κριτική του παρελθόντος της επιθετικά εναντίον της αντικαθεστωτικής ταξικής πάλης.
Η αντιστασιακή βία, η ανατρεπτική προοπτική ενάντια στο αστικό πολιτικό καθεστώς, η πρωτοβουλία και η αυτονομία των αγωνιζόμενων υποκειμένων βρήκαν ένα καινούριο ανάχωμα στον όψιμο αφορισμό της έννοιας πρωτοπορία από κομμάτια της αριστεράς. Ο εναλλακτισμός και ο ρεφορμισμός απευθύνονται στην βάση του αυτοοργανωμένου αγώνα αφομοιώνοντας και αντιεξουσιαστικά επιχειρήματα. Το γνωστό δίλλημα «μπορούμε ν’αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία;» συνοψίζει την αποκορύφωση του αριστερού συμβιβασμού με την κεφαλαιοκρατία, δηλαδή, την κατάπτωση του ρεβιζιονισμού.
Η αντεπαναστατική ιδεολογία κατασκευάζει ορισμένα τεχνητά διλλήματα με παρελκυστικό περιτύλιγμα τον αφορισμό της πρωτοπορίας: Το σήμερα, οι άμεσες ανάγκες και οι συσχετισμοί ισχύος, σε αντιπαράθεση με το μέλλον, την επαναστατική προοπτική. Το επιμέρους σε αντιπαράθεση με το συνολικό. Το κοινωνικό σε αντιπαράθεση με το πολιτικό. Το πολιτικοκοινωνικό σε αντιπαράθεση με την μαχητικότητα. Σε κάθε περίπτωση, ο συντηρητισμός, ο τοπικισμός, ο εναλλακτισμός κι ο συμβιβασμός τάσονται απέναντι στην σύγκρουση και στην αντιστασιακή συνοργάνωση.
Ακόμα, η αντιπαραβολή της κοινωνικής απεύθυνσης και ειδικότερα μιας επικοινωνιακής στρατηγικής απέναντι στην μαχητικότητα στηρίζεται κι αυτή πάνω σ’έναν τεχνητό διπολισμό που μετατοπίζει το σχήμα της πρωτοπορίας δίχως να το καταργεί. Όλες οι πρωτοπορίες (και οι μαχητικές) διαχειρίζονται τις ήττες τους με μηχανιστικά-αντιδιαλεκτικά κατανοητικά εργαλεία διότι με τέτοια εργαλεία οργανώνονται. Σε συνθήκες που απαιτείται καθημερινή εργασία μυρμηγκιού για να αναπτερωθεί το επαναστατικό κίνημα, όσοι θέλουν μια θέση πρωτοπορίας βρίσκουν τον εύκολο δρόμο της ιδεολογικής αποεδαφικοποίησης. Η διανόηση συνεχίζει να στέκεται πάνω από το αντιφατικό πλήθος και χωρίς το ένδυμα της παραδοσιακής πρωτοπορίας.
Με σαφήνεια λοιπόν λέμε ότι η συγκρότηση οπιασδήποτε πρωτοπορίας δεν έχει τίποτα να προσφέρει στο ταξικό-κοινωνικό κίνημα. Ανταυτού, παραμένοντας σταθεροί στην αναρχική επαναστατική κοινωνική παράδοση αντιπροτάσσουμε:
-Την αλληλέγγυα συνέγερση των ταξικά καταπιεζόμενων.
-Την αναγκαιότητα και την δυναμική της άμεσης δράσης ενάντια στις τυραννικές συνθήκες και στις αιτίες τους.
-Την αναγαιότητα και την δυναμική της αυτοοργάνωσης σε όλα τα πεδία του ταξικού ανταγωνισμού.
-Την ομοσπονδιακή συνοργάνωση κάθε ταξικού κινήματος (του εργατικού, του ευρύτερου κοινωνικού και του αναρχικού) και τον συντονισμό τους. [3],[4],[5]
-Την αγωνιστική πρωτοβουλία, που είναι απαραίτητη για όλα τα παραπάνω.

Ενισχυτικά, παραθέτουμε ορισμένα σχετικά σημεία από τις θέσεις της ΑΣΜΠΑ για το θέμα «Κίνημα»:
«…στεκόμαστε μαχητικά και αλληλέγγυα όπου εκφράζεται μια ρήξη με τους κρατικούς θεσμούς, θεωρώντας ότι μέσα στην αντίσταση διαμορφώνεται η απελευθερωτική συλλογικότητα.»
« Οι δρώσες μάζες που μπορούν και αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα των επαναστάσεων είναι ικανές να τις πραγματοποιούν. Ιστορικά, ο ελευθεριακός επαναστατικός δυναμισμός του ταξικού-κοινωνικού κινήματος αναβλύζει από την πολύμορφη συλλογική ευφυϊα του η οποία δυναμώνει κι εξελίσεται όταν συνοργανώνεται σε όλο και πιο συνθετικές βαθμίδες. Η καθυπόταξη της συλλογικής ανάπτυξης μέσα στην ομοιομορφία της κομματικής διεύθυνσης παρέδοσε πολλά επαναστατικά εγχειρήματα στην παλινόρθωση του κρατισμού τον προηγούμενο αιώνα.»
« Ως αναρχικοί συστρατευόμαστε σ’όλο το βάθος των γραμμών του ταξικού-κοινωνικού κινήματος. Η πολιτική πρωτοβουλία μας αποσκοπεί στο πλάτεμα των γραμμών του αγώνα και στην συλλογική προώθησή τους. Από μια ελευθεριακή σκοπιά τα κινήματα δεν είναι παράγωγα ορισμένων πολιτικών οργανώσεων, αλλά της ζύμωσης των πολιτικών προτάσεων μέσα στις αναδυόμενες αντιστάσεις. Η αντιεξουσιαστική, μαχητική και συνεκτική τοποθέτησή μας στα πεδία του υπαρκτού ανταγωνισμού βάζει τους σπόρους ενός ελευθεριακού επαναστατικού ταξικού κινήματος. Η αναρχική θεώρηση ανανεώνει την ζωντάνια της, σπάει τα δόγματα κι εμπλουτίζει την κριτική ικανότητα των καταπιεζόμενων καθώς δοκιμάζεται στον κινηματικό αγώνα.»
« Η αναρχική πολιτική οργάνωση ως μέρος του ταξικού-κοινωνικού κινήματος είναι δύναμη συμπαράταξης στα αντιστασιακά μέτωπα. Η αναρχική πολιτική οργάνωση στοχεύει στην ενίσχυση της αυτονομίας, της συνεπικουρικότητας (έμπρακτη αλληλεγγύη) και της οριζόντιας συλλογικοποίησης των κινηματικών υποκειμένων, ενώ τάσσεται ανταγωνιστικά προς τον κομματισμό, τον σεχταρισμό και κάθε ετερονομία. Το ελευθεριακό κίνημα προάγει την πολυτροπία και την διαλεκτική, που είναι αναγκαίες για την επαναστατική ενότητα, αντί της εκλεκτικότητας και του αποκλεισμού.»

Υποσημειώσεις:

1. Οι πυθαγόρειοι ήταν οι πρώτοι που γνωρίζουμε ότι ανέπτυξαν τον μαθηματικό λογισμό, επιχειρώντας να θεμελιώσουν την γνώση σ’ένα λογικό σύστημα σχολαστικής ακρίβειας. Όμως, η ανακάλυψη των άρρητων αριθμών υπονόμευσε την φιλοδοξία τους. Οι παραδόσεις λένε ότι η σχολή απαγόρευσε την δημοσιοποίηση των νέων δεδομένων που έθεταν σε κίνδυνο την αυθεντία των μαθηματικών-φιλοσόφων. Όταν ένα μέλος της σχολής, ο Ίππασος, αποκάλυψε στο κοινό την αδυναμία του ιερού συστήματος, οι ιστορίες λένε ότι οι διδάσκαλοι και οι πιστοί μαθητές τον δολοφόνησαν. Ένας μύθος μάλιστα αναφέρει ότι τον στραγγάλισε ο ίδιος ο Πυθαγόρας.

2. Για να βάλουμε το ζήτημα μέσα σε πλαίσια πολιτικής διαλεκτικής, έχει ενδιαφέρον η κριτική του Πάνεκουκ στην επιστημολογική αντίληψη του Λένιν (Α.Πάνεκουκ «Ο Λένιν σαν φιλόσοφος», εκδόσεις «ύψιλον», 1980). Με βάση τις τότε πρόσφατες επιστημονικές ανακαλύψεις ο Πάνεκουκ καταλαβαίνει ότι η θεμελίωση της ιδεολογικής-πολιτικής αυθεντίας πάνω σε «απαράβατους φυσικούς νόμους» είναι επιστημονικά οπισθοδρομική και ριζικά αντιδιαλεκτική. Η συγκεκριμένη κριτική στιγματίζει εύστοχα αυτό το δόγμα ως αντικειμενικοφανές επικάλυμα του πολιτικού ηγεμονισμού.
Το χειραφετιτικό κίνημα έχει κάθε λόγο να παρακολουθεί κριτικά την εξέλιξη των επιστημονικών συστημάτων και της γνωσιολογίας. Από τις αρχές του 20ού αιώνα έχουν προκύψει πολλές νέες πληροφορίες από διαφορετικούς κλάδους (μαθηματικά, φυσική, βιολογία, νευρολογία, παιδαγωγική, ανθρωπολογία), οι οποίες συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι το σώμα της γνώσης, τα εμπειρικά δεδομένα, οι μέθοδοι, οι θεωρίας και οι κανόνες, εξελίσσονται και αλλάζουν μέσα από την συλλογική εξέλιξη των φυσικών υποκειμένων που οργανώνουν την γνωστική πρακτική.
Χαρακτηριστικό ενδιαφέρον έχει η κριτική του Ο.Νόιρατ απέναντι στον πρώιμο θετικισμό και στις φορμαλιστικές κι ορθολογιστικές υπαναχωρήσεις προς την μεταφυσική. Είναι μια οπτική ιστορικής διαλεκτικής που εκφράστηκε στα πλαίσια ενός διεπιστημονικού διαλόγου για την αναζήτηση των βάσεων της τότε σύγχρονης επιστήμης. (Το βιβλίο του Γ.Ρουσόπουλου «Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΒΙΕΝΝΗΣ – Η επιστημονική κοσμοαντίληψη», έκδοση 2010 από τις εκδόσεις «οκτώ», παρουσιάζει συμπυκνωμένα τις διαφορετικές γνωσιολογικές αντιλήψεις του 20ού αιώνα κι έχει μια σχετική βιβλιογραφική αναφορά).

3. Ακούστηκε από αρκετούς συντρόφους η επιθυμία να «γίνουμε η αιχμή» του κινήματος. Απέναντι σ’αυτήν την πρόταση επισημαίνουμε ότι δεν υπάρχει αιχμή χωρίς το σώμα που την προτάσει και την στηρίζει. Ως σώμα της ταξικής-κοινωνικής αντεπίθεσης αντιλαμβανόμαστε όλο το βάθος του οριζόντιου αντιστασιακού κινήματος, από τις πολιτικές συγκροτήσεις του μέχρι τις δομές κοινωνικής αυτοδιάθεσης, από το ευρύ πλέγμα αγωνιστικής συλλογικοποίησης μέχρι τους μάχιμους σχηματισμούς του. Για ένα οριζόντιο κίνημα αποτελεί ζητούμενο η εξέλιξη της ικανότητας όλων των διαφορετικών εκφράσεών του να ορθώνουν αποφασιστικές αιχμές σε όποιο σημείο της ταξικής διαπάλης καθίσταται αναγκαίο. Ο διαγκωνισμός για την πρώτη θέση ανήκει στην εξουσιαστική παράδοση.
Μια οργάνωση που θέλει να υπερβεί τις αυταπάτες του αυθορμητισμού κι εξίσου την ματαιοδοξία της αυθεντίας οφείλει να ρίχνει τις δυνάμεις της με πρόγραμμα και δομές ανταπόκρισης όχι μόνο στις μεγάλες θεαματικές μάχες, αλλά και κυρίως στις καθημερινές αδιόρατες προσπάθειες κινητοποίησης κι αυτοοργάνωσης του κοινωνικού σώματος. Πρόκειται για ένα έργο που απαιτεί εμπιστοσύνη στην κοινωνική δυναμική και υπομονή.

4. Δεν αρκεί μια αιχμή, όσο οργανωμένη κι αν είναι, για να φέρει τη νίκη του επαναστατικού αγώνα. Η κοινωνική ανατροπή ανήκει στις αμέτρητες αιχμές του μαζικού αυτοοργανωμένου κινήματος. Η ομοσπονδιοποίηση των αναρχικών δεν είναι ένας τρόπος για να βγουν μπροστά οι αναρχικοί, αλλά ο τρόπος μας για να ενισχύσουμε, να διευρύνουμε και να προχωρήσουμε όλο το μέτωπο των αυτοοργανωμένων αντιστάσεων. Οφείλουμε να έχουμε διαρκώς κατά νου ότι «ο καλύτερος πάντα λείπει».

5. Επιδιώκουμε να δημιουργούμε επιθετικές εξάρσεις στα μέτωπα σύγκρουσης με το κράτος, για να παίρνουμε έδαφος απο την εχθρική επικράτεια, να αποδομούμε τους καταπιεστικούς μηχανισμούς, να εμπνεύουμε εμπιστοσύνη στην εξέγερση. Ωστόσο, ο κρίσιμος παράγοντας για την ανάπτυξη του κινήματος είναι η εσωτερική και η αμοιβαία συνοχή των μετώπων. Η δύναμη δεν ριζώνει στην κορυφή μιας αιχμής, αλλά στην ενότητα των αντιστάσεων κι αυτή απαιτεί συλλογική δέσμευση και αυτοπειθαρχία.
Μεταφέρουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο του V.D.Hanson «Ο ΔΥΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΠΟΛΕΜΟΥ – Η αποφασιστική μάχη στην κλασική ελλάδα» (εκδόσεις «Κ.Τουρίκη», 2004):
« Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η οπλιτική μάχη, ακόμη και σε αυτό το κρίσιμο απελπιστικό στάδιο, εξακολουθούσε να είναι ένας ομαδικός αγώνας. Όσοι πάλευαν πιασμένοι στα χέρια έπρεπε να έχουν διαρκώς την προσοχή τους στους συμμαχητές στα πλευρά τους. Πρέπει να θυμόμαστε ότι η αποστολή τους απαιτούσε όχι μόνο να ανακαλύψουν ένα πέρασμα μέσα στις γραμμές του εχθρού, αλλά ταυτόχρονα και να συγκρατούν τον εχθρό έξω από τις δικές τους γραμμές… Οι άνδρες στους τελευταίους ζυγούς έπρεπε να είναι διαρκώς έτοιμοι να προωθηθούν προς τα εμπρός κατά ένα ζυγό και να εμποδίσουν τη διείσδυση που απειλούσε να σχίσει την φάλαγγα στα δυο… Η νικηφόρα πλευρά κατάφερνε με κάποιο τρόπο να διατηρήσει την πυκνή διάταξη σε όλο το μήκος του μετώπου, προελαύνοντας με επικαλυπτόμενες ασπίδες προς τα ρήγματα της εχθρικής φάλαγγας, χωρίς να αφήνει ούτε το παραμικρό κενό στις δικές της γραμμές…
Οποιαδήποτε ασυγκράτητη εξόρμηση από τις γραμμές μεμονωμένων ατόμων που επιδίωκαν την ατομική προβολή είχε λίγη αξία. Η διείσδυση στις γραμμές του εχθρού ως αποτέλεσμα δεν άξιζε καν τον κόπο, συγκρινόμενη με την απειλή του κενού που άφηναν πίσω τους… Ο Ηρόδοτος μας υπενθυμίζει ότι οι Πέρσες υπέφεραν πολύ από τέτοιες επιδείξεις παρατολμίας… Ο εφηβικός όρκος, τον οποίο υποχρεωτικά έδιναν οι νεαροί αθηναίοι περιγράφει την ιδανική συμπεριφορά στο πεδίο της μάχης: -Δεν θα εγκαταλείψω τον σύντροφό μου όταν βρίσκομαι παρατεταγμένος στο πεδίο της μάχης…
Επειδή όμως η διατήρηση του σχηματισμού, η απόκρουση δηλαδή της επίθεσης με ταυτόχρονη διατήρηση της τάξης, ήταν το ίδιο σημαντική όσο και το να επιφέρει κανείς απώλειες στον εχθρό, ακόμα και ένας οπλίτης από τους μεσαίους ζυγούς με ελάχιστη ίσως δεξιότητα ή δύναμη στη χρήση του δόρατος και της ασπίδας, ή ακόμα και με μηδενική επιθυμία να σκοτώσει, εξυπηρετούσε πολύ καλά τους συντρόφους του, απλώς και μόνο με το να διατηρεί τη θέση του καθώς τον ωθούσαν προς τα εμπρός, κι αυτό γιατί το σώμα του αποτελούσε, μέχρι τη στιγμή του θανάτου του, έναν κρίσιμο κρίκο για τη διατήρηση ολόκληρου του σχηματισμού. Ο Μάρσαλ υπογραμμίζει ότι η διατήρηση μιας μονάδας στη σύγχρονη μάχη συχνά εξαρταται όχι απλά από εκείνους που προπορεύονται, αλλά και από εκείνους που ακολουθούν:
– Η αδράνεια των παθητικών ατόμων δεν επηρεάζει αρνητικά το ηθικό όσων κάνουν χρήση της δύναμης πυρός που διαθέτουν. Αντίθετα, η παρουσία των πρώτων υποβοηθά τους δεύτερους να συνεχίσουν να προχωρούν. Οποιοσδήποτε εν δυνάμει μάχιμος βρίσκεται στη γραμμή μάχης και γίνεται ορατός από τους άλλους στρατιώτες προσθέτει ηθική δύναμη στην υπόλοιπη γραμμή. Μόνον όταν αρχίσουν να υποχωρούν οι άνδρες, τότε αρχίζει το θάρρος να κλονίζεται κατά μήκος της γραμμής. Και ενώ είναι σαφές πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι η αληθινή αμυντική ισχύς μιας θέσης βρίσκεται στους άνδρες εκείνους που χρησιμοποιούν τα όπλα τους, από την άλλη δεν υπάρχει απόδειξη ότι ο στρατιώτης που δεν παίρνει την πρωτοβουλία να πυροβολήσει εναντίον του εχθρού θα εγκαταλείψει πιεζόμενος τη θέση του πολύ γρηγορότερα από τον επιθετικότερο συνάδελφό του. –                                »

Αύγουστος 2014