Ανοιχτή ενημέρωση σχετικά με μια παρέμβαση μέλους της συλλογικότητάς μας

Ανακοίνωση της Α.Σ.Μ.Π.Α. στο athens.indymedia

 Η Α.Σ.Μ.Π.Α. αναγνωρίζει ότι ένα μέλος της πρόσφατα παρενέβη σε μια δημόσια διαδικτυακή αντιπαράθεση ανωνύμων, γράφοντας σε κάποια σημεία σε πρώτο ενικό και σε κάποια σε πρώτο πληθυντικό αναφερόμενο στην πολιτική συλλογικότητά μας χωρίς να την κατονομάζει.
Η Α.Σ.Μ.Π.Α. όταν εκφράζει εγγράφως τις συλλογικές θέσεις της, στις οποίες έχουν συμφωνήσει και δεσμεύονται όλα τα μέλη της, το κάνει μόνο με την υπογραφή της. Ακόμα, η συνέλευση της συλλογικότητας είναι η μόνη αρμόδια να ορίζει τους τρόπους και τους τόπους έκφρασής της και τα πλαίσια των αναγκαίων πρωτοβουλιών των μελών της. Ο σύντροφός μας έπραξε με δική του πρωτοβουλία έξω και ενάντια σε συλλογικές συμφωνίες, χωρίς να έχει ενημερώσει την συνέλευση της συλλογικότητάς μας. Η προσωπική ανάληψη της ευθύνης των λεγόμενων του δεν τον αποδεσμεύει και δεν μας αποδεσμεύει από την συλλογική ευθύνη προς την πολιτική συλλογικότητά μας και προς το προλεταριακό-κοινωνικό απελευθερωτικό κίνημα. Γι’ αυτό η Α.Σ.Μ.Π.Α. καταθέτει δημόσια την στάση της σε σχέση με το γεγονός.

Σχετικά με το πεδίο της συγκεκριμένης παρέμβασης.

 Τα διαδικτυακά πεδία συζήτησης αντανακλούν την πολιτική των διαχειριστών τους. Σ’ αυτά που βρίσκονται σε καθεστωτικά μέσα οι διαχειριστές τους φιλτράρουν, λογοκρίνουν και κατασκευάζουν πληροφορίες και κάτι παραπάνω: κατασκευάζουν τεχνητά σύνολα «συνομιλητών». Στα κινηματικά μέσα ο διαχειριστής δεσμεύεται να μην παρεμβαίνει ενεργητικά πίσω από το ανοιχτό πεδίο. Παρόλαυτα, η οριζόντια λειτουργία του επικοινωνιακού μέσου δεν το ουδετεροποιεί στην σχέση του με τα επικρατούντα χαρακτηριστικά του κοινωνικού/πολιτικού χώρου που το χρησιμοποιεί. Αντιθέτως, η διαδικτυακή συζήτηση ως εργαλείο προσφέρει ιδιαίτερες δυνατότητες πολιτικής παρέμβασης.
Η λειτουργία ενός ελεύθερου πεδίου πολιτικού διαλόγου στο οποίο έχει ισότιμη πρόσβαση ο καθένας, είναι μια αδιαμφισβήτητη κοινωνική κατάκτηση. Το τεχνικό μέσο δίνει μια δυνατότητα που υλοποιείται χάρη στην πολιτική βούληση και την εργασία του συλλογικού διαχειριστή του.
Η ελευθερία ενός πεδίου διαλόγου συμπεριλαμβάνει την δυνατότητα στην πολεμική και στην ελεύθερη ερμηνεία, ακόμα και στην χρησιμοποίηση του ψεύδους. Τα πάντα όμως κρίνονται και ο ελεύθερος διάλογος αποτελεί τον τόπο έκθεσης στην κοινή κρίση.
Η ανωνυμία προσθέτει την δική της δυναμική στον ελεύθερο διάλογο. Η ανωνυμία αποτελεί κεκτημένο της ελεύθερης δημοσιογραφίας. Από μια έποψη ταξικής διαλεκτικής ο λόγος μπορεί να κρίνεται διεαυτόν, ανεξάρτητα από τα πρόσωπα που τον εκφέρουν. Η διαλεκτική της ολότητας και η διαλεκτική του γίγνεσθαι θέτουν υπό την κρίση τους τον εκάστοτε λόγο, χωρίς το πισωγύρισμα στην μεταφυσική του ορθολογισμού. Έτσι, ο λόγος των υποκειμένων γίνεται τεκμήριο κρίσης τους κι όχι το αντίστροφο.
Στα ανοιχτά πεδία συζήτησης η ανωνυμία προστατεύει από την κρατική καταστολή, αλλά κι από τις μικροεξουσίες των κοινωνικών και των πολιτικών πεδίων. Ωστόσο, αυτό το μέτρο ελευθερίας έχει την παρενέργεια να αποσυνδέει την πληροφορία από την πηγή της. Η εξασφαλισμένη ανευθυνότητα δεν προσφέρει στους ανοργάνωτους και τους τυχάρπαστους, που έτσι κι αλλιώς δεν λογοδοτούν σε συλλογικές διαδικασίες, τίποτα επιπλέον της προστασίας από την καταστολή. Η ανευθυνότητα είναι πρόσφορη όμως για δυο κατηγορίες τσάτινγκ: Αφενός για την προπαγάδα, την προβοκάτσια και την άντληση πληροφοριών από κομματικούς, αστυνομικούς και παρακρατικούς μηχανισμούς. Όπως συμβαίνει και στις διαδικτυακές επικοινωνίες, όπου οι μυστικές υπηρεσίες και οι μαφίες χρησιμοποιούν τα ψηφιακά εργαλεία ασφάλειας που χρησιμοποιούν και τα κινήματα. Στον χώρο των διαδικτυακών συζητήσεων όμως, δεν είναι μόνο τα εργαλεία διαθέσιμα προς εκατέροθεν χρήση, αλλά και τα πεδία διαλόγου.
Αφετέρου, η ανευθυνότητα είναι πρόσφορη για την υπονομευτική πολεμική μεταξύ οργανωμένων πόλων του κινήματος. Και είναι αυτή ακριβώς η πρακτική που διαμορφώνει το ύφος και το ήθος των ανοιχτών διαδικτυακών συζητήσεων του αντιεξουσιαστικού «χώρου». Όχι η ανευθυνότητα των τυχάρπαστων, των οποίων τα κίνητρα είναι ισχνά, αλλά η σκοπούμενη παραπληροφόρηση, συκοφαντία και στοχοποίηση από οργανωμένα υποκείμενα. Στην πλειονότητά τους οι θεματικές συζητήσεις που δεν αφορούν την διαμοίραση ψηφιακών πληροφοριών και βιβλιογραφίας, ξεκινούν και χαρακτηρίζονται από τέτοιες σκοπιμότητες. Η ελευθερία του διαδικτυακού πεδίου δίνει στους πολιτικά αδύναμους χώρο έκφρασης ο οποίος είναι προκαταβολικά ναρκοθετημένος από τους πολιτικά οργανωμένους και το κράτος. Οι ανοργάνωτοι μπορεί να βρίσκουν χώρο εκφραστικής εκτόνωσης, αλλά παραμένουν ανίσχυροι ως τέτοιοι. Διόλου τυχαία, οι εκκλήσεις για σύνεση και αποφυγή του ξεκατινιάσματος, είναι μεμονωμένες.
Οι δυο κατηγορίες μαύρου τσάτινγκ συνδέονται. Οι εσωτερικοί υπονομευτές δανείζονται τις μεθόδους των κρατικών και κομματικών μηχανισμών. Και οι μηχανισμοί πατάνε πάνω στην δυναμική της εσωτερικής υπονόμευσης για να διαχύσουν τις δρώσες «πληροφορίες» τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι συζητήσεις στο athens.indymedia που προηγήθηκαν και ακολούθησαν την πρώτη αντικρατική πορεία επί κυβέρνησης συριζα-ανελ. Παρότι οι κομματικές ταυτότητες των εσωτερικών υπονομευτών είναι προφανείς για όποιους ζουν μέσα στις διεργασίες του οργανωμένου κινήματος, οι υπονομευτές αδιαφορούν για την πολιτική αθλιότητά τους, διότι η πρακτική τους έχει σκοπό την καθοδήγηση εκείνων που ακόμα δεν γνωρίζουν τα του βατικανού και είναι αλληλένδετη με τον κατεστημένο σεχταρισμό. Η σύμπτωση με την κρατική υπονόμευση πηγαίνει βαθύτερα από την ομοιότητα των μεθόδων, αφού είναι ταυτόσημη και η αντίληψη του κοινωνικού πεδίου σαν χειραγωγήσιμου πλήθους και του κινήματος σαν πεδίου ελέγχου.
Με το παραπάνω σκεπτικό υποσημειώσαμε κάποια στιγμή ότι δεν δίνουμε καμία αξία σε τέτοιου είδους «επιθέσεις», ότι η απρόσωπη λάσπη δεν ανήκει στον κινηματικό διάλογο κι ότι δεν απαντάμε σε παραπολιτικά ψοφίμια.
Το πρόβλημα δεν επαφίεται στα διαδικτυακά μέσα, ούτε στην κινηματική διαχείρισή τους, αλλά στην κυριαρχία του σεχταρισμού. Η μεταμόρφωση αυτού του τοπίου είναι συνυφασμένη με την πολιτική συγκρότηση του κινήματος σε επαναστατικές βάσεις.

Η παρέμβαση του συντρόφου μας στο συγκεκριμένο πεδίο.

 Η αντιπαράθεση εμπεριείχε ήδη πριν την παρέμβαση του συντρόφου μας ένα πλήθος αντικρουόμενων περιγραφών κι ερμηνειών γεγονότων και μια προσπάθεια συκοφάντησης αναρχικών συλλογικοτήτων. Σ’ αυτό το πληροφοριακό περιβάλλον θα ήταν αδύνατο να διεκδικήσει κάποιος την εγκυρότητα μιας δικής του νέας ερμηνείας όσων είχαν γραφτεί κι όσων θα προσέθετε ο ίδιος. Επιπρόσθετα, οποιαδήποτε παρέμβαση μέσα στην αντιπαράθεση ήταν καταδικασμένη να επωμιστεί άμεσα ή έμμεσα ευθύνες για διηγήσεις, ερμηνείες και κατηγορίες που είχαν ήδη απλωθεί. Ο σύντροφος μας, επιλέγοντας αυτό το πεδίο για να εκφράσει μια εστιασμένη κριτική, έδωσε άλλοθι σε συκοφαντίες κι έγινε στόχος συκοφάντησης.
Επιπλέον, τονίζοντας τον απαξιωτικό χαρακτήρα πολιτικών επιλογών και πράξεων πολιτικών συλλογικοτήτων τις οποίες κατονόμασε απευθυνόμενος σε δεύτερο πρόσωπο και χωρίς να αναπτύξει την κριτική του ώστε να γίνουν κατανοητές οι κατηγορίες, υπερθεμάτισε στον μικροπολιτικό κανιβαλισμό.
Αναφορικά στο ύφος της παρέμβασης, η αυτοαναφορικότητα και ειδικά με όρους τραγωδίας, υποτιμάει τον κοινό αγώνα, τα επαναστατικά προτάγματα και τους καρπούς που με αυτοθυσία ο ίδιος ο σύντροφός μας έχει θρέψει. Από τις διαδικτυακές συζητήσεις έχουν περάσει αρκετές περσόνες του «χώρου» που κραυγάζουν με αλαζονεία και στόμφο τόσο περισσότερο όσο πιο ασήμαντη είναι η συμβολή τους στην επαναστατική πάλη και ορισμένοι εξ αυτών έχουν στο ιστορικό τους βαθυά αντικοινωνικές ή αντιδραστικές ενέργειες. Είναι παντελώς ανάρμοστος αυτός ο ρόλος για τον συγκεκριμένο σύντροφο-μέλος της Α.Σ.Μ.Π.Α., όπως για κάθε σοβαρό αγωνιστή.
Παρότι ο σύντροφός μας έβαλε στο στόχαστρό του τον αντιδραστικό κομματισμό του «χώρου», δεν ξέφυγε από το φατριαστικό υπόβαθρό του και δεν θα μπορούσε άλλωστε μέσα σ’ αυτό το πεδίο.

Η θέση της Α.Σ.Μ.Π.Α. σε σχέση με τις απόψεις που εκφράστηκαν από τον σύντροφό μας και προς αυτόν.

 Η τοποθέτηση του συντρόφου μας διαστρεβλώνει γεγονότα που αφορούν την Α.Σ.Μ.Π.Α. και διαφοροποιείται από καταγεγραμμένες και δημοσιοποιημένες θέσεις της συλλογικότητας. Αυτές οι διαστρεβλώσεις έδωσαν λαβή σε άλλους για επιπρόσθετες διαστρεβλώσεις γεγονότων και κατατεθιμένων θέσεων, για την αντεπιστροφή κατηγοριών και για την συκοφάντηση του συντρόφου μας. Μάλιστα, ενώ μέχρι σήμερα όποιοι έχουν μπει στο στόχαστρο της πολιτικής κριτικής της Α.Σ.Μ.Π.Α. για αντικοινωνικές ή αντικινηματικές στάσεις ή για σεχταρισμό, κομματισμό, καιροσκοπισμό, έχουν κρατήσει στάση απόλυτης μουγκαμάρας, αφού δεν έχουν καμία απάντηση που να στέκει ηθικο-πολιτικά, ορισμένοι βρήκαν σ’ αυτήν την διαδικτυακή παραπολιτική συζήτηση το πάτημα για να αντεπιτεθούν για πρώτη φορά.
Κατόπιν της παρέμβασης του συντρόφου μας οφείλουμε να δημοσιοποιήσουμε τις θέσεις μας σε σχέση με διάφορα μείζονα και ελάσσονα ζητήματα, για μερικά εκ’ των οποίων έχουμε ήδη τοποθετηθεί.
Τα κρίσιμα επίδικα της συζήτησης αφορούν: 1. Την υπεράσπιση της θεμελιακής ανοιχτότητας του κινήματος και της προλεταριακής βάσης του απέναντι στην ιδεολογική στεγανοποίηση του. 2. Την αυτοάμυνα των αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων απέναντι σε εχθρικές στάσεις. 3. Την προβοκατόρικη εσωτερική πολεμική. Τα τρία ζητήματα διαπλέκονται πολύτροπα και σε ορισμένα σημεία διαπλέκονται αντίρροπα.

Απέναντι στην ιδεολογική στεγανοποίηση του κινήματος.

 Τα κινήματα των καταπιεζόμενων κουβαλάνε όλες τις παθογένειες του ταξικού κόσμου μέσα και ενάντια στον οποίον παλεύουν. Τα κινήματα ως δραστήριες εστίες του κοινωνικού κόσμου διατρέχονται από δογματικές και μυθικές κατασκευές, που συχνά υπερθεματίζουν τις εκφράσεις της εξουσίας σε αλαζονεία, υπεροψία και κακοπιστία. Η σύγκρουση με τις εξουσιαστικές τάσεις διεξάγεται παντού και μέσα στο κίνημα και μέσα στις συλλογικότητές μας και έχει ταξικό υπόβαθρο. Όσο πιο μαζικό γίνεται ένα κίνημα, τόσο περισσότερο βρίσκεται αντιμέτωπο με αντιδραστικά κατάλοιπα και συντηρητικές σκοπιμότητες, αλλά και γίνεται τόσο πιο ισχυρό απέναντί τους.
Στην υπεράσπιση μιας «καθαρότητας» της αναρχίας ενυπάρχουν σε ακολουθία η εξιδανίκευση της ιδεολογίας, ένας απολυταρχικός δογματισμός, που χάνει συνεχώς κινηματικό έδαφος, ο σεχταρισμός και τελικά η παραίτηση από την άμεση προλεταριακή-επαναστατική δράση. Οι αφοριστικές στρατηγικές (κοινωνισμός-αντικοινωνισμός, αναρχισμός-μηδενισμός, οργανωτισμός-χαοτισμός, κοινωνική παρέμβαση-σύγκρουση κλπ) αποκοινωνικοποιούν τον αγώνα των αναρχικών και τον βυθίζουν στον κατεστημένο κατακερματισμό. Η κριτική των «περιεχομένων» και των «αξιών» είναι ένα σύνηθες όχημα για να πάρει κάποιος αποστάσεις από την πραγματική ταξική-κοινωνική σύγκρουση με τις αντιφάσεις της και τον πλούτο της. Τα ιδεολογικά στεγανά υπηρετούν αμφίπλευρα συντηρητικά κίνητρα.
Η ριζοσπαστική πολεμική μέσα στο κίνημα διακρίνεται από τους δυο παράλληλα εκδηλούμενους άξονές της: Διαύγαση των συντηρητικών τάσεων και ενίσχυση της ενωτικής κατεύθυνσης. Η κινητικότητα και στους δυο άξονες έρχεται με τους μαχητικούς αγώνες.
Ενώ η πολεμική ενάντια στους διαφορετικούς φορείς της κρατικής κυριαρχίας πρέπει να καταδεικνύει συνεχώς και με πυγμή τον ενιαίο πυρήνα τους, ο αγώνας μέσα στο κίνημα πρέπει να διεξάγεται με το πιο λεπτό νυστέρι. Η κριτική και η απόδοση ευθυνών απαιτείται να γίνονται με απόλυτη ακρίβεια και χωρίς να χάνουμε ούτε στιγμή την σφαιρική αντίληψη της θέσης του καθενός μέσα στο πεδίο της επαναστατικής πάλης.
Παρενθετικά, η έννοια της συλλογικής ευθύνης προϋποθέτει την σύμπραξη. Οι έμμεσες ευθύνες εκτείνονται απεριόριστα και ο προσδιορισμός τους επιδέχεται μια εξαρχής επιλεκτική εφαρμογή. Άρα, η έμμεση υπονόμευση της επαναστατικής πάλης αντιμετωπίζεται μόνο με την ριζοσπαστική εξέλιξη του κινηματικού πεδίου. Η συνοριοποίηση των ιδεολογικών και πρακτικών τάσεων αντανακλά την παρατεταμένη αδυναμία παραγωγής μιας επαναστατικής στρατηγικής, όντας μια επιλογή σεχταριστικής αυτοσυντήρησης.
Όσοι υϊοθετούν στάσεις ενδοκινηματικής αντίδρασης, προβοκατόρικης υπονόμευσης και αυθαίρετου τραμπουκισμού δεν είναι όλοι και κάθε φορά ίδιοι κι ούτε αντιμετωπίζονται αυτά τα φαινόμενα σαν προσωπικές ταυτότητες. Σ’ αυτό το σημείο ο σύντροφός μας έχασε το μέτρο. Η σύγχυση, κυριολεκτικά, ήταν το αίτιο και το αποτέλεσμα μιας ατομικής έκρηξης.

Για την αυτοάμυνα των αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων απέναντι σε εχθρικές στάσεις.

 Η Α.Σ.Μ.Π.Α. έχει δημοσιοποιήσει[1] τις θέσεις της για το ζήτημα το καλοκαίρι του 2015 ενημερώνοντας για την στάση ορισμένων πολιτικών ομάδων μέσα στις διαδικασίες συγκρότησης Αναρχικής Πολιτικής Οργάνωσης και στην «Συνέλευση Αναρχικών για την Κοινωνική και Ταξική Χειραφέτηση».
Με αυτές τις θέσεις πήγε η Α.Σ.Μ.Π.Α. στην Πάτρα το καλοκαίρι του ’15, στηρίζοντας πλήρως τις πολιτικές αποφάσεις της συνέλευσης που συγκροτήθηκε για να απαντήσει στις αντιαναρχικές επιθέσεις. Από αυτό το σημείο και απ’ όσα είπε ο εκπρόσωπός μας εκεί δεν έχουμε μετακινηθεί ούτε χιλιοστό.
Εδώ θα επαναλάβουμε την βασική θέση μας για την εσωτερική αυτοάμυνα των αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων και τα κύρια συμπεράσματα για την διαιωνιζόμενη κατάσταση: Η αντικοινωνική και η αντικινηματική δραστηριότητα μέσα στους χώρους αγώνα και η επιθετικότητα ενάντια σε αυτοοργανωμένα εγχειρήματα αντίστασης αντιμετωπίζεται με τους τρόπους και τα μέσα άμυνας που τους αναλογούν. Σε σχέση με τα άτομα ή τις ομαδοποιήσεις που επιμένουν σε τέτοιες δραστηριότητες, ο αποκλεισμός τους από τους προσβαλόμενους χώρους, αλλά και από τις πολιτικές διαδικασίες του οριζόντιου κινήματος, είναι αναγκαίος και εκφράζει την αδιαπραγμάτευτη αξία της ανοιχτής και ισότιμης αλληλεγγύης, σε ρήξη με τα τυχοδιωκτικά ανεμομαζώματα, τις εκλεκτικές συγγένειες και τον κανιβαλικό φιλελευθερισμό.
Είναι οξύμωρο να προτάσσουμε την αυτοσυγκρότηση και ανάπτυξη του οριζόντιου κινήματος με συλλογικές διαδικασίες και αυτοοργανωμένες δομές, ενώ την ίδια στιγμή δίνουμε χώρο σε δηλωμένα και αμετανότητα εχθρικές στάσεις, στο όνομα της πολιτικής συνύπαρξης. Για να υπάρχει κίνημα και να συνυπάρχουμε μέσα σ’ αυτό απαιτείται συνέπεια και συνέχεια στην υπεράσπιση των θεμελιωδών χαρακτηριστικών του, άρα και ρήξη με τις όποιες υπονομευτικές θέσεις έχουν εκφραστεί στο παρελθόν, απ’ όπου κι αν προέρχονται. Η ανοχή σε εχθρικές στάσεις, η οποία αναβαθμίζεται σε συγκάλυψή τους μέσω της σιωπής, αποτελεί μια οπισθοδρόμηση προς τον βάλτο της μικροπολιτικής φεουδαρχίας. Μόνο ο καιροσκοπισμός εμπεριέχει τέτοιες λογικές.
Και επισημαίνουμε εκ’ νέου την υποκρισία και τον κίνδυνο της άνισης πολεμικής, που γίνεται επιλεκτικά ανάλογα με τις ιδεολογικές, οργανωτικές ή φιλικές συγγένειες: Όταν οι αντικινηματικές και αμοιβαία οι κομματικές μεθοδεύσεις συγκαλύπτονται πίσω από έναν ταξικό-κοινωνικό λόγο, η σύγχυση, η διαλυτικότητα και ο κανιβαλισμός που επιφέρουν μπορούν να πάνε πολύ βαθύτερα από εκεί που μπορεί να φτάσει ο καχεκτικός ατομικισμός κι ο σεχταριστικός ελιτισμός.
Τέλος, να σημειώσουμε ότι αντιλαμβανόμαστε μια δραστηριότητα ως αντικοινωνική, από θέση εναντίωσης στην εκμετάλλευση και την κρατική κυριαρχία, προλεταριακής αλληλεγγύης και πάλης για την κοινωνική αυτονόμηση. Σχετικά, παραπέμπουμε στις θέσεις της Α.Σ.Μ.Π.Α. για την σχέση «πολιτικού και κοινωνικού»[2], που κατατέθηκαν στις διαδικασίες συγκρότησης Αναρχικής Πολιτικής Οργάνωσης. Από μια επαναστατική διαλεκτική δεν αναγνωρίζουμε ως αξιακό κριτήριο την «κοινωνική απεύθυνση» που παρακάμπτει τον ταξικό ανταγωνισμό και συχνά αναφέρεται σε συντηρητικά αντανακλαστικά.

Ενάντια στην προβοκατόρικη εσωτερική πολεμική.

 Το σημείο εκκίνησης της αναφερόμενης διαδικτυακής συζήτησης αφορούσε την ανάρτηση σε blog μιας φωτογραφίας με στόχο την απαξίωση αγωνιστών και γεγονότων αντίστασης. Με την παρέμβασή του ο σύντροφός μας υπενθύμισε την κατάδειξη της συλλογικότητάς μας και ενός μέλους της μέσω μιας αφίσας το καλοκαίρι του ’14.
Είναι φανερό ότι η υπονομευτική προπαγάνδα εναντίον κινηματικών εγχειρημάτων, ειδικά όταν συμπεριλαμβάνει υπόδειξη προσώπων στοχοποιεί προβοκατόρικα με τρόπο παρακρατικό. Είτε πρόκειται για μια αφίσα, είτε πρόκειται για μια ανάρτηση, είτε για ένα κείμενο που μοιράζεται χέρι χέρι μεταξύ «γνωστών».
Επιπλέον, η καταγγελτική απόδοση εξουσιαστικών ρόλων στην πολιτική ταυτότητα του αναρχικού αποτελεί συστημική μέθοδο υπονόμευσης του αναρχικού προτάγματος. Οι προσπάθειες απονοηματοδότησης της αναρχίας ακολουθούνται από κατασταλτικές επιχειρήσεις (πχ, «ποιός βάζει τους πιτσιρικάδες να κάνουν μπάχαλα;» ή «ποιός κάνει κουμάντο στα Εξάρχειας;»). Οι «αναρχομπαμπάδες» και τα «αναρχοαφεντικά» (όροι που χρησιμοποιήθηκαν αντίστοιχα στις παραπάνω περιπτώσεις) αποτελούν κατηγορίες που στρέφονται προβοκατόρικα ενάντια στο οριζόντιο κίνημα καθαυτό, διότι υπονοούν ότι τα αντιεξουσιαστικά πολιτικά/κοινωνικά εγχειρήματα μπορεί να απαρτίζονται από υποχείρια. Έχοντας κοινή επίγνωση ότι το κράτος καιροφυλακτεί, τέτοιες πρακτικές δεν δικαιολογούνται ούτε ως αστείο. Να ξαναπούμε για το COINTELPRO;
Είναι εξίσου φανερό ότι μια καταγγελία προς τον οποιονδήποτε πάνω στην αιχμή μιας κατασταλτικής επιχείρησης εναντίον του λειτουργεί εξίσου προβοκατόρικα. Όταν μάλιστα ο χρονισμός και η εστίαση της καταγγελίας ξεκινούν ενάντια σε μια συλλογική τοποθέτηση απέναντι στην καταστολή, αποκαλύπτεται ότι η λογική της στεγανοποίησης, που χάνει χρόνο με τον χρόνο την επαφή της με μια σφαιρική ταξική-πολιτική διαλεκτική, οδηγεί στην πλήρη αποσύνδεση των μέσων από τους διακηρυγμένους σκοπούς.
Σχετικά με την αντιμετώπιση της προβοκατόρικης πολεμικής, αλλά και του βίαιου αυταρχισμού μέσα στο κίνημα, η επιθετική (σημειολογικά και φυσικά) αυτοάμυνα αποτελεί μια αναπόσπαστη μέθοδο πάλης, αλλά η εφαρμογή της μέσα στο πεδίο του αγώνα απαιτείται να διακρίνεται δια γυμνού οφθαλμού για την ευστοχία της και να μην δίνει χώρο στο κράτος. Αφενός, μια τέτοια πολιτική φρόνηση επιτρέπει σε αρκετούς αμετανόητους μικροδυνάστες και ταγμένους υπονομευτές να παρασιτούν στον «χώρο». Αφετέρου όμως, η αχαλίνωτη αυτοδικία διαμορφώνει ένα περιβάλλον όπου κάθε απόπειρα βίαιης επιβολής μπορεί να βρίσκει επιφάσεις. Μάλιστα, η αποδοχή της αυθαίρετης απονομής δικαίου μέσα στο κίνημα επικυρώνει ειδικά τον ανδροκρατικό, τον ιδιοτελή και τον σεχταριστικό τραμπουκισμό. Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση του αυτόκλητου κυνηγού φωτογράφων και η εκ’ των υστέρων εξαγγελία μιας «καμπάνιας ενάντια στο θέαμα» από την ομάδα του.
Επιπρόσθετα, σ’ αυτό το περιβάλλον δεν διακρίνεται η αναγκαία και δίκαιη αυτοάμυνα κι οπότε αφοπλίζονται τα πιο κοινωνικά, πιο συλλογικά, πιο πολιτικά στοιχεία. Κατά συνέπεια ενισχύονται τα πιο αντικινηματικά στοιχεία και χάνει έδαφος ο μαχητικός αγώνας.
Ο «χώρος» στην βόρεια ελλάδα επί χρόνια μαστιζόταν από την κουλτούρα της βίαιης κατίσχυσης μέσα στο κίνημα, η οποία διαπερνούσε τις ανταγωνιστικές πολιτικές γραμμές και τελικά διόγκωσε τα πιο ιδιοτελή και τα πιο σεχταριστικά στοιχεία. Και το ξανάδαμε σε μια αντιπαράθεση μεταξύ πολιτικών κρατουμένων πριν δυο χρόνια, με την εκτόξευση μιας ασαφούς κατηγορίας που δεν την υπερασπίστηκε ούτε ο καταγγέλων και στην συνέχεια, με το λιντσάρισμά του και τελικά το αβαντάρισμα της καταστολής.

Η αυτοπεριχαράκωση ως αυτοάμυνα.

 Είναι εύλογο ότι όποιοι αντιλαμβάνονται την αυτοοργάνωση με εκλεκτικούς όρους, θεωρούν απαραίτητο τον αποκλεισμό διαφορετικών αγωνιζόμενων υποκειμένων από τις συλλογικές διαδικασίες τους. Όποιος χτίζει πάνω σε δογματικά σημεία ή ακόμα χειρότερα, όποιος οργανώνεται με σχεσιοκρατικά στεγανά, αναγνωρίζει ως ζήτημα αυτοπροστασίας την πολιτική περιχαράκωσή του. Γι’ αυτό, η στεγανοποίηση των αποφασιστικών διαδικασιών (πχ κλειστές συνελεύσεις) επιχειρείται συνήθως υπό το πρόσχημα κάποιας πραγματικής ή αξιακής προσβολής ή δυνητικών κινδύνων. Πάραυτα, είναι παραπλανητικό να μιλάμε για πρόβλημα αποκλεισμών μέσα σ’ έναν φεουδαρχικό μικρόκοσμο. Τα σημερινά αδιέξοδα του «χώρου» δεν εγείρουν μόνο ζητήματα αλληλεγγύης και ισοτιμίας, αλλά και την αναγκαιότητα επανασυγκρότησης ανοιχτών πεδίων άμεσης πάλης.
Επαναλαμβάνουμε ότι η Α.Σ.Μ.Π.Α. ουδέποτε εκδιώχθηκε από συλλογική διαδικασία, άμεσα ή έμμεσα. Και σίγουρα, δεν έχουμε δηλώσει πουθενά ότι συνέβη κάτι τέτοιο. Επίσης, ούτε έχει ποτέ μέχρι σήμερα αποκλειστεί δηλωμένα από ανοιχτή κινηματική διαδικασία. Η αποχώρησή μας από τις διαδικασίες συγκρότησης Αναρχικής Πολιτικής Οργάνωσης συνοδεύτηκε από ένα αναλυτικό κείμενο το οποίο βρίσκεται δημοσιευμένο[3]. Η αποχώρησή μας ήταν η άμεση απάντηση σε μια ενορχηστρωμένη απόπειρα να συνυπάρξουμε μέσα στην σιωπή, στην λήθη και στην ανοχή αμετακίνητων αντικοινωνικών κι αντικινηματικών στάσεων.

Συμπερασματικά.

 Η πρωτοβουλία του συντρόφου μας διέρρηξε γραμμές πάλης της συλλογικότητάς μας, παρότι ο πυρήνας της πολιτικής καταγγελίας του (οι εκλεκτικές σχέσεις, ο κομματισμός, οι αντιδραστικές περιχαρακώσεις, τα άνισα μέτρα, η αδικία και η υποκρισία ως τροχοπέδες του επαναστατικού κινήματος) εκκινούταν από μια ορθή ηθικο-πολιτική κρίση.
Για να φτάσουμε «στο λαϊκό δικαστήριο της επανάστασης», από το οποίο είναι έτοιμος ο σύντροφός μας να δεχτεί στωϊκά τις συνέπειες των ευθυνών που του αναλογούν, προηγείται η υπευθυνότητα και η κρίση στις συλλογικές διαδικασίες του αντιστασιακού κινήματος. Αυτήν την πολιτική αντίληψη και στάση την είχαμε καταθέσει εγγράφως[1] μέσα στον διασυλλογικό διάλογο για την συγκρότηση Αναρχικής Πολιτικής Οργάνωσης: «Οι αναρχικοί οφείλουν να μην διστάζουν να απαντούν στην κριτική, ακόμα και στην κακεντρεχή. Όποτε κληθούμε έχουμε ευθύνη να εξηγήσουμε και να υπερασπιστούμε ή να αποχωριστούμε το παρελθόν μας με σαφήνεια… Ως Α.Σ.Μ.Π.Α. είμαστε διαρκώς έτοιμοι να το πράξουμε όχι μόνο για ότι αφορά την συλλογικότητά μας, αλλά και για τις πράξεις του κάθε μέλους της…».
Ειδικότερα να προσθέσουμε ότι όπως έχουμε ξαναγράψει[1] απαντώντας στην ελιτίστικη πολιτική υποτίμηση των ταξικών-κοινωνικών εγχειρήματων, «η Α.Σ.Μ.Π.Α. λογοδοτεί συνεχώς και αυτοβούλως και κατ’ απαίτηση στα συλλογικά σώματα στα οποία συμμετέχει η ίδια ή μέλη της. Οι μικροπολιτικές συκοφαντίες δεν μετράνε μπροστά στην ισχύ της αγωνιζόμενης βάσης».
Κανείς δεν μπορεί να εξαιρεθεί από την κριτική, την αυτοκριτική, την αυστηρή απόδοση ευθυνών και τις πρακτικές συνέπειές τους. Η ισότητα στην συλλογική κρίση και στην πειθαρχία προς τα μέτρα περιφρούρησης της συλλογικότητας και του κινήματος αποτελεί επαναστατικό πρόταγμα. Τα πολιτικά, φιλικά και συμφεροντολογικά συγγενολόγια μπορούν να συντηρούνται παρέχοντας ασυλία σε κάθε είδους απαράδεκτες πράξεις και στάσεις. Αντιθέτως, οι επαναστατικές κοινότητες δεν διακατέχονται από εκλεκτικές δεσμεύσεις και περιοριστικές εξαρτήσεις κι άρα μπορούν κι ενίοτε χρειάζεται να περιορίζουν κι ακόμα, να εξοστρακίζουν ικανότατους και άξιους συντρόφους, για να διαφυλάττουν την ισχύ της κοινότητας.
Οπότε, η συλλογικότητά μας εξέτασε ένα σύνολο ζητημάτων που εγέρθηκαν από το γεγονός της παρέμβασης του συντρόφου μας και τον έθεσε υπό κρίση. Αφού επιβεβαιώθηκε η συλλογική οπτική και προοπτική και αναγνωρίστηκαν οι αδυναμίες στην παρέμβαση του συντρόφου μας όπως περιγράφονται παραπάνω, λάβαμε πρακτικά μέτρα για την επίλυση αυτών των αδυναμιών.

                             Παραπομπές:

1 https://asmpa.espivblogs.net/2015/08/17/648/
2 https://asmpa.espivblogs.net/2015/06/03/apo-p-k/
3 https://asmpa.espivblogs.net/2015/06/03/apo-final-declaration/

Αναρχική Συλλογικότητα

για την Μαχητική Προλεταριακή Ανασυγκρότηση

26 Απρίλη 2016